Απίθανη οδύσσεια: Από τη Γερμανία στην Αυστραλία με καγιάκ - Πάλεψε με τα κύματα, με καρχαρίες, και τέλος τον… νίκησαν οι Ναζί
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 11 λεπτά ┋

Ήταν μια απίστευτη οδύσσεια. Με τη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 σε διάλυση και τη μικρή του επιχείρηση σε πτώχευση, ο 25χρονος Όσκαρ Σπεκ μπήκε στο κανό-καγιάκ του το 1932 και κωπηλάτησε προς το απίθανο. Θα ακολουθούσε οδύσσεια 7,5 χρονών και 30.000 μιλίων, σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, σε μανιασμένα ποτάμια, με κινδύνους και περιπέτειες.
Και ενώ ο Σπεκ πάλευε με καρχαρίες, ιθαγενείς με εχθρική συμπεριφορά και σοβαρές ασθένειες, ο Χίτλερ άρπαζε την εξουσία στη χώρα του και αιματοκυλούσε τον Κόσμο. Και ο Σπεκ; Μόλις έφτασε στην Αυστραλία συνελήφθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων!
Γιατί, όμως, ο Σπεκ είχε βγει στον πηγαιμό για Αυστραλία ακολουθώντας ποταμούς και θάλασσες με ένα φθηνό καγιάκ; Γεννημένος το 1907 σε ένα χωριό κοντά στο Αμβούργο, η ζωή του Σπεκ μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν δύσκολη· είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το σχολείο στα 14 του και άρχισε να εργάζεται για ένα κομμάτι ψωμί, σε μια εποχή που η Γερμανία αντιμετώπιζε τις σκληρές κυρώσεις που τις είχε επιβάλει η Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Στα κύματα του Δούναβη...
Μαζί με εκατομμύρια άλλους Γερμανούς, ο Σπεκ, σύντομα έμεινε άνεργος· δελεασμένος από την υπόσχεση εργασίας σε ορυχεία χαλκού της Κύπρου, σκέφτηκε μια λύση που συνδύαζε τα ενδιαφέροντά του για τη γεωλογία και το καγιάκ. Παρόλο που δεν ήξερε κολύμπι, ο Σπεκ, φόρτωσε το καγιάκ του σε ένα καμιόνι, έφτασε στην πόλη Ουλμ της νότιας Γερμανίας και άρχισε να κωπηλατεί στον Δούναβη προς τα (τότε) γιουγκοσλαβικά σύνορα.
Το καγιάκ του Σπεκ δεν είχε καμία σχέση με τα σύγχρονα σκάφη τα κατασκευασμένα από υαλοβάμβακα· φτιαγμένο από πλαστικοποιημένο καουτσούκ και καμβά και με ελαφρύ ξύλινο πλαίσιό που του επέτρεπε την αποσυναρμολόγησή για ταξίδια με το τρένο ή λεωφορείο· το ονόμασε Sonnenschein, που στα γερμανικά σημαίνει ηλιοφάνεια. Ο Σπεκ- μέσω Δούναβη- διέσχισε την Αυστρία και την Ουγγαρία, περνώντας από πόλεις όπως η Βιέννη και η Βουδαπέστη πριν φτάσει στα Βαλκάνια.
«Ο Δούναβης άρχισε να γίνεται βαρετός και είχα ακούσει ότι ουδείς είχε πλεύσει ποτέ πριν στον Αξιό στη Μακεδονία. Έτσι, αποφάσισα να κάνω κωπηλασία μέχρι τα Σκόπια και να γίνω ο πρώτος», είπε ο Σπεκ πολλά χρόνια μετά.
Τελικά έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εκεί έμαθε ότι τα «faltboots», δηλαδή τα πτυσσόμενα σκάφη σαν αυτό που χρησιμοποιούσε, «δεν ήταν φτιαγμένα για τη θάλασσα». «Αν πάρεις λάθος κύμα, το σκάφος θα γυρίσει πλάγια. Θα μπατάρεις και θα βυθιστείς. Η πρώτη σου ανατροπή στον ανοιχτό ωκεανό θα είναι και η τελευταία», δήλωσε ο Σπεκ στην εφημερίδα Australasian Post το 1956. Η ανάγκη τον έκανε να μάθει νέες δεξιότητες που θα τον βοηθούσαν να πλέει και να κωπηλατεί με το καγιάκ του και στα νερά του ωκεανού. Υποχρεώθηκε να πλέει κοντά στην ακτή για να μπορεί να κοιμάται κάθε βράδυ στην ξηρά.
