Οι Αλβανοί στο Έπος του '40: Γιατί έβλεπαν τους Έλληνες ως λυτρωτές και πώς το φασιστικό καθεστώς τούς οδήγησε στον κομμουνισμό
Πώς η Αλβανία έγινε το θέατρο των ελληνοϊταλικών συγκρούσεων και το μεγάλο τίμημα που πλήρωσε🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μετά το «τελεσίγραφο» της Ιταλίας για παράδοση της Ελλάδας, σε κάθε γωνιά της γης οι Έλληνες ξεκινούσαν τον «Αγώνα υπέρ βωμών και εστιών». Οι σκληρές μάχες ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις των ελληνοαλβανικών συνόρων, ενώ την ίδια ώρα οι Ιταλοί βομβάρδιζαν με σφοδρότητα την Πάτρα. Παρά τον αιφνιδιασμό της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Ευρώπη, στην πράξη ο ελληνικός στρατός, με τη συνεργασία των Βρετανών, είχε κάνει πολύμηνη προετοιμασία για να ενισχύσει τις θέσεις του στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όπως αποδείχτηκε, εκτός από τον ενθουσιασμό και το φρόνημα, υπήρξε έγκαιρη προώθηση οπλισμού και προγεφυρώματα που δεν ήταν προϊόντα αυθόρμητων αντιδράσεων.
Στρατιωτικοί αναλυτές έχουν εκτιμήσει πως ο Ιωάννης Μεταξάς είχε σημάνει «σιωπηρό» συναγερμό από τις 8 Απριλίου 1939 (Μεγάλο Σάββατο), όταν οι Ιταλοί έκαναν απόβαση στην Αλβανία και την έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, καταλύοντας το βασιλικό καθεστώς. Όπως αποδείχτηκε, η Ιταλία είχε απώτερο στόχο να επιτεθεί και η Ελλάδα, στο μέτρο των δυνάμεών της, προετοιμαζόταν 18 μήνες πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940.

Ο Ζώγκου εκδιώχθηκε στη Φλώρινα
Όταν η Ιταλία άρχισε τις επιχειρήσεις για να καταλάβει την Αλβανία στις 8-9 Απριλίου 1939, ο βασιλιάς Ζώγκου Α΄ εξέδωσε απειλητικές ανακοινώσεις για την φασιστική Ιταλία. Μετά από τρία 24ωρα ο ίδιος και η οικογένειά του εγκατέλειψαν τη χώρα και, μαζί με την πρωθυπουργική οικογένεια, περνούσαν τα ελληνικά σύνορα, βρίσκοντας καταφύγιο στη Φλώρινα. Στο μεταξύ, ο Μουσολίνι μετέφερε ολόκληρα συντάγματα στρατού από το Ταράντο και αλλού και εγκατέστησε φιλοϊταλική κυβέρνηση υπό τον Σεφκέτ Βερλάτσι, ενώ αργότερα την αντικατέστησε με τον Μουσταφά Μερλίκα Κρούγια, πιστό υποστηρικτή της φασιστικής Ιταλίας.

Γιατί μίσησαν τους Ιταλούς
Οι Ιταλοί διόρισαν δικούς τους διοικητές, κατήργησαν το αλβανικό Σύνταγμα, διέλυσαν το εθνικό κοινοβούλιο και ενσωμάτωσαν την αλβανική οικονομία στη φασιστική Ιταλία. Η γη και οι επιχειρήσεις πέρασαν σε ιταλικά χέρια. Ο στρατός και η αστυνομία ελέγχονταν πλήρως από Ιταλούς αξιωματικούς, ενώ ο Μουσολίνι, σε κάθε ευκαιρία, ταξίδευε στα Τίρανα για να επιθεωρήσει το νέο «προτεκτοράτο» του. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε βαθιά δυσαρέσκεια στον λαό και απέχθεια για τους Ιταλούς. Οι Αλβανοί ένιωθαν ότι η ανεξαρτησία που είχαν αποκτήσει με κόπο και θυσίες το 1912 είχε χαθεί. Ο φασισμός δεν ήρθε ως ιδεολογία, αλλά ως κάτι ξένο και άγριο. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να «εκλατινίσουν» την αλβανική κοινωνία, εισάγοντας ιταλικά σχολεία, επιβάλλοντας τη γλώσσα τους και διορίζοντας Ιταλούς σε καίριες θέσεις. Πολλοί Αλβανοί αξιωματικοί και διανοούμενοι περιθωριοποιήθηκαν ή εξορίστηκαν.
Τι πίστευαν οι Αλβανοί για τον πόλεμο του ΄40
Η ιταλική προπαγάνδα οργίαζε. Μιλούσε για «ένωση δύο αδελφών λαών», αλλά στην πράξη η Αλβανία έγινε αποικία του ιταλικού στρατού, με χιλιάδες στρατιώτες να στρατοπεδεύουν σε Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα και Τίρανα. Όταν ο Μουσολίνι αποφάσισε να επιτεθεί στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Αλβανοί δεν είχαν καμία συμμετοχή στη λήψη αυτής της απόφασης.
Υπήρχαν, βέβαια, εκείνοι που πίστευαν πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στην Ελλάδα, επομένως το θέατρο των συγκρούσεων θα μεταφερθεί εντός των ελληνικών εδαφών. Ελάχιστοι περίμεναν τη νίκη των Ελλήνων, και η όποια ικανοποίηση για τις εξελίξεις μετατράπηκε σε εφιάλτη, καθώς το θέατρο των συγκρούσεων μεταφερόταν εντός της αλβανικής επικράτειας και μέσα στις αυλές των σπιτιών τους.

Γιατί έβλεπαν τους Έλληνες ως λυτρωτές
Τα χωριά και οι πόλεις της Αλβανίας μετατράπηκαν στο βασικό πεδίο μάχης, ενώ, όταν είδαν πως οι Έλληνες νικούν την παντοδύναμη Ιταλία, η πλειοψηφία των Αλβανών, ειδικά των Ορθοδόξων, τάχτηκε ανοικτά με το μέρος των Ελλήνων. Επικές είναι οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στις απελευθερώσεις των αλβανικών πόλεων από τον ελληνικό στρατό. Εκτός του ότι οι Αλβανοί αισθάνονταν πιο κοντά στους Έλληνες, έβλεπαν πως μια πιθανή νίκη των Ελλήνων θα τους έδινε ευκαιρία λύτρωσης και απελευθέρωσης και των δικών τους εδαφών. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν διαφορετική...
«Οι Αλβανοί στρατιώτες είναι απρόθυμοι...»
Το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρήκε την Αλβανία απροετοίμαστη, μέσα σε αναταραχή και φτώχεια. Πολλοί Αλβανοί στρατεύθηκαν αναγκαστικά στις ιταλικές δυνάμεις, αλλά εξίσου πολλοί αρνήθηκαν να πολεμήσουν κατά των Ελλήνων.
Υπάρχουν μαρτυρίες από Ιταλούς αξιωματικούς που, σε επίσημες αναφορές τους, παραπονιούνται πως «οι Αλβανοί στρατιώτες δεν πολεμούν με ενθουσιασμό» («Gli albanesi non combattono con entusiasmo», Rapporto del Generale Visconti Prasca, 1940). Όπως έγραφε Ιταλός αξιωματικός της μεραρχίας «Julia» στο ημερολόγιό του, «οι Αλβανοί στρατιώτες είναι απρόθυμοι, δεν έχουν μίσος για τον εχθρό, γιατί τον θεωρούν αδελφό τους».
Φιλικοί με τους Έλληνες
Στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, όταν ο ελληνικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και μπήκε στο αλβανικό έδαφος, η στάση των Αλβανών ήταν συχνά φιλική. Στις περιοχές του Αργυροκάστρου, της Χειμάρρας και του Δελβίνου, πολλοί κάτοικοι υποδέχτηκαν τους Έλληνες στρατιώτες με ψωμί, ελιές και κρασί, θεωρώντας τους όχι εισβολείς αλλά συμμάχους απέναντι στους Ιταλούς κατακτητές. Ο Έλληνας πολεμικός ανταποκριτής Χρήστος Ζαλοκώστας σημειώνει στα απομνημονεύματά του: «Οι Αλβανοί χωρικοί μάς έδιναν νερό, ψωμί και ό,τι είχαν. Δεν μας έβλεπαν ως εχθρούς· έβλεπαν τους Ιταλούς ως τους δικούς τους αφέντες».
«Οι Έλληνες μας έδωσαν ψωμί, δεν έκαψαν τα σπίτια μας»
Η μαρτυρία του Μπεκίρ Ντρόβια από το Τεπελένι, που καταγράφηκε το 1945 σε έρευνα του Πανεπιστημίου των Τιράνων, είναι χαρακτηριστική: «Οι Έλληνες πέρασαν από το χωριό μας χωρίς να πειράξουν κανέναν. Έδωσαν λίγο ψωμί στα παιδιά και μας ζήτησαν μόνο νερό. Όταν γύρισαν οι Ιταλοί, κάψανε τρία σπίτια επειδή, λέει, τους είχαμε ταΐσει». Αυτού του είδους οι ιστορίες υπάρχουν πολλές στα αρχεία και στις προφορικές παραδόσεις της νότιας Αλβανίας, όπου οι κάτοικοι ένιωθαν πιο κοντά στους Έλληνες λόγω κοινής θρησκείας, συγγενικών δεσμών και εμπορικών σχέσεων που υπήρχαν από παλιά.

«Δεν ήταν ανάμεσα σε Αλβανούς και Έλληνες»
Ακόμα και στο βορρά, όπου οι δεσμοί με την Ελλάδα ήταν πιο χαλαροί, υπήρχε μια ευρύτερη κατανόηση. Ο Αλβανός δάσκαλος Σαλί Μπουμπουλίμας από τη Λέζα έγραψε αργότερα σε επιστολή του: «Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ανάμεσα σε Αλβανούς και Έλληνες, αλλά ανάμεσα στους λαούς και στους κατακτητές τους». Αυτή η φράση περιγράφει απόλυτα τη διάθεση πολλών Αλβανών εκείνης της εποχής.

«Πρέπει να παραδειγματιστούν»
Οι Ιταλοί αντιλήφθηκαν την έλλειψη ενθουσιασμού και προχώρησαν σε μέτρα καταστολής. Στα στρατόπεδα κοντά στην Αυλώνα και στο Μπεράτι έγιναν, με συνοπτικές διαδικασίες, εκτελέσεις Αλβανών στρατιωτών που θεωρήθηκαν λιποτάκτες ή «συνεργάτες των Ελλήνων». Σύμφωνα με ιταλικό στρατιωτικό ανακοινωθέν του Δεκεμβρίου 1940, «ορισμένοι Αλβανοί παραδίδουν πληροφορίες στον εχθρό και πρέπει να παραδειγματιστούν». Η βία αυτή αύξησε το μίσος του τοπικού πληθυσμού προς τους Ιταλούς.
«Δείχνουν συμπάθεια στους Έλληνες»
Σε πολλές περιοχές, ιδίως στη νότια Αλβανία, οι κάτοικοι βοήθησαν τους Έλληνες στρατιώτες, δίνοντάς τους τρόφιμα ή πληροφορίες και προσβάσεις σε δύσκολα μονοπάτια και περάσματα. Ένα έγγραφο των ιταλικών δυνάμεων κατοχής που διασώζεται στα αρχεία της Ρώμης αναφέρει: «Οι χωρικοί της Χειμάρρας και του Δελβίνου δείχνουν συμπάθεια προς τον εχθρό και αρνούνται να συνεργαστούν».
Στα χρώματα της Ελλάδας
Οι μάχες που ακολούθησαν κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της Αλβανίας. Στην Κορυτσά, που αποτέλεσε το πρώτο κέντρο του πολέμου, σημειώθηκαν σφοδροί βομβαρδισμοί από αέρος από ιταλικά, βρετανικά και ελληνικά αεροπλάνα αλλά και μάχες σώμα με σώμα. Μάλιστα, μία μοίρα ιταλικών βομβαρδιστικών, προκειμένου να ξεγελά τον ντόπιο πληθυσμό, είχε βαφτεί με τα ελληνικά χρώματα, προκαλώντας πολλές απώλειες μεταξύ των αμάχων, αλλά και σύγχυση στις πρώτες γραμμές του μετώπου. Αρχικά, οι Αλβανοί πίστεψαν πως οι Έλληνες βομβάρδιζαν αμάχους στα χωριά τους, αλλά η ιταλική προπαγάνδα σύντομα ξεγυμνώθηκε. Η κατάρριψη ιταλικών αεροπλάνων και τα ανακοινωθέντα του Ελληνικού Στρατού ενημέρωναν για τις επιχειρήσεις των Ιταλών και, λίγες ημέρες αργότερα, αποκάλυψαν την αλήθεια.

Επιφυλακτικοί οι μουσουλμάνοι
Στην Κορυτσά, μετά την ελληνική κατάληψη, ορισμένοι μουσουλμάνοι Αλβανοί παρέμειναν επιφυλακτικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αλλά πολλοί χριστιανοί και βλαχόφωνοι κάτοικοι συνεργάστηκαν ειρηνικά με τον ελληνικό στρατό. Σημαντικές συνεργασίες καταγράφηκαν και από ανταποκριτές στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών, όπου μάλιστα σημειώθηκαν πολλές παραδόσεις Ιταλών που αιφνιδιάστηκαν από τις τακτικές Ελλήνων και Αλβανών.
«Μας ευχήθηκε να γυρίσουμε ζωντανοί»
Οι ελληνικές μονάδες είχαν αυστηρές διαταγές να σέβονται τον τοπικό πληθυσμό και, σύμφωνα με αναφορά του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, «οι Αλβανοί δεν εδείκνυον εχθρικήν διάθεσιν». Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών που δείχνουν αλληλοσεβασμό. Ο λοχίας Σπύρος Καραγιώργης γράφει στα ημερολόγιά του: «Στο χωριό Βούλιαρα μας φιλοξένησε ένας Αλβανός με πέντε παιδιά. Έφαγε μαζί μας το λίγο καλαμποκίσιο ψωμί και μας ευχήθηκε να γυρίσουμε ζωντανοί». Αυτές οι στιγμές δείχνουν ότι, μέσα στη φρίκη του πολέμου, υπήρχε μια ανθρώπινη επαφή που ξεπερνούσε τα σύνορα.
Οι Ιταλοί κατέστρεφαν τα πάντα
Σύμφωνα με μαρτυρίες Αλβανών χωρικών που καταγράφηκαν μετά τον πόλεμο, οι Έλληνες στρατιώτες αντιμετωπίζονταν «με σεβασμό, γιατί δεν κατέστρεφαν τα σπίτια και μοιράζονταν το ψωμί τους», σε αντίθεση με τους Ιταλούς που έπαιρναν τρόφιμα με τη βία. Η μαρτυρία του χωρικού Μπεκίρ Ντρόβια από το Τεπελένι, καταγεγραμμένη το 1945 σε συλλογή του Πανεπιστημίου των Τιράνων, λέει: «Όταν ήρθαν οι Έλληνες, δεν μας πείραξαν. Όταν γύρισαν οι Ιταλοί, κάψανε τα σπίτια που τους είχαν φιλοξενήσει».
Η ελληνική κατάληψη της Κορυτσάς στις 22 Νοεμβρίου 1940 προκάλεσε ενθουσιασμό στους ντόπιους Έλληνες και ορθόδοξους Αλβανούς. Προκάλεσε όμως και αντίποινα από τους Ιταλούς, οι οποίοι θεώρησαν πολλούς Αλβανούς συνεργάτες των Ελλήνων και, λίγο πριν αποχωρήσουν από την πόλη, τους εκτέλεσαν και έκαψαν τα σπίτια τους. Το Αργυρόκαστρο, η Κλεισούρα και το Τεπελένι υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Τα χωριά γύρω από τον ποταμό Βοϊούσα ερειπώθηκαν. Οι Ιταλοί κατέστρεφαν τα πάντα κατά την υποχώρησή τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εκτελούσαν εν ψυχρώ Αλβανούς που τους θεωρούσαν συνεργάτες των Ελλήνων.

Στο μεταξύ, οι Έλληνες είχαν δυσκολία ανεφοδιασμού μέσα στον αλβανικό χειμώνα. Η οικονομική ζωή της Αλβανίας διαλύθηκε. Οι καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν, οι δρόμοι και οι γέφυρες καταστράφηκαν, και τα τρόφιμα επιτάσσονταν από τους Ιταλούς για τον στρατό. Οι Αλβανοί χωρικοί ζούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης, και η πείνα εξαπλώθηκε, ιδίως στην περιοχή του Δρίνου και της Αυλώνας. Οι πόλεις γέμισαν πρόσφυγες και αβοήθητους τραυματίες από τα μέτωπα των μαχών.
Πολλοί Αλβανοί διανοούμενοι, όπως ο Μινουσί Φερίτσα και ο Χασάν Ντόστι, κατηγόρησαν δημόσια την Ιταλία ότι «έσυρε την Αλβανία σε έναν ξένο πόλεμο». Σε επιστολή του προς τη γαλλική εφημερίδα Le Temps (Δεκέμβριος 1940), Αλβανός εξόριστος στο Παρίσι έγραφε: «Η γη μας έγινε θέατρο μάχης για έναν πόλεμο που δεν είναι δικός μας, οι χωρικοί μας πεθαίνουν πεινασμένοι ανάμεσα σε δύο στρατούς που δεν τους ανήκουν».
Μόνο όταν ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, οι μάχες στο αλβανικό μέτωπο σταμάτησαν. Η Ιταλία ανακατέλαβε τις περιοχές που είχαν περάσει στους Έλληνες και τις κρατούσαν για περίπου έξι μήνες και εγκαθίδρυσε ξανά πλήρη έλεγχο στην Αλβανία.

Ο σπόρος του κομουνισμού
Η εικόνα του πολέμου είχε αλλάξει μια για πάντα τους Αλβανούς και τη γειτονική χώρα. Ταύτισαν τις φασιστικές δυνάμεις με τη συμφορά και τον όλεθρο και, στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να οργανώνουν αντιστασιακές ομάδες που εκμεταλλεύτηκαν το κενό εξουσίας και άρχισαν να σχηματίζονται μικρές ομάδες αντίστασης από νεολαίους, εργάτες και φοιτητές που είχαν γνωρίσει αριστερές ιδέες στην Ιταλία και στη Γαλλία. Αυτές οι ομάδες ενώθηκαν με τη βοήθεια Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών, και στις 8 Νοεμβρίου 1941 ιδρύθηκε στα Τίρανα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας, με κύρια μορφή τον Ενβέρ Χότζα.
Αντιφασιστικό και πατριωτικό
Ο Χότζα ήταν γιος εμπόρου από το Αργυρόκαστρο, μορφωμένος στη Γαλλία και βαθιά επηρεασμένος από τον μαρξισμό. Κατάλαβε ότι ο κομμουνισμός μπορούσε να παρουσιαστεί όχι μόνο ως κοινωνική επανάσταση, αλλά και ως εθνική απελευθέρωση από τον φασισμό. Έτσι, ο αλβανικός κομμουνισμός απέκτησε διπλό χαρακτήρα, τον αντιφασιστικό και τον πατριωτικό. Οι αντάρτικες οργανώσεις του Χότζα αρχικά να ηρωποιούνται από τους λαϊκούς, καθώς προβάλλονταν ως οι μόνοι που πολεμούσαν πραγματικά τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, ενώ οι φιλοϊταλικές κυβερνήσεις του Τιράνα θεωρούνταν προδότες.
Η φασιστική κατοχή, με τη βία και την εξαθλίωση που προκάλεσε, έδωσε στους κομμουνιστές την ευκαιρία να στρατολογήσουν υποστηρικτές από τα πιο φτωχά στρώματα και, συγκεκριμένα, εργάτες, αγρότες χωρίς γη, νέους που μισούσαν τους Ιταλούς. Το σύνθημα «Γη στους αγρότες – Ελευθερία στους λαούς» βρήκε μεγάλη απήχηση σε μια κοινωνία που είχε καταπιεστεί από ξένους αφέντες για δεκαετίες.
Πάνω από 10.000 νεκρούς
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος άφησε πίσω του στην Αλβανία περισσότερους από 10.000 νεκρούς και τραυματίες, κατεστραμμένα χωριά και πόλεις, μια οικονομία σε ερείπια και μια κοινωνία βαθιά τραυματισμένη. Όμως άφησε και μια παρακαταθήκη αλληλοσεβασμού ανάμεσα σε πολλούς Αλβανούς και Έλληνες. Όμως, ο αλληλοσεβασμός δεν γέμιζε τα πιάτα και η Αλβανία είχε πάρει ήδη τον δρόμο χωρίς γυρισμό...
Η υπόσχεση Χότζα
Μετά την πτώση του Μουσολίνι το 1943 και την παράδοση της Ιταλίας, η Αλβανία πέρασε υπό γερμανική κατοχή. Τότε το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπό τον Χότζα, αναδείχθηκε σε κύρια δύναμη αντίστασης, μέσω του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Ο Χότζα προώθησε την εικόνα του «λαϊκού πολέμου» και υποσχέθηκε πλήρη ανεξαρτησία μετά την απελευθέρωση. Μέχρι το τέλος του 1944, οι κομμουνιστές είχαν αποκτήσει μαζική λαϊκή στήριξη και είχαν εκδιώξει τις υπόλοιπες πολιτικές ομάδες.
Από το φασισμό στον κομουνισμό
Έτσι, η φασιστική κατοχή όχι μόνο κατέστρεψε τη χώρα, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την κομμουνιστική επανάσταση. Ο Ενβέρ Χότζα κατάφερε να μετατρέψει την οργή και την ταπείνωση των Αλβανών σε πολιτική δύναμη, προβάλλοντας το κόμμα του ως εκφραστή της ελευθερίας και της εκδίκησης απέναντι στους ξένους. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, το κομμουνιστικό κίνημα ήταν η μόνη οργανωμένη δύναμη στη χώρα. Έτσι, το 1946, η Αλβανία μετατράπηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία υπό τον Χότζα.

«Ζούσαν με τον φόβο»
Συνολικά, ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος υπήρξε για την Αλβανία μια τραγωδία αλλά και αφετηρία αφύπνισης. Η χώρα χρησιμοποιήθηκε ως πεδίο μάχης χωρίς τη θέλησή της, υπέστη βαριές καταστροφές, αλλά μέσα από αυτή την εμπειρία γεννήθηκε η ιδέα μιας ανεξάρτητης, αυτόνομης κομμουνιστικής Αλβανίας. Ο Ενβέρ Χότζα, με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, εγκαθίδρυσε ένα μονοκομματικό κράτος υπό το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας. Επέβαλε απόλυτο έλεγχο στην πολιτική ζωή. Κατήργησε τα άλλα κόμματα, φυλάκισε ή εκτέλεσε τους αντιπάλους του και εγκαθίδρυσε μια αυστηρή μυστική αστυνομία, τη Σιγκουρίμι, που παρακολουθούσε κάθε πολίτη. Οι άνθρωποι ζούσαν με τον φόβο των καταδόσεων και των νυχτερινών συλλήψεων, ενώ χιλιάδες Αλβανοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Ο Χότζα διέταξε την κατασκευή περισσότερων από 170.000 τσιμεντένιων καταφυγίων (τα περίφημα «μπούνκερ») φοβούμενος εισβολή από οποιονδήποτε, ενώ σε όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν αναίρεσε την εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα.
«τάξη, ασφάλεια και ίση φτώχεια»
Η γη εθνικοποιήθηκε, οι μεγάλες οικογένειες διαλύθηκαν, και η θρησκεία απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά. Το 1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε «πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο». Ο Χότζα ήταν ο «πατέρας του έθνους» και «φύλακας του σοσιαλισμού». Επί τέσσερις δεκαετίες ο λαός έζησε υπό καθεστώς φόβου, προπαγάνδας και απομόνωσης. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι παλαιότεροι Αλβανοί θυμούνται εκείνη την εποχή με ένα είδος νοσταλγίας, γιατί, όπως λένε, τότε υπήρχε «τάξη, ασφάλεια και ίση φτώχεια».
Ο αντίκτυπος της ομιλίας Τσίπρα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η απάντηση Φάμελλου για τα περί ιδιοτέλειας και ο υπερ-γουρλής Μαγειρίας που πήρε δώρο μια Ferrari
Από το Καστέλι μέχρι τον ΒΟΑΚ και το μετρό: Αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατ. ευρώ απειλούν μέχρι και να διπλασιάσουν το κόστος των μεγάλων έργων
Κακοκαιρία Byron: «Βροχή» τα 112 όλη τη νύχτα - Πώς θα κινηθούν οι καταιγίδες τις επόμενες ώρες
Αμετακίνητοι οι αγρότες στα μπλόκα - Ποιες κινήσεις εξετάζει η κυβέρνηση
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr




