Μαριλού Κατσαφάδου στο ethnos.gr: «Ο κόσμος έχει ανάγκη να γελάσει ξανά»
Με γλυκύτητα και ειλικρίνεια, η Μαριλού Κατσαφάδου μιλά στο ethnos.gr για τις «Σέρρες», την «Οικογένεια Τσεκμέ», το «Blue Train», τη σημασία της επικοινωνίας στις σχέσεις, τη δημόσια έκθεση, την απώλεια, αλλά και τη βαθιά της πίστη στην αγάπη και το γέλιο🕛 χρόνος ανάγνωσης: 18 λεπτά ┋

Η Μαριλού Κατσαφάδου ανήκει σ' εκείνη τη σπάνια κατηγορία καλλιτεχνών που δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια για να σε κερδίσουν. Αρκεί ένα βλέμμα της, ένα χαμόγελό της. Μια ηθοποιός με ευγένεια, βάθος και ψυχική διαύγεια, που κουβαλά στη σκηνή και στην κάμερα κάτι από το φως που έχει μέσα της. Αυτή την περίοδο, η ταλαντούχα ηθοποιός βρίσκεται σ' έναν δημιουργικό μαραθώνιο. Πρωταγωνιστεί για δεύτερη χρονιά στις «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη στον ΑΝΤ1, επιστρέφει στο θέατρο με την ανατρεπτική κωμωδία «Οικογένεια Τσεκμέ» του Τόλη Παπαδημητρίου, ενώ συμμετέχει και στο πολυσυζητημένο έργο «Blue Train» στο Άλμα.
Παρ’ όλο τον έντονο ρυθμό, μιλά στο ethnos.gr με τρυφερότητα για την απώλεια της μητέρας της και τη δύναμη που αντλεί από τον πατέρα και τον γιο της. Σχολιάζει ζητήματα ομοφοβίας και αποδοχής, ενώ τονίζει πόσο απαραίτητη είναι η επικοινωνία στις σχέσεις και στις οικογένειες, κάτι που, όπως λέει, σήμερα τείνει να χαθεί.
Σε τι φάση σας πετυχαίνω;
Είμαι στο σπίτι και ξεκουράζομαι. Ίσως είναι και το μοναδικό μου ρεπό για φέτος. Έχω ήδη ξεκινήσει με το «Blue Train», ενώ ετοιμάζεται και η πρεμιέρα της παράστασης «Οικογένεια Τσεκμέ». Σήμερα μας έδωσαν day off, οπότε απολαμβάνω το —μάλλον μοναδικό— ρεπό μου.
Πείτε μου λίγα λόγια για την «Οικογένεια Τσεκμέ»...
Είμαι πολύ χαρούμενη που μπαίνω σε αυτόν τον κόσμο, τον τρελό και τόσο ιδιαίτερο κόσμο του Τόλη Παπαδημητρίου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό έργο και έχουμε έναν θίασο πραγματικά αγαπημένο. Όλοι είναι ένας και ένας. Έχω πολλή χαρά που ξεκινάμε, γιατί περνάμε υπέροχα στις πρόβες. Το έργο είναι μια κωμωδία καταστάσεων και μάλιστα τρελών καταστάσεων! Η ιστορία εκτυλίσσεται σ' ένα λαϊκό, ελληνικό σπίτι, που ανήκει στον αδερφό μου. Εγώ υποδύομαι τη Ρόζα Τσεκμέ, ο Τόλης Παπαδημητρίου τον Θανάση Τσεκμέ και ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς τον Στέλιο Τσεκμέ.
Η δράση ξεκινά στο σπίτι του Στέλιου (του χαρακτήρα που παίζει ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς) και της γυναίκας του, την οποία υποδύεται η Άννη Θεοχάρη. Το ζευγάρι ετοιμάζεται να φύγει για ένα yoga road trip στην Πάρο και αναθέτει ουσιαστικά στον αδερφό του, τον Θανάση, να προσέχει το σπίτι μέχρι να έρθει ένας Ισπανός τουρίστας, ο οποίος έχει νοικιάσει το σπίτι μέσω Airbnb — τον υποδύεται ο Αντώνης Στάμος. Εγώ, από την άλλη, ετοιμάζομαι για ένα ταξίδι στη Μόσχα, καθώς υποδύομαι μια γυναίκα αρκετά θρησκευόμενη, που μετά από κάποιες δύσκολες εμπειρίες στη ζωή της αποφασίζει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο εκεί. Φυσικά, τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα έχουν σχεδιάσει οι ήρωες. Κανείς τελικά δεν φεύγει, όλοι μένουν μέσα στο σπίτι για διάφορους λόγους και το ξημέρωμα τους βρίσκει σε μια κατάσταση… εκτός ελέγχου!
Μεγαλώσαμε με το πρότυπο της «δεμένης οικογένειας». Πόσο από αυτό το μοντέλο θεωρείτε πως υπάρχει ακόμα στην πράξη;
Εγώ μεγάλωσα μέσα σ' ένα πολύ όμορφο οικογενειακό περιβάλλον. Δόξα τω Θεώ, ήμουν πολύ τυχερή. Δεν έχω αδέρφια, οπότε ήμασταν εγώ και οι γονείς μου. Mια μικρή, δεμένη οικογένεια. Στις μέρες μας, όμως, βλέπω ότι ο κόσμος —από φόβο, καχυποψία, δεν ξέρω ακριβώς από τι— μπαίνει σε μια διαδικασία μη επικοινωνίας. Κι όμως, η επικοινωνία είναι το πιο σημαντικό κομμάτι. Nα μοιραστείς ένα θέμα, ένα πρόβλημα, κάτι που σε απασχολεί. Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Ίσως γι’ αυτό οι σχέσεις, αλλά και η δημιουργία μιας οικογένειας, δεν έχουν πια την κατάληξη που θα θέλαμε. Tη σταθερότητα και την ομορφιά που υπήρχε παλιά. Βλέπεις πολλές διαλυμένες οικογένειες, πολλά χωρισμένα ζευγάρια, αλλά και πάρα πολλούς ανθρώπους μόνος τους. Υπάρχει πια πολλή μοναξιά γύρω μας.
Μοναξιά ή μοναχικότητα;
Η μοναχικότητα είναι επιλογή, η μοναξιά, όχι. Η μοναχικότητα, θα έλεγα, έρχεται ως επόμενο στάδιο. Όταν κάποιος, μετά από πολλή μοναξιά ή από εμπειρίες που τον έχουν πληγώσει, επιλέγει συνειδητά να μείνει μόνος για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Να μη μπλέκει σε δύσκολες καταστάσεις, σε κακές εμπειρίες. Έτσι επιλέγει τη μοναχικότητα, όμως η μοναξιά παραμένει και είναι έντονη. Το βλέπω πολύ γύρω μου. Υπάρχει ανάγκη του κόσμου να συνυπάρξει με κάποιον, να σχετιστεί πραγματικά. Αλλά η κοινωνία, η ταχύτητα της πληροφορίας, τα social media και η κυριαρχία της εικόνας δεν βοηθούν. Έτσι, πολλοί επιλέγουν να είναι μόνοι στο σπίτι τους, να δουν ένα βιντεάκι, να χαζέψουν λίγο, να κοιμηθούν και να τελειώσουν τη μέρα τους. Επικοινωνούν μέσα από μια οθόνη. Αυτό, όμως, δεν είναι το φυσιολογικό. Η επαφή πρέπει να είναι ανθρώπινη. Έχουμε χάσει πια μία από τις πιο σημαντικές αισθήσεις μας, την αφή.
Πιστεύετε πως οι γυναίκες έχουν σήμερα περισσότερη ελευθερία να ορίζουν τον εαυτό τους μέσα στην οικογένεια;
Εγώ μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον όπου και οι δύο γονείς μου ήταν πολύ ελεύθεροι άνθρωποι, οπότε δεν έχω ζήσει το αντίθετο για να το συγκρίνω. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει τόσο να κάνει με την εποχή. Ίσως μέχρι ένα σημείο. Δηλαδή, αν σκεφτούμε την εποχή που οι γυναίκες ξεκίνησαν να εργάζονται — τότε που οι μητέρες έμεναν στο σπίτι — ναι, εκεί υπήρξε μια αλλαγή. Στη δική μου περίπτωση, επειδή μεγάλωσα σε οικογένεια όπου και οι δύο γονείς δούλευαν, δεν το γνώρισα αυτό το πλαίσιο. Η μητέρα μου έφτασε κάποια στιγμή να πει «θα κάνω λίγο πίσω για να μείνω με το παιδί», γιατί κάποιος έπρεπε να είναι «παρών» αλλά αυτό ήταν μια επιλογή, όχι περιορισμός. Δεν πιστεύω πως η γυναίκα «απέκτησε» ελευθερία γιατί, στην ουσία, από τι να απελευθερωθεί; Από ποιον να ζητήσει άδεια; Δεν έχει να ζητήσει τίποτα. Απλώς, στις μέρες μας, για να μπορέσει να συντηρηθεί μια οικογένεια και ένα σπίτι — με τα ενοίκια, τους λογαριασμούς, τις εφορίες, τα έξοδα πρέπει να δουλεύουν και οι δύο. Δεν φτάνει πια μόνο ο ένας μισθός. Οπότε, δεν θα το έλεγα θέμα ελευθερίας. Είναι θέμα επιβίωσης, βιοπορισμού. Έτσι το βλέπω εγώ.
Πρωταγωνιστείτε στις «Σέρρες» του ΑΝΤ1. Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για τη δεύτερη σεζόν και πώς σας φαίνεται σε σχέση με την πρώτη;
Αυτή η σεζόν αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη γλύκα και την αγάπη που χρειάζεται κάθε άνθρωπος για να υπάρξει. Θα έλεγα ότι είναι μια πολύ συγκινητική ιστορία, με στιγμές αστείες και ανάλαφρες, όπως ακριβώς και η ζωή. Πιστεύω ότι ο Γιώργος Καπουτζίδης, σε αυτή τη σεζόν, έχει καταφέρει να κάνει τη σειρά πιο ανθρώπινη. Μας δείχνει πιο καθαρά τη ρίζα των πραγμάτων, την ουσία της κάθε προσωπικότητας. Οι χαρακτήρες ξετυλίγονται πιο ολοκληρωμένα, πιο σωστά. Καταλαβαίνεις γιατί η Νάνσυ είναι έτσι όπως είναι, γιατί η θεία Σταματίνα είναι έτσι, ο Λευτέρης, ο Οδυσσέας, η Χρύσα... Βλέπεις και λίγο την πορεία του καθενός, έστω και μέσα από τα λίγα επεισόδια που έχει ο κύκλος. Νομίζω πως αυτή η σεζόν είναι πιο καθαρή, πιο ώριμη και πιο συγκινητική. Εμένα, προσωπικά, με συγκινεί πολύ ακόμα κι όταν τη βλέπω σαν θεατής, όχι μόνο σαν ηθοποιός. Τη νιώθω πολύ κοντά μου.
Στη σειρά, ο Οδυσσέας έχασε τη μητέρα του και αυτή η απώλεια ήταν η αφορμή να επιστρέψει στις Σέρρες. Εσείς πώς διαχειριστήκατε την απώλεια της δικής σας μητέρας; Τι σας κράτησε όρθια;
Ενιωθα ότι όφειλα στον εαυτό μου να σταθώ όρθια, γιατί έχω ένα παιδί και αυτό μου έδωσε τεράστια δύναμη. Έπρεπε επίσης να είμαι δίπλα στον πατέρα μου. Αυτά τα δύο, από μόνα τους, σε ωριμάζουν και σ' ενηλικιώνουν, γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς πως ένα κομμάτι σου παύει να είναι «το παιδί της μαμάς». Είπα μέσα μου: «Ώπα, κάτι αλλάζει τώρα». Και φυσικά, με βοήθησε και η δουλειά. Έχασα τη μητέρα μου και, έναν μήνα μετά, έφυγα για να γυρίσουμε την πρώτη σεζόν των «Σερρών». Μπήκα αμέσως στη διαδικασία της εργασίας. Όμως, κυρίως, ήταν ο πατέρας μου και το παιδί μου αυτοί που με κράτησαν. Ένιωθα πως έπρεπε να είμαι εκεί γι’ αυτούς, έστω κι αν ήμουν μακριά, στις Σέρρες. Το μυαλό μου, η αγάπη μου ήταν εκεί. Αυτοί οι δύο άνθρωποι με βοήθησαν περισσότερο απ’ όλους.
Υπάρχουν στιγμές που τη νιώθετε ακόμα κοντά σας;
Πάντα. Δεν φεύγει ποτέ. Τη νιώθω κοντά μου σε πολλές στιγμές.
Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο ή απλώς μας μαθαίνει να ζούμε μαζί του;
Νομίζω ότι μας μαθαίνει να ζούμε μαζί με την απώλεια και σιγά - σιγά απλώς μαθαίνεις να ζεις με αυτό.
Ζούμε σε μια εποχή που η κοινωνία αλλάζει, αλλά η ομοφοβία δεν έχει εξαφανιστεί. Πώς το βιώνετε εσείς αυτό, ως καλλιτέχνιδα και ως άνθρωπος;
Η ομοφοβία, δυστυχώς, δεν έχει εξαφανιστεί. Και δεν είναι κάτι που μπορεί ν' αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Θέλει χρόνο και κόπο για ν' αλλάξει ουσιαστικά η νοοτροπία. Χαίρομαι, όμως, που γίνονται βήματα, που υπάρχουν πάρτι, συγκεντρώσεις, φωνές που ακούγονται, και άνθρωποι που δημιουργούν τέχνη με τέτοια θεματολογία. Είναι πολύ σημαντικό που ο Γιώργος Καπουτζίδης έγραψε μια ιστορία, όπως οι «Σέρρες», όπου ο πρωταγωνιστής είναι γκέι και όχι «ο φίλος» κάποιου άλλου, όπως συχνά βλέπουμε. Ο ίδιος είπε πρόσφατα, σε μια συνέντευξη, ότι πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε τον γκέι χαρακτήρα μόνο ως «τον φίλο της πρωταγωνίστριας». Και συμφωνώ απόλυτα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζονται το φως κάποιου άλλου. Εχουν το δικό τους φως και τη δική τους λάμψη.
Πολλές φορές με ρωτούν πώς νιώθω που παίζω τη φίλη ενός γκέι χαρακτήρα και στις «Σέρρες» και στο «Blue Train». Εγώ, όμως, δεν βάζω ταμπέλες σε αυτά τα πράγματα. Θεωρώ ότι όταν ένας άνθρωπος σε χρειάζεται, οφείλεις να είσαι εκεί. Ό,τι κι αν είναι, όποια κι αν είναι η σεξουαλική του ταυτότητα. Το μόνο που με αφορά είναι να είμαι εκεί, ως φίλη, ως άνθρωπος, και να του προσφέρω ό,τι μπορώ για να τον κάνω να νιώσει ευτυχισμένος. Δεν θα κρίνω. Θα είμαι εκεί.
Και στις «Σέρρες» και στο «Blue Train» υποδύεστε τη φίλη του γκέι πρωταγωνιστή. Έχετε βρει κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο ήρωες;
Υπάρχει διαφορά. Μιλάμε για άλλες ηλικίες. Στο «Blue Train», ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος 45 χρονών, σε άλλη φάση της ζωής του. Οι φίλοι του έχουν κάνει οικογένειες, παιδιά, έχουν προχωρήσει, κι εκείνος έχει επιλέξει τη μοναχικότητα. Υπάρχει μια πολύ συγκινητική σκηνή με τη μητέρα του, όπου του λέει: «Δεν θέλω να σε βλέπω μόνο και λυπημένο», κι εκείνος της απαντά: «Λυπημένος δεν είμαι» για να την καθησυχάσει. Δεν παραδέχεται ούτε καν στον εαυτό του ότι μπορεί να νιώθει μόνος. Έχει επιλέξει να είναι μόνος, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Οι δύο ήρωες —ο Μιχάλης στο «Blue Train» και ο Οδυσσέας στις «Σέρρες»— δεν μοιάζουν. Ίσως, αν το δεις αλλιώς, ο Μιχάλης να μπορούσε να είναι ένα μελλοντικό «ενδεχόμενο» του Οδυσσέα, αλλά δεν είναι γιατί ξέρω τη συνέχεια στη σειρά. Ο Μιχάλης έχει ζήσει τη ζωή του, έχει κάνει τα πάρτι του, έχει περάσει μέσα από την κραιπάλη, έχει επαναστατήσει. Είναι πιο «ζωηρός», πιο εκρηκτικός χαρακτήρας. Και, φυσικά, ζει στην Αθήνα, κάτι που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Ο Οδυσσέας, αντίθετα, έχει μεγαλώσει στην επαρχία. Δεν είχε ποτέ την ίδια ελευθερία να εκφραστεί, να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε. Είναι πιο μαζεμένος, πιο συνεσταλμένος, πιο κλειστός άνθρωπος. Έχουν μεγάλη διαφορά οι δύο αυτοί κόσμοι — της επαρχίας και της πόλης.
Ο Μιχάλης έχει περάσει πολλά, έχει αποδεχτεί τον εαυτό του και δεν τον νοιάζει πια τι θα πουν οι άλλοι. Ο Οδυσσέας, αντίθετα, βρίσκεται ακόμη στη φάση της αποδοχής. Πάντως, υπάρχει ένα κοινό σημείο και στις δύο ιστορίες. Οι γονείς. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε μητέρες που είναι δίπλα στα παιδιά τους, που τα στηρίζουν και τα αποδέχονται — απλώς το εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο. Ο πατέρας, όμως, είναι συνήθως το «δύσκολο κομμάτι». Αυτό βλέπω ως κοινό στοιχείο. Στο «Blue Train», για παράδειγμα, ο Μιχάλης δεν αναφέρει ποτέ τον πατέρα του ως «μπαμπά» — λέει στη μητέρα του «ο σύζυγός σου». Και μόνο αυτό δείχνει την απόσταση, την ανάγκη του να τον δεχτεί. Κι είναι πια 45 χρονών, αλλά η πληγή παραμένει. Ενώ στις «Σέρρες», βλέπουμε αυτή την αποδοχή να συμβαίνει και αυτό κάνει τη σειρά ακόμη πιο δυνατή.
Θα δούμε τρίτη σεζόν «Σέρρες»;
Δεν ξέρω. Θέλουμε να δούμε; Θα ήταν ωραία! Το εύχομαι.
Πώς βλέπετε την κωμωδία στην Ελλάδα σήμερα; Έχει εξελιχθεί;
Φέτος, ειδικά δεν προλαβαίνω καθόλου να δω τηλεόραση, αλλά απ' όσα γνωρίζω και ακούω, έχουν βγει αρκετές κωμωδίες και, απ’ ό,τι μαθαίνω, πάνε πολύ καλά. Και αυτό μου φαίνεται υπέροχο, γιατί ο κόσμος το έχει ανάγκη. Τα τελευταία χρόνια είχαμε δει κυρίως σαπουνόπερες, δράματα, ιστορίες εποχής… Ο κόσμος, νομίζω, χρειάζεται πια να γελάσει, να χαλαρώσει. Είναι επίσης πολύ θετικό που δίνονται ευκαιρίες σε νέους συγγραφείς και σεναριογράφους — της νεότερης γενιάς — να γράψουν κωμωδίες. Ωστόσο, απ' όσα έχω ακούσει —και το είχε πει πρόσφατα και ο Γιώργος Καπουτζίδης— τα κανάλια δεν δείχνουν πάντα την ίδια διάθεση να στηρίξουν την κωμωδία.
Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Γιατί η κωμωδία είναι ένα πολύ πιο δύσκολο είδος. Είναι δύσκολο να κερδίσεις τον θεατή μέσα από το χιούμορ, γιατί το χιούμορ είναι κάτι απόλυτα υποκειμενικό. Δεν αρέσουν τα ίδια πράγματα σε όλους, οπότε είναι πιο δύσκολο να «πιάσεις» μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Στο δράμα, αντίθετα, το πεδίο είναι πιο ασφαλές. Ένα ερωτικό δράμα, μια ανθρώπινη ιστορία, μια απώλεια, αυτά πάντα συγκινούν, πάντα τραβούν το κοινό. Είναι πιο «σίγουρη» συνταγή, αν θέλεις.
Η πολιτική ορθότητα παίζει ρόλο σε αυτή την απόφαση;
Αυτό, ειλικρινά, δεν το γνωρίζω.
Εσάς, τι σας κάνει να γελάτε με την ψυχή σας;
Ο γιος μου. Με κάνει να γελάω κάθε μέρα. Το παιδί μου είναι η χαρά μου, όπως και οι φίλοι μου. Αυτές οι στιγμές είναι η ζωή μας, εκεί γελάω πραγματικά. Τώρα, να σου πω την αλήθεια, δεν βλέπω πολλές κωμωδίες. Έχεις πέσει στην περίπτωση! (γέλια) Όταν είμαι μόνη μου, δύσκολα θα καθίσω να δω κάτι κωμικό. Συνήθως βάζω Netflix και βλέπω καμία αστυνομική σειρά, κάτι πιο δράσης, για να ξεφύγει λίγο το μυαλό μου. Δεν είμαι από αυτούς τους τηλεθεατές που συντονίζονται σε συγκεκριμένη ώρα. Βλέπω ό,τι προλάβω στο τέλος της ημέρας, λίγο πριν κοιμηθώ. Είμαι αυτός ο τύπος του θεατή, του «ό,τι προλάβουμε πριν σβήσουν τα φώτα».

Είστε από τους καλλιτέχνες που βλέπουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση;
Ναι, βέβαια! Φυσικά και βλέπω τον εαυτό μου. Και το κάνω όχι από ματαιοδοξία, αλλά γιατί θέλω να εξελίσσομαι. Παρατηρώ πράγματα, λέω μέσα μου «Α, αυτό θα μπορούσα να το κάνω αλλιώς», «Εδώ ίσως να το πήγαινα διαφορετικά». Ειδικά με τον δεύτερο κύκλο των «Σερρών», είμαι πολύ ικανοποιημένη. Ειλικρινά, νιώθω ότι είναι το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Ίσως είναι και η πιο ολοκληρωμένη τηλεοπτική μου δουλειά μέχρι σήμερα. Είναι η πρώτη φορά που λέω «μπράβο, το χάρηκα, το πιστεύω αυτό που βλέπω». Επίσης, το γεγονός ότι έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τα πρώτα γυρίσματα μέχρι τώρα, έχει παίξει ρόλο. Αυτό το διάστημα δούλεψε μέσα μας, έφερε μια ωριμότητα στους ρόλους. Ο καθένας μας έχει πλέον μια διαφορετική σχέση με τον χαρακτήρα του, πιο συνειδητή, πιο βαθιά. Η γραφή του Γιώργου, βέβαια, είναι πάντα εξαιρετική, αλλά και εμείς έχουμε «κουμπώσει» πια αλλιώς. Το βλέπω αυτό και στους συναδέλφους μου, όχι μόνο σε μένα. Σε όλους μας, όσους είμαστε από τους «παλιούς».
Η δημόσια έκθεση είναι αναπόφευκτο κομμάτι της δουλειάς σας. Πώς τη διαχειρίζεστε; Σας δυσκολεύει ή την έχετε αποδεχτεί ως μέρος της πορείας σας;
Νομίζω πως με τα χρόνια γίνεται πιο εύκολο. Με τον καιρό το διαχειρίζομαι πιο απλά, πιο ήρεμα. Χαίρομαι πολύ όταν ο κόσμος με σταματάει έξω, μου μιλάει, μου λέει «σας ευχαριστούμε που μας κάνετε να περνάμε όμορφα». Αυτά τα λόγια, τα συγχαρητήρια, είναι για μένα η μεγαλύτερη επιβράβευση. Ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού με έμαθε μέσα από το θέατρο. Έπειτα ήρθε η τηλεόραση και νιώθω ότι αυτό έγινε ομαλά, με σωστό ρυθμό. Πιστεύω πως είναι πολύ πιο υγιές να έρχονται τα πράγματα σταδιακά. Γιατί αν ένα παιδί στα 20 - 25 γνωρίσει ξαφνικά τη μεγάλη επιτυχία, δεν είναι εύκολο να τη διαχειριστεί. Είναι βάρος. Θέλει ωριμότητα και ισορροπία για να μην «παρασυρθείς». Όσο μεγαλώνεις, όσο έχεις δουλέψει με τον εαυτό σου, μαθαίνεις να τοποθετείσαι πιο γειωμένα. Είναι λίγο σαν τις σχέσεις, ξέρεις; Όταν γνωρίζεις κάποιον και τον ερωτεύεσαι μέρα με τη μέρα, σταδιακά, αποκτά πιο γερές βάσεις. Έτσι νιώθω κι εγώ με τη δουλειά μου, ότι χτίστηκε βήμα-βήμα, σωστά και με αγάπη.
Εχετε νιώσει δημοσιογράφους να ξεπερνούν τα όρια, ειδικά με το περιστατικό που είχε συμβεί με τον πατέρα σας;
Ναι, το έχω νιώσει μία φορά, σε μια τηλεφωνική συνέντευξη. Ο δημοσιογράφος άρχισε να με ρωτάει λεπτομέρειες για το πώς «έφυγε» η μητέρα μου, και ήταν κάτι πολύ άβολο. Το σταμάτησα εκεί. Σαφώς, η ζωή μας είναι ως ένα βαθμό έκθεση. Όμως, αν δεν υπάρχει ενσυναίσθηση, αν δεν μπουν κάποια όρια στα ανθρώπινα ζητήματα, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Κατάλαβες τι εννοώ; Πρέπει να υπάρχει ένα φρένο, ένα μέτρο. Δεν χρειάζεται να ειπωθούν όλα. Εγώ είμαι της άποψης πως ο κόσμος δεν χρειάζεται να γνωρίζει τα πάντα για την προσωπική μου ζωή. Προτιμώ να μιλάω για τη δουλειά μου, για τα καλλιτεχνικά θέματα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πραγματικά πολύ άσχημα. Με έφερε αντιμέτωπη με μια κατάσταση που ήταν για μένα στενάχωρη και δυσάρεστη.
Για το κλείσιμο, τι θα θέλατε να ευχηθείτε στον εαυτό σας;
Αχ… θα ήθελα να ευχηθώ υγεία και πολύ γέλιο. Είναι το μεγαλύτερο φάρμακο. Να έχουμε την υγεία μας και ανθρώπους γύρω μας που να μας κάνουν να γελάμε, να περνάμε καλά και να ζούμε την κάθε μέρα χαρούμενα. Να ψάχνουμε μέσα στην καθημερινότητά μας αυτά τα μικρά ερεθίσματα που μας δίνουν χαρά. Αυτό εύχομαι, να μη σταματήσουμε ποτέ να τ' αναζητούμε.
Δραματικές ώρες στη Λακωνία: Γυναίκα ανεβαίνει σε ταράτσα για να δώσει φαγητό στην εγκλωβισμένη μητέρα της
Κακοκαιρία Byron: Τι θα γίνει με τον μισθό όσων δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους
Πανικός στη αεροσκάφος: Φωτιά σε διάδρομο απογείωσης γέμισε με καπνούς Airbus A320 με 180 επιβαίνοντες
Mega deal στα σκαριά στον τομέα της ψυχαγωγίας: Η Netflix κοντά στην αγορά της Warner Bros!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



