«Ποιοι είμαστε όταν η ιστορία σιωπά;» - Ο Θανάσης Βασιλείου μιλά στο ethnos.gr για το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ του, «Λο»
Ο σκηνοθέτης αποπειράται να απαντήσει κινηματογραφικά ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ερώτημα🕛 χρόνος ανάγνωσης: 13 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Το «Λο» του Θανάση Βασιλείου είναι το ντοκιμαντέρ της χρονιάς και ένα από τα καλύτερα εγχώρια δείγματα ντοκιμαντέρ δοκιμίου, με ετερόκλιτα υλικά (πλάνα προσωπικού αρχείου με κάμερα, πλάνα αυτό-κινηματογράφησης με ένα I-phone, φωτογραφίες του οικειακού άλμπουμ και Επίκαιρα της Χούντας) και ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ερώτημα «Ποιοι είμαστε όταν η ιστορία σιωπά;» που αποπειράται να το απαντήσει..κινηματογραφικά.
Στo δοκιμιακό ντοκιμαντέρ «Λο», ο Θανάσης Βασιλείου αυτό-κινηματογραφείται όταν επιστρέφει από το Πουατιέ της Γαλλίας, όπου ζει και εργάζεται ως Καθηγητής Κινηματογραφικών σπουδών, στο άδειο διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας στην Αθήνα για να διαχειριστεί μια προβληματική κληρονομιά.

Απευθυνόμενος στη μητέρα του μέσα από αυτό το σινέ-γράμμα, κινηματογραφεί τους χώρους του σπιτιού σε μια προσπάθεια να θυμηθεί. Μια αμφιβολία είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το υλικό κατασκευής της ταινίας αφού τα πλάνα αυτά δεν γυρίζονται με αρχικό σκοπό το γύρισμα μιας ταινίας. Η κατάληξή τους είναι άγνωστη. Καταγράφει την απόφαση να αποδεχθεί την κληρονομία. Κληρονομιά υλική: ένα σπίτι και υπέρογκα χρέη που δεν γνώριζε. Kαι μια κληρονομιά συμβολική: της απουσίας του βιολογικού πατέρα, μια κληρονομιά σιωπής γύρω από τη ρήξη, από το παρελθόν του και από το παρελθόν της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κληρονομούμε υλικά αγαθά αλλά κληρονομούμε και αναμνήσεις, αφηγήσεις, σφάλματα, απουσίες, κενά και σιωπές. Η κληρονομιά μιας αποσιωποιημένης μνήμης, ατομικής και συλλογικής, διατρυπά την επιφάνεια του παρόντος αναζητώντας αναγνώριση, ανά-γνωση. Πάνω από τις φωτογραφίες των γονιών του, του καθενός ξεχωριστά με εκείνον, διερωτάται: «Τραβήξατε ο ένας τον άλλον και δεν είπατε σε έναν περαστικό να μας τραβήξει και τους τρείς». Η κινηματογράφηση του άδειου σπιτιού, των άδειων δωματίων, των κενών θέσεων, των σχισμών στους τοίχους, των ξεχαρβαλωμένων καλωδίων που κρέμονται, η απουσία και η έλλειψη κινηματογραφημένες σαν οντότητες στοιχειώνουν το παρόν ενεργοποιούν διαρκώς τις απόπειρες ανάγνωσης του παρελθόντος. Ίχνη υλικά ή νοητικά επιστρατεύονται από τον σκηνοθέτη σε μια απόπειρα «ερμηνείας» που διαρκώς ολισθαίνει.
Η ανάμνηση που έχει από τον παππού του να αναφέρει «Ο πατέρα σου ήταν στην ΕΣΑ. Το άγριο ξύλο. Η δικτατορία.» και το «Λο» («σώπα», στα ηπειρώτικα) που η γιαγιά του εκνευρισμένη αναφώνησε. Ένα βιβλίο που ανακαλύπτει ο σκηνοθέτης ενώ καταγράφει αυτή τη διαδικασία θύμησης και επηρεάζει την πορεία της ταινίας. Η μητέρα του, μέσα από μια αφιέρωση, απευθύνεται σε εκείνον, σαράντα χρόνια μετά και το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι «Ένας Άντρας» που έχει γράψει για τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ενεργοποιεί τον στοχασμό σε σχέση με την συλλογική Ιστορία. «Γιατί διάλεξες το βιβλίο για τον Παναγούλη;» Γιατί πάντα οι λέξεις σου με στέλνουν πίσω σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια;».
Στην αναζήτηση αυτή που ξεπερνά τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, ο σκηνοθέτης βγαίνει στον δημόσιο χώρο, στέκεται στο άγαλμα του Αλέξανδρου Παναγούλη, στο μνημείο του Σωτήρη Πέτρουλα, στα αγάλματα μπροστά από την Αθηναϊκή Τριλογία που του θυμίζουν οι βόλτες με τη μητέρα του. Οι τόποι της δικής του μνήμης έχουν υπάρξει και τόποι της Ιστορίας, η όμορφη ανάμνηση του παγωτού που τρώει παρέα με τη μητέρα του και στάζει στα μάρμαρα της Πανεπιστημίου διαταράσσεται από τη συνειδητοποίηση ότι σε αυτούς τους χώρους οι δικτάτορες πραγματοποιούσαν «επετείους μίσους». Το αρχειακό υλικό από τη συνάντηση του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου με Αμερικάνους του ΝΑΤΟ το 1968, από την Ορκωμοσία της Βασιλικής Αεροπορίας το 1968, από την Ομιλία του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στο Καλλιμάρμαρο το 1969 διαποτίζεται από το παρόν. Ήχοι της διαδικασίας του γυρίσματος, τα πουλιά που κελαηδούν, ο ήχος του ανοίγματος των λογαριασμών, ήχος βημάτων στις σκάλες, παρεμβαίνουν λαμβάνοντας θέση ηχητικής αόρατης οντότητας του παρόντος στη θέαση των εικόνων του παρελθόντος. Η αντίστιξη μεταξύ ήχου και εικόνας σε αυτή την επιστροφή στους τόπους της Ιστορίας μέσα από το αρχειακό υλικό επικαιροποιεί το τραύμα προσωπικό και συλλογικό μετατρέποντας τη μνήμη σε ενεργή διαδικασία και υπόθεση του παρόντος.
Εικόνες ενός οικογενειακού παρελθόντος, φωτογραφίες, σημειώματα, βιβλία, αντικατοπτρίζουν και αντικατοπτρίζονται στις εικόνες της συλλογικής Ιστορίας σαν η ταινία να είναι μια περιπλάνηση, σε ένα δρόμο που συνεχώς εκτροχιάζεται, σε μια διαδικασία που τα ερωτήματα πυκνώνουν αντί να απαντώνται και όπου η Οδύσσεια αυτή δεν έχει σημείο επιστροφής αλλά εδράζεται σε μια Εικόνα που κατασκευάστηκε ενόσω κινηματογραφούσε. Η παρουσία της μητέρας μέσα από την ετεροχρονισμένη αλληλογραφία, η φωνή του πατέρα στο τηλεφώνημα του τέλους και η καταγραφή της διαδικασίας αυτής και του εαυτού του σκηνοθέτη εν εξελίξει κατασκευάζουν μια νοητική εικόνα των τριών τους. Διερωτάται κάποια στιγμή στην αρχή τις ταινίας πάνω από τις ξεχωριστές φωτογραφίες των γονιών του με τον ίδιο: «Τραβήξατε ο ένας τον άλλον και δεν είπατε σε έναν περαστικό να μας τραβήξει και τους τρείς». Στην υλική υπόσταση που πήρε αυτή η περιπλάνηση στην ατομική και συλλογική μνήμη ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συνυπάρξει τους τρείς τους, κινηματογραφικά.
Αν το αντίθετο του «ξεχνώ», δεν είναι το «θυμάμαι» αλλά η δικαιοσύνη; Έστω η δικαιοσύνη για αυτήν την κοινή φωτογραφία των τριών που δεν βγήκε ποτέ. Η εικόνα μιας μνήμης από το μέλλον.
Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Θανάση Βασιλείου
- Oνομάζεις την ταινία Λο, που στα ηπειρώτικα σημαίνει «σώπα» και την ίδια στιγμή παραβιάζεις αυτή την προσταγή, επιτελείς μια πράξη ομιλίας και έκθεσης. Πες μας για αυτή την παραδοξότητα.
Το «σώπα», από την παιδική ηλικία μέχρι το σήμερα, απλώνεται σαν μια αδιόρατη απαγόρευση. Όχι μόνο στην δική μου προσωπική ιστορία, αλλά και σε χιλιάδες άλλες της γενιάς μου. Είμαστε η γενιά που έρχεται μετά την πτώση της δικτατορίας και κληρονομήσαμε μια σιωπή η οποία είναι ένα μείγμα αμηχανίας και ενοχής. Όταν από γιος μετατρέπομαι σε κληρονόμος, δεν πρέπει να διαχειριστώ μόνο την υλική κληρονομιά αλλά και την συμβολική, που αντιστέκεται σθεναρά λόγω αυτής της επιβεβλημένης σιωπής. Το πρώτο σημείο που αφορά μία ενδιαφέρουσα αποσιώπηση είναι όταν ανακαλύπτω λέξεις της μητέρας μου προς εμένα, καταχωνιασμένες στο βιβλίο που έγραψε η Φαλάτσι για τον Παναγούλη. Κρυμμένες και ξεχασμένες ίσως και από την ίδια, είναι σαν να αναμένουν να τις ανακαλύψω, 45 χρόνια μετά. Τι την ώθησε να διαλέξει αυτόν τον τρόπο για να μου μιλήσει για τον Παναγούλη και τη Φαλάτσι; Τι την έκανε να διστάσει να μου μιλήσει εν ζωή; Γιατί προτίμησε να κρύψει τις λέξεις της; Όταν ανακάλυψα το γράμμα, αποφάσισα να της απαντήσω μέσω του σινεμά. Απευθύνομαι ασταμάτητα σ’εκείνη προσπαθώντας να καλύψω –μάταια- την απροσδιόριστη απόσταση που μας χωρίζει.
Οι λέξεις μετατρέπονται σε γέφυρες που κρέμονται πάνω απ’το κενό της απουσίας της. Η απουσία αυτή αντανακλάται με διάφορους τρόπους μέσα στην ταινία: από το διαμέρισμα στην πόλη της Αθήνας, από την μητέρα στον πατέρα, από την οικογένεια στην κοινωνία και από το προσωπικό στο συλλογικό. Εκτίθεμαι, έτσι, αναπόφευκτα, μέσω του λόγου, του βλέμματος (είμαι ο ίδιος πίσω από την κάμερα) και της παρουσίας μου στα κάδρα. Δεν θα μπορούσα να απαντήσω στη σιωπή με σιωπή. Θα ήταν σαν να αποδεχόμουν παθητικά μια δύσκολη κληρονομιά.

- Η διαχείριση της κληρονομιάς μετά το θάνατο της μητέρας σου έφερε στην επιφάνεια οικονομικά χρέη που δεν γνώριζες αλλά και ένα ηθικό χρέος απέναντι σε ποιον τελικά; Αυτό το σινε-γράμμα στην μητέρα απευθύνεται πράγματι σε εκείνη; Eίναι μέσο απεύθυνσης στον πατέρα;Στον εαυτό σου την ώρα της αυτό-κινηματογράφησής του ή στο κοινό χρέος όλων μας απέναντι στην Ιστορία;
Το χρέος είναι δικό μου. Όταν κληρονομείς αναγκάζεσαι να εκπροσωπήσεις ή να αποποιηθείς τον κληροδότη σου ενώπιον του κράτους. Τα λάθη του, τα μυστικά του, τις αρετές του, τη φροντίδα του. Το φιλμικό αυτό γράμμα είναι απάντηση στις λέξεις της μητέρας, κρυμμένες για πάνω από 40 χρόνια στο βιβλίο της Φαλάτσι. Μέσω αυτής της απάντησης προσπαθώ να λύσω ένα κουβάρι συμβολικών απαγορεύσεων, απώθησης, φόβων και απροσδιόριστης ενοχής. Γνωρίζω ότι τα ερωτήματα, όχι μόνο δεν θα απαντηθούν, αλλά θα πολλαπλασιαστούν. Η ταινία αμφιβάλει, παραπατάει και διερωτάται διαρκώς, προσπαθώντας να ενσαρκώσει μέσω της φόρμας της την αδυναμία σαφών απαντήσεων. Ακόμη κι όταν οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες και αδιαμφισβήτητες, το λαβυρινθώδες σύμπαν αμφιβολίας μέσα στο οποίο χτίζεται η ταινία, μας κάνει να αμφιβάλουμε. Η Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από αυτού του είδους την αδιαφάνεια η οποία μας απαγορεύει την πρόσβαση. Αυτό, στο παρόν, μαρτυρά την επιβίωση του συλλογικού τραύματος, σήμερα. Τώρα.

- Με ποιο τρόπο προσέγγισεw αυτή την φαινομενικά τουλάχιστον δυαδική σχέση που στοιχειώνει όλη την ταινία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, προσωπικού και δημόσιου αρχείου, ηχητικής παρουσίας του πατέρα αλλά πλήρης απουσία καταγραφής του;
Με τον Χρήστο Χρυσόπουλο, συγγραφέα και συνσεναριογράφο της ταινίας, προσπαθήσαμε να τοποθετηθούμε μέσω του λόγου απέναντι στις εικόνες. Σημειώνω ότι πρώτα γύριζα, μετά έγραφα, στη συνέχεια έστελνα στο Χρήστο τα κείμενα κάθε σκηνής και στο τέλος συζητούσαμε πώς η προσωπική ιστορία μέσω του λόγου, μπορεί να ανακρίνει τις εικόνες, από το διαμέρισμα στην πόλη της Αθήνας, από την ανάμνηση στην Ιστορία, από την μητέρα σε όλη την οικογένεια. Οι εικόνες στο παρόν χαρακτηρίζονται από αυστηρές γραμμές που δημιουργούν αυστηρές συνθέσεις που τυλίγουν το άδειο. Ο λόγος ακουμπά πάνω τους αμφιβάλλοντας διαρκώς. Από την άλλη πλευρά, οι εικόνες αρχείου χαρακτηρίζονται από μία ασφυκτική πληρότητα σχετικά με ό,τι αναπαριστούν. Θελήσαμε να τις ανησυχήσουμε, να ενσταλάξουμε μια άλλη ανάγνωση. Αυτές οι επιλογές μας οδήγησαν στο να δημιουργήσουμε ένα κουτί αντηχήσεων μεταξύ ατομικού και συλλογικού το οποίο προσπαθεί να αντισταθεί στην ομοιογένεια ένός σαφούς χωρο-χρόνου. Θεωρούμε ότι η ταινία χρησιμοποιεί εικόνες από διάφορες χρονολογίες, αλλά χωρίς τη χρήση φλασ-μπακ. Η απουσία εικόνας του πατέρα είναι επιλογή που πάρθηκε χωρίς καμία δυσκολία. Το σινεμά καταγράφει το αόρατο και όχι το ορατό, όπως έλεγε κι ο Γκοντάρ.
- Η συνήθης/παραδοσιακή χρήση αρχειακού υλικού σε ένα ντοκιμαντέρ γίνεται γιατί κάτι τεκμηριώνει, κάτι αποκαλύπτει, κάτι επεξηγεί. Στην ταινία σου το αρχείο μόνο πυκνώνει τα ερωτήματα. Τελικά τα προσωπικά ή συλλογικά αρχεία της Ιστορίας δεν μαρτυρούν την αλήθεια; Μια εικόνα δεν είναι χίλιες λέξεις;
Δεν είμαι ιστορικός, αλλά σκηνοθέτης. Και ως τέτοιος θα προσπαθήσω να απαντήσω. Τα κινηματογραφικά αρχεία δεν φέρουν μόνο το ίχνος ενός καταγεγραμμένου γεγονότος, αλλά επίσης –και κυρίως για εμάς- αποτελούν αρχεία τρόπων καταγραφής. Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν να τα χρησιμοποιήσω για να τα αντιπαραβάλω με το παρόν, αλλά να δείξω ότι κατοικούν το παρόν ακόμη ως στοίχειωμα. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να υπαινιχθώ ότι «τότε και τώρα είναι το ίδιο». Θέλησα να χρησιμοποιήσω απλά ρακόρ (κίνησης, χώρου, δράσης, κινηματογράφησης) όχι για να εξηγήσω το παρόν με τη βοήθεια του παρελθόντος, αλλά για να προσδώσω στις εικόνες του παρόντος μια αίσθηση διαστρωμάτωσης, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε έγνοια εξήγησης. Νομίζω ότι σπάνια ένα αρχείο μπορεί να αποδείξει κάτι στον κινηματογράφο. Ένα μπλε δεν είναι το ίδιο μπλε δίπλα σε ένα κίτρινο, πράσινο ή μαύρο, όπως έλεγε ο Μπρεσόν.
- To voiceover πάνω σε κάποια αρχεία (προσωπικά ή δημόσια) θολώνει τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Το «τώρα» της αφήγησης «μπερδεύεται» με το «τότε» τη καταγραφής. Με ποιο τρόπο δούλεψες αυτή την πρακτική;
Όπως είπα και πριν, δεν θελήσαμε να κάνουμε χρήση του φλας-μπακ. Όπως και στο κομμάτι της εικόνας (παρόν με το κινητό τηλέφωνο – παρελθόν με τα πλάνα αρχείου) θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα σύμπαν όπου το κάθε γεγονός δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του τύπου της αφήγησης με τον οποίο θα επιλέξεις να αναμετρηθείς μαζί του. Οι αναμνήσεις είναι σχεδόν πάντα προϊόντα μετάλλαξης, παραμόρφωσης και αμφισβήτησης, πράγμα που σημαίνει ότι η χωροχρονική ενότητα αποσαρθρώνεται, κλυδωνίζεται και καταρρέει. Όλη η ταινία αφορά στο παρόν.
- Έχεις σκοπό να συνεχίσεις αυτή την έρευνα για τα ανείπωτα της οικογενειακής ιστορίας, ψάχνεις ακόμη για απαντήσεις ή αυτά τα ερωτήματα έκλεισαν με τη λήξη της ταινίας;
Όχι, δεν έχω διάθεση να ψάξω άλλο. Κι αυτό, γιατί δεν έχω διάθεση να γυρίσω άλλα πλάνα. Όλα ξεκίνησαν από εκεί. Από τη στιγμή που γύρισα το πρώτο πλάνο. Όταν κατάλαβα ότι γύρισα το τελευταίο, ήξερα ότι η πορεία ολοκληρώθηκε. Η διαδρομή ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε μέσα στο σινεμά. Δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί εκτός αυτής της διαδικασίας.
Το «Λο» του Θανάση Βασιλείου προβάλλεται από την Τετάρτη που έκανε πρεμιέρα στα πλαίσια του CineDoc. Όλες οι προβολές στον Δαναό συνοδεύονται από συνομιλία με τους συντελεστές και ειδικούς καλεσμένους, ιστορικούς και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας.
– Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025- Συζήτηση μετά την προβολή με τους συντελεστές. Συντονίζει ο Κώστας Κωστάκος (Old Boy), Kριτικός Κινηματογράφου
– Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025- Συζήτηση μετά την προβολή με τους συντελεστές και την Τασούλα Βερβενιώτη, Ιστορικό.
– Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025- Συζήτηση μετά την προβολή με τους συντελεστές και τον Χρήστο Δερμεντζόπουλο, Καθηγητή τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.
– Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025 -Συζήτηση μετά την προβολή με τους συντελεστές και τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας (ΕΚΠΑ) και Πρόεδρο του ΔΣ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.
Δραματικές ώρες στη Λακωνία: Γυναίκα ανεβαίνει σε ταράτσα για να δώσει φαγητό στην εγκλωβισμένη μητέρα της
Κακοκαιρία Byron: Τι θα γίνει με τον μισθό όσων δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους
Πανικός στη αεροσκάφος: Φωτιά σε διάδρομο απογείωσης γέμισε με καπνούς Airbus A320 με 180 επιβαίνοντες
Mega deal στα σκαριά στον τομέα της ψυχαγωγίας: Η Netflix κοντά στην αγορά της Warner Bros!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