Μέχρι την ημέρα που ο Σπεκ έφτασε στην Κύπρο, ο αυτοσκοπός του, το να εργαστεί στα ορυχεία χαλκού είχε πνιγεί στη θάλασσα…
«Τελικά ήθελα πολύ περισσότερα να κάνω ένα ταξίδι με καγιάκ που θα έμενε στην Ιστορία. Τότε ήταν που είπα για πρώτη φορά στον εαυτό μου: γιατί όχι και στην Αυστραλία;» είπε κάποτε στην εφημερίδα «Australasian Post».
«Κλειστή» η διώρυγα του Σουέζ
Ο Σπεκ, κωπηλατώντας για δύο ημέρες στην ανοιχτή θάλασσα, δίχως ύπνο έφτασε επιτέλους στη Συρία· υπέβαλε αίτηση για άδεια να ταξιδέψει μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε! Έτσι, αναδίπλωσε το καγιάκ του και πήρε λεωφορείο για τον ποταμό Ευφράτη. Κωπηλάτησε από τη συριακή πόλη Ράκα στη Βαγδάτη και το νότιο λιμάνι της Βασόρας. Σύμφωνα με το Vanity Fair, η διαδρομή του ποταμού ήταν «τόσο άγονη που η εύρεση τροφής και νερού έγινε σοβαρό πρόβλημα». Επί 14 ημέρες, δεν είδε ούτε έναν άνθρωπο και χόρταινε την πείνα του τρώγοντας χουρμάδες που έπεφταν από τα δέντρα πλάι στο ποτάμι.
Κάποια στιγμή, θυελλώδεις άνεμοι υποχρέωσαν τον Σπεκ να μείνει σε μια ξέρα επί μια εβδομάδα· η μόνη του συντροφιά ήταν ένα πτώμα σε αποσύνθεση που είχε ξεβραστεί. Τότε ήταν που του έκλεψαν το σκάφος! «Καθόμουν, φορώντας μόνο το σορτ μου, χωρίς διαβατήριο, χωρίς χρήματα, χωρίς αποσκευές, χωρίς σκάφος· τίποτα». Οι κλέφτες βρέθηκαν και η ίδια η αστυνομία, οδήγησε πίσω στο σκάφος του τον Σπεκ, αφού δωροδοκήθηκαν με αρκετά χρήματα.
Τις πρώτες μέρες του, σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος της μικρής του περιουσίας σε φαγοπότια σε πόλεις δίπλα στον Δούναβη. Μόλις 180 μίλια από τη Γερμανία είχε ξεμείνει από χρήματα· αναγκάστηκε να πουλήσει τα κιάλια του και να περιμένει ταπεινά δέκα μέρες για μια ελεημοσύνη μέσω ταχυδρομείου από την αδερφή του Γκρέτε. Ο Σπεκ ζούσε κυρίως από την ευφυία του, συγκεντρώνοντας χρήματα, δίνοντας ομιλίες και γράφοντας άρθρα σε τοπικές εφημερίδες.
Το μικρό κατοικίδιο του Γκέμπελς...
Όταν έφτασε στον Περσικό Κόλπο, πλέοντας κατά μήκος των ακτών του Ιράν, σοβαρό κρούσμα ελονοσίας τον ανάγκασε να διακόψει το ταξίδι του. Μόλις, ο Σπεκ, ένιωσε καλύτερα, ξεκίνησε για το (σημερινό) Πακιστάν, κάνοντας τον γύρο του νοτιότερου ακρωτηρίου της Ινδίας προτού παρακάμψει την Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) και διασχίσει τον Κόλπο της Βεγγάλης. Η ζωή στο νερό είχε γίνει μια «επώδυνη μονοτονία». Το κορμί του Σπεκ λαχταρούσε βαθύ ύπνο. Όταν σταματούσε για να περάσει κάπου τη νύχτα του, χρειαζόταν πολύς χρόνος μέχρι να μπορέσει να ξεκλειδώσει τα δάχτυλα των χεριών του που ήταν σφιχτά δεμένα πάνω στο κουπί.
Τι έτρωγε; Πολλοί ντόπιοι τον καλωσόρισαν με χαρά κι’ έσφαζαν κοτόπουλα για να τον ευχαριστήσουν. Στο καγιάκ, μετέφερε καρύδες, κονσέρβες με σαρδέλες και κρέας, καθώς και ζαχαρούχο γάλα, το οποίο έπινε γουλιά γουλιά καθώς κωπηλατούσε.
Όταν η Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ) φάνηκε στον ορίζοντα, τον Απρίλιο του 1936, ο Σπεκ είχε ήδη περάσει τέσσερα χρόνια κωπηλατώντας· η οικογένειά του είχε κουραστεί να του στέλνει χρήματα. Ήθελαν να επιστρέψει για να εργαστεί στη νέα Γερμανία, η οποία τώρα βιομηχανοποιούνταν και επανεξοπλιζόταν υπό ναζιστικό καθεστώς. «Θα με είχαν αποθεώσει, θα είχαν γραφτεί βιβλία για μένα, θα ήμουν το μικρό κατοικίδιο του Γκέμπελς· δεν γύρισα πίσω».
Το ταξίδι συνεχίζεται
Αφού κωπηλάτησε διασχίζοντας τη Βιρμανία, την Ταϊλάνδη και στη συνέχεια τη χερσόνησο της Μαλαισίας μέχρι τη Σιγκαπούρη, ο Σπεκ ταξίδεψε στην Ινδονησία, νησί με νησί. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, οι ντόπιοι χωρικοί, συνήθως, του επεφύλασσαν θερμή φιλοξενία, αλλά στο νησί Κέλορ, δέχτηκε επίθεση από άνδρες με μαχαίρια και ματσέτες· προσπάθησε να αμυνθεί με ένα αδειανό πιστόλι, αλλά δεν κατάφερε τίποτα και τελικά τον έπιασαν, τον έδεσαν μέσα στο τομάρι αγελάδας, ενώ το σκάφος και τα υπάρχοντά του λεηλατήθηκαν. Παρά το γεγονός ότι τον ξυλοκόπησαν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του, ο Σπεκ κατάφερε να δραπετεύσει, να βρει το σκάφος του και κωπηλατώντας μέχρι τη Σουραμπάγια στην ανατολική Ιάβα να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα. Όταν ο Σπεκ συνήλθε ώστε να συνεχίσει το ταξίδι του, οι αρχές των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών δεν του επέτρεψαν να ταξιδέψει στις νότιες ακτές της Νέας Γουινέας, αναγκάζοντάς τον να διανύσει αρκετά μεγάλη απόσταση. Τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Σπεκ τελικά διέσχισε το ανατολικό άκρο της Νέας Γουινέας, έχοντας να αντιμετωπίσει τεράστια κύματα, καρχαρίες και κροκόδειλους.
Ο Μπιλ Ο'Ντόνελ, ο οποίος ήταν 10 ετών τότε, κοίταζε έξω από το παράθυρο του σχολείου του στο νησί Σάμαρ όταν είδε τον Σπεκ να φτάνει με το καγιάκ του: «Έμεινε μαζί μας εκείνο το απόγευμα· έφαγε πλάι μου. Το βράδυ, ο μπαμπάς συντόνισε το ραδιόφωνο σε σταθμό της Γερμανίας στα βραχέα κύματα και ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τον Χίτλερ να βγάζει λόγο. Ο Όσκαρ Σπεκ προφανώς δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα· τον αποχαιρετήσαμε περίπου στις επτά το επόμενο πρωί».
Η φήμη του Σπεκ μεγάλωνε από πόλη σε πόλη. Τοπικές εφημερίδες περιέγραφαν τις περιπέτειές του στολίζοντας της υπερβολές για με αποδράσεις από «ανθρωποφάγους καρχαρίες» και «πέρσες πειρατές». Ο Σπεκ άρχισε να μετριέται σαν διασημότητα, αλλά...
Ονειρευόταν υποδοχή ήρωα, αλλά...
Ο Σπεκ ονειρευόταν μια υποδοχή ήρωα στην Αυστραλία με σημαίες, με γιρλάντες, με σχοινοτενείς ομιλίες πολιτικών, με δόξα, αλλά… Όταν ο Σπεκ έφτασε στο νησί Ντάρου ενημερώθηκε ότι είχε ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ότι, ως Γερμανός, ήταν πλέον εχθρός της Αυστραλίας· διατάχθηκε να προχωρήσει προς το νησί Thursday, που βρίσκεται βόρεια της χερσονήσου Cape York στο βόρειο Κουίνσλαντ. Οι Αρχές έκριναν δίκαιο να επιτρέψουν στον Σπεκ να συνεχίσει στο Στενό Τόρες, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει το ταξίδι του στα αυστραλιανά ύδατα. Έτσι, από το Ντάρου, μπόρεσε να φτάσει στο νησί Σαϊμπάι. Μόλις έφτασε εκεί, τον περίμεναν τρεις αυστραλοί αστυνομικοί, οι οποίοι τον συνεχάρησαν για το ταξίδι του, αλλά τον συνέλαβαν. «Ήταν φιλικοί και πολύ ευγενικοί, αλλά εγώ κηρύχθηκα αιχμάλωτος πολέμου», είπε ο Σπεκ, που οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Βικτώρια. Ο Σπεκ, ένα βράδυ κατάφερε να δραπετεύσει κρυμμένος σε ένα σεντούκι με εργαλεία που το μετέφεραν έξω από το στρατόπεδο, αλλά συνελήφθη στη Μελβούρνη. Η ποινή του ήταν 28 ημέρες σε απομόνωση και μεταφορά στο αυστηρό στρατόπεδο Λάβντεϊ στη νότια Αυστραλία.
Ο Σπεκ πέρασε τρία χρόνια στο Λάβντεϊ και αφέθηκε ελεύθερος τον Ιανουάριο του 1946, οκτώ μήνες μετά την ήττα της Γερμανίας και λίγο πριν κλείσει τα 39 του χρόνια· δεν ξαναείδε ποτέ τη μητέρα ή τον πατέρα του· επέστρεψε στη Γερμανία μία φορά, το 1970.
Στο Λάβντεϊ, είχε μάθει πώς να κόβει το ορυκτό οπάλιο και αμέσως μετά την αποφυλάκισή άρχισε να εξορύσσει οπάλιο στο Λάιτνινγκ· παρέμεινε στην Αυστραλία και έγινε επιτυχημένος έμπορος οπαλίου.
Συμφιλιώθηκε με την... ανωνυμία
Κατά καιρούς, ο Σπεκ, προσπάθησε να αφηγηθεί την ιστορία του, με περιορισμένη, στην καλύτερη περίπτωση, επιτυχία. Η απογοήτευση που ένιωθε ως ο άγνωστος τυχοδιώκτης της δεκαετίας του '30 ήταν τεράστια. Στο τέλος αποδέχτηκε την κατάσταση και παραδόθηκε στη μοίρα του.
Ο Σπεκ δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε απέκτησε παιδιά. Στην τελευταία του επιστολή προς την αδερφή του, Γκρέτα, πολλά χρόνια αργότερα από την άφιξή του στην Αυστραλία, έγραφε: «Είμαι ικανοποιημένος αν και δεν με έχουν αναγνωρίσει επαρκώς. Πέτυχα ένα από τα πιο δύσκολα παγκόσμια ρεκόρ μέχρι σήμερα, αλλά θα παραμείνει εντελώς άγνωστο ακόμα και μετά εκατό χρόνια... αλλά είμαι ικανοποιημένος. Ο πόλεμος άλλαξε τη ζωή δραματικά σε εκατομμύρια ανθρώπους. Γιατί να μην είμαι ικανοποιημένος;»
Τον Μάρτιο του 1993, Ο Όσκαρ Βάλτερ Σπεκ πέθανε, έπειτα από μακρά ασθένεια σε ηλικία 88 χρονών, χωρίς ποτέ να καταφέρει να αφηγηθεί ολόκληρη την ιστορία του· ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Πόιντ Κλερ στη Νέα Νότια Ουαλία.
Από ημερολόγια, έγγραφα, επιστολές, διαβατήρια και κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων, διηγήσεις παλιών φίλων και συγγενών και από συνεντεύξεις του Σπεκ συνάχτηκαν τα κομμάτια του ψηφιδωτού της ιστορίας του που θα έκανε τον Όμηρο να σχίσει την Οδύσσειά του…
Τσίπρας: Σχέδιο «αυτοοργάνωσης» και βολές στους πρώην υπουργούς του - Τα κρίσιμα ερωτήματα για την επόμενη μέρα
Αυτά είναι τα ακριβά φάρμακα που θα διατίθενται και σε ιδιωτικά φαρμακεία από τον Ιανουάριο
Ώρα αποφάσεων για το έργο «φάντασμα» Πύργος-Καλό Νερό-Τσακώνα - «Αγκάθι» η χρηματοδότηση
Δώρο Χριστουγέννων για όλους; Παλιά ιστορία που πονάει – Πώς καθιερώθηκε
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr




