Γιάννης Λασπιάς: Ο ψηφιακός λιθοβολισμός πυροδοτείται συχνά από fake news
Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Αλιγάτορες», βρεθήκαμε στις πρόβες και συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Γιάννη Λασπιά🕛 χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά ┋

Το βραβευμένο έργο του Andrew Keatley, «Αλιγάτορες» (Alligators), σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γιάννη Λασπιά, μετά τις sold out παραστάσεις που σημείωσε στο θέατρο Γκλόρια την άνοιξη του 2024, επιστρέφει —πιο επίκαιρο από ποτέ— για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, στη νέα θεατρική σκηνή της Αθήνας Auditorium, στην οδό Σίνα 2- 4 (πλησίον μετρό Πανεπιστημίου). Λίγο πριν την πρεμιέρα, βρεθήκαμε στις πρόβες και συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη.
Το έργο περιστρέφεται γύρω από μια καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση. Τι σας τράβηξε αρχικά στο κείμενο του Andrew Keatley;
Αυτό που με τράβηξε άμεσα στο κείμενο του Andrew Keatley ήταν η πολυπλοκότητα του ηθικού του τοπίου. Με συγκίνησε ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση με ευκολία, δεν κουνάει το δάκτυλο. Δεν μας προσφέρει καν την ανακούφιση της σιγουριάς. Μας αναγκάζει να δούμε όλες τις πλευρές — και κυρίως να αναμετρηθούμε με τη δύναμη (ή την αυθαιρεσία) της δημόσιας κρίσης, με το πώς μια κοινωνία μπορεί να διαλύσει μια οικογένεια, ακόμα και χωρίς αποδείξεις. Το βρήκα εξαιρετικά επίκαιρο, κυρίως γιατί δεν μιλά μόνο για την καταγγελία, αλλά για τον αντίκτυπό της σ' ένα παιδί, σε μια σύζυγο, σ' έναν άντρα που είτε είναι θύτης είτε όχι, αντιμετωπίζεται εξαρχής σαν ένοχος. Θέτει ανοιχτά ερωτήματα: Αρκεί μια καταγγελία για να καταστραφεί μια ζωή; Τι γίνεται όταν η κοινή γνώμη λειτουργεί ως αυτόκλητος δικαστής πριν ακόμη φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν αφορούν μόνο ένα άτομο – αλλά συλλογικά όλους μας ως κοινωνία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παράσταση δεν είναι απλώς ένα ψυχολογικό δράμα. Είναι ένα καθρέφτισμα της κοινωνίας μας. Όσο συνεχίζουμε να ζούμε σε έναν κόσμο που παλεύει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη δικαιοσύνη και στη δημόσια καταδίκη, το έργο αυτό παραμένει καίριο.
Το παιδί είναι στο επίκεντρο του έργου και ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της ιστορίας. Πόσο κομβική είναι η παιδική ματιά στην αφήγησή σας;
Η παιδική ματιά είναι για μένα η καρδιά της αφήγησης. Αν αφαιρούσαμε την Άλις από το έργο, θα χάναμε κάτι θεμελιώδες: τη μνήμη ως πεδίο μάχης. Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τις αναμνήσεις της, δώδεκα χρόνια μετά, κι αυτό καθιστά την παιδική οπτική όχι απλώς σημαντική, αλλά καθοριστική για το πώς διαβάζουμε την αλήθεια και το ψέμα. Το παιδί βρίσκεται στη μέση ενός κόσμου που καταρρέει — ανάμεσα σε γονείς που αλληλοαμφισβητούνται, σε ενήλικες που μιλούν για πράγματα τα οποία δεν καταλαβαίνει, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που φωνάζει, καταδικάζει, εκθέτει. Και αυτή η παιδική αδυναμία κατανόησης, αυτό το «κενό πληροφορίας», δημιουργεί ένα είδος ονειρικής ομίχλης που είναι βαθιά θεατρική — και συγχρόνως τραγικά ανθρώπινη.
Η Άλις προσπαθεί να ανασυνθέσει τη μνήμη της, να ξεχωρίσει τι της ανήκει και τι της έχει επιβληθεί. Είναι ένα τραυματισμένο παιδί που μεγάλωσε χωρίς απαντήσεις. Και νομίζω πως πολλοί από εμάς, κουβαλάμε μέσα μας ένα τέτοιο παιδί — που κάποτε ένιωσε ότι του πήραν την αθωότητα χωρίς να του εξηγήσουν γιατί. Η παιδική ματιά, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια δραματουργική επιλογή. Είναι ένας καθρέφτης για τη συνείδησή μας. Μας θυμίζει ότι κάθε κοινωνική κρίση, κάθε «καταγγελία», κάθε δημόσια καταδίκη έχει συνεπακόλουθα σε εκείνους που δεν έχουν φωνή να αντισταθούν. Και τα παιδιά είναι, σχεδόν πάντα, αυτά τα σιωπηλά θύματα.

Ο Ντάνιελ, ο βασικός ήρωας, κατηγορείται – και ολόκληρη η ζωή του καταρρέει. Τι είδους ψυχολογική δυναμική επιχειρείτε να αναδείξετε μέσα από τη σκηνοθεσία;
Μ' ενδιέφερε ν' αναδείξω τη μετατόπιση: πώς ένας άνθρωπος από το φως περνά στο σκοτάδι, πώς μια οικογένεια που φαινομενικά είναι ισχυρή, αποδομείται. Δεν πρόκειται για δράμα ενός προσώπου, αλλά για δράμα όλων. Ο Ντάνιελ είναι ο ορατός στόχος, αλλά όλοι γύρω του τραυματίζονται – η σύζυγός του, οι φίλοι του, το παιδί του. Η κοινή γνώμη λειτουργεί σαν αγέλη από «αλιγάτορες» που περιμένουν το επόμενο θύμα. Υπάρχει όμως και μια σχεδόν... δικαστική διάσταση. Οι θεατές καλούνται να αποφασίσουν για την αθωότητα ή την ενοχή του Ντάνιελ. Οι θεατές γίνονται οι ένορκοι. Παρακολουθούν τις μαρτυρίες, τις αντιφάσεις, τα γεγονότα – και στο τέλος, χωρίς ποτέ να τους ζητείται ευθέως, καλούνται να αποφασίσουν. Αλλά χωρίς βεβαιότητες. Και αυτό για μένα είναι το δυνατό σημείο του έργου: Αφήνει χώρο στην αμφιβολία αλλά και στο διάλογο γύρω από τα όρια της δημόσιας καταδίκης προτού καν μια υπόθεση φτάσει στις δικαστικές αίθουσες.
Τελικά πόσο εύκολα «κατασκευάζεται» μια πληροφορία;
Μια πληροφορία σήμερα δεν χρειάζεται απαραίτητα να 'ναι αληθινή για να γίνει πιστευτή. Αρκεί να ειπωθεί με σιγουριά, να επαναληφθεί αρκετές φορές και να ενταχθεί σ' ένα αφήγημα που το κοινό θέλει να ακούσει. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό: ένας τίτλος, μια ανάρτηση, μια μονταρισμένη εικόνα μπορούν να αποκτήσουν τρομακτική δύναμη σε λίγες ώρες — χωρίς διασταύρωση, χωρίς ευθύνη, χωρίς συνέπειες για τον πομπό. Και εκεί αρχίζει το επικίνδυνο. Μια κατασκευασμένη πληροφορία μπορεί να διαμορφώσει την κοινή γνώμη πολύ πριν αποδειχθεί ή διαψευστεί. Αυτό ακριβώς αποτυπώνει και το έργο «Αλιγάτορες»: την ευθραυστότητα της αλήθειας μπροστά στην ταχύτητα και τη βουλιμία της κοινωνικής κατακραυγής.

Η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε έντονα την τελευταία δεκαετία, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πιστεύετε ότι μπορεί να καταστρατηγήσει το τεκμήριο της αθωότητας;
Η λεγόμενη κουλτούρα της ακύρωσης είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολυσυζητημένο φαινόμενο. Δεν θα μπορούσα να τη δω μονοδιάστατα. Ξεκίνησε ως μια θετική, χειραφετική ανάγκη για δικαιοσύνη και ισότητα πιέζοντας θεσμούς να επαναδιαβάσουν την Ιστορία, να αναγνωρίσουν λάθη, να λογοδοτήσουν. Και σε αυτό της το κομμάτι, δεν μπορώ να είμαι παρά υπέρ. Το θέατρο και η τέχνη γενικότερα, ακριβώς αυτό κάνει. Ξαναδιαβάζει το παρελθόν για να φωτίσει το παρόν και το μέλλον.. Ωστόσο, το πρόβλημα ξεκινά όταν η ανάγκη για λογοδοσία μετατρέπεται σε παρορμητική καταδίκη, χωρίς αποδείξεις ή χωρίς σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας. Ο «ψηφιακός» λιθοβολισμός γίνεται όλο και πιο εύκολος και πυροδοτείται συχνά από fake news. Είναι γεγονός ότι η ανθρωποφαγία, ειδικά στο διαδίκτυο, έχει γίνει καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση η τέχνη – και το θέατρο – δεν έρχεται για να δώσει εύκολες απαντήσεις αλλά για να θέσει ερωτήματα. Και ένα από τα πιο ουσιαστικά ερωτήματα σήμερα είναι: Πώς μπορούμε να προστατεύσουμε τα θύματα και να αποδώσουμε δικαιοσύνη, χωρίς να γινόμαστε εμείς οι ίδιοι αυτόκλητοι δικαστές και εκτελεστές; Αυτή την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ αλήθειας και υπερβολής, δικαίου και οργής, ακριβώς προσπαθούν να φωτίσουν οι «Αλιγάτορες».
Τι σας έχει μείνει πιο έντονα από τις αντιδράσεις του κοινού στην πρώτη παρουσίαση της παράστασης;
Η σιωπή. Δεν είναι εύκολο, σ' ένα θέατρο γεμάτο, να νιώσεις ότι ο κόσμος αφουγκράζεται αυτό που βλέπει. Και φυσικά ο προβληματισμός αλλά και οι συζητήσεις μετά την παράσταση.
Δραματικές ώρες στη Λακωνία: Γυναίκα ανεβαίνει σε ταράτσα για να δώσει φαγητό στην εγκλωβισμένη μητέρα της
Κακοκαιρία Byron: Τι θα γίνει με τον μισθό όσων δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους
Πανικός στη αεροσκάφος: Φωτιά σε διάδρομο απογείωσης γέμισε με καπνούς Airbus A320 με 180 επιβαίνοντες
Mega deal στα σκαριά στον τομέα της ψυχαγωγίας: Η Netflix κοντά στην αγορά της Warner Bros!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



