«Θα έχω πάντα τις αναμνήσεις της καλοσύνης στην καρδιά μου» - Αφού κατέδωσε τον Unabomber, ο αδερφός του πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξανακερδίσει την αγάπη του
Οι αντιτεχνολογικές κορώνες του τρομοκράτη βομβιστή Τεντ Καζίνσκι βρίσκουν μια νέα γενιά αναγνωστών. Ο αδερφός του, Ντέιβιντ, ήταν αυτός που κάλεσε το F.B.I. σε μια προσπάθεια να σταματήσει το ξέσπασμα βίας🕛 χρόνος ανάγνωσης: 26 λεπτά ┋

Ήταν Μάιος του 1996 και ο Ντέιβιντ Καζίνσκι κοινωνικός λειτουργός που ασχολούνταν με παραβατικούς νέους, κάθισε να γράψει ένα γράμμα στον αδερφό του, Τεντ. Ένα μήνα νωρίτερα, είχε αποκαλυφθεί η σοκαριστική δράση του τελευταίου ως του σκιώδους Unabomber, αυτουργού μίας 17ετούς εκστρατείας βομβιστικών επιθέσεων με θύματα και ακρωτηριασμένους σε όλες τις ΗΠΑ.
Χρόνια νωρίτερα, ο -χαρισματικός αλλά και ψυχικά εξασθενημένος- μαθηματικός Τεντ, είχε αποσυρθεί από τα εγκόσμια, μένοντας σε μία απομακρυσμένη καλύβα στη Μοντάνα, όπου και έγινε η σύλληψή του. Οι Αρχές τον συνέλαβαν με βάση τη μαρτυρία ενός πληροφοριοδότη του F.B.I., βάζοντας έτσι το τέλος σε ένα από τα πιο μακροχρόνια και δαπανηρά ανθρωποκυνηγητά στην αμερικανική ιστορία. Πλέον, ο Τεντ ήταν υπό κράτηση και αντιμετώπιζε μία ζωή πίσω από τα κάγκελα, αν όχι την θανατική πονή. Ο πληροφοριοδότης δεν ήταν άλλος από τον Ντέιβιντ.

Καθισμένος στο σπίτι του στο Σενεκτάντι της Νέας Υόρκης, ο Ντέιβιντ άρχισε να γράφει την επιστολή με μολύβι, γνωρίζοντας ότι θα έγραφε και θα έσβηνε πολλές από τις φράσεις του, προκειμένου να διατυπώσει σωστά τις σκέψεις του. «Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πόσο θυμωμένος θα ήταν μαζί μου ο Τεντ», θυμάται. «Ήθελα να του πω ο ίδιος, ότι αισθάνουμ την ηθική υποχρέωση να σταματήσω τη βία», λέει, εξηγώντας ότι έγραφε στον αδερφό του ελπίζοντας ότι αυτός θα του επέτρεπε να τον επισκεφθεί στη φυλακή, ώστε να προσπαθήσει να του εξηγήσει. Όμως, ο Τεντ Καζίνσκι αρνήθηκε να προσθέσει το όνομα του Ντέιβιντ στη λίστα των ατόμων που μπορούσαν να τoν επισκεφθούν. Ωστόσο, απάντησε στο γράμμα, μόνο για να κάνει σαφή την οργή του. «Θα πας στην κόλαση γιατί, το να δεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι θα είναι η πραγματική κόλαση για σένα», του έγραψε. Ο Ντέιβιντ θυμάται ότι, διαβάζοντας την απάντηση στεναχωρήθηκε, αλλά δεν εξεπλάγη. «Το γράμμα του Τεντ επιβεβαίωσε τους φόβους, αλλά και τις προσδοκίες μου. Ενιωσα σαν να ήταν μοιραίο», θυμάται.
Επιθυμώντας και ελπίζοντας για μία διαφορετική απάντηση, προσπάθησε ξανά να έρθει σε επικοινωνία με τον Τεντ. Ο Ντέιβιντ πέρασε σχεδόν τρεις δεκαετίες γράφοντας γράμματα στον αδελφό του. Σήμερα θυμάται ότι, αυτά τα χρόνια, σημαδεύτηκαν από νοσταλγία, λύπη και έντονη αυτοκριτική. Ο Ντέιβιντ Καζίνσκι, σε μία σειρά συνεντεύξεων στους New York Times, μίλησε για πρώτη φορά λεπτομερώς για τη μακρά αλληλογραφία του - για τις δεκάδες επιστολές και κάρτες που έστειλε, μαζί με βιβλία που πίστευε ότι ο Τεντ θα έβρισκε ενδιαφέροντα. Όπως λέει ο ίδιος, η επικοινωνία με τον φυλακισμένο, βομβιστή αδερφό του, έγινε στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να «ανοίξει την πόρτα» που έκλεισε, όταν ο ίδιος αποφάσισε να προσεγγίσει το FBI. Το ύφος των εκατοντάδων γραμμάτων είναι, από πεζό έως βαθυστόχαστο: αναμνήσεις παιδικών αγώνων σόφτμπολ, νέα για τη συνταξιοδότηση του Ντέιβιντ, ενημερώσεις για την επιδείνωση της υγείας της ηλικιωμένης μητέρας τους. Περιστασιακά, γίνεται σαφής η στεναχώρια και το πένθος για το τέλος του ισχυρού δεσμού που τα δύο αδέρφια μοιράστηκαν σε μία περασμένη εποχή. «Ήλπιζα ότι θα είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον Τεντ και να του εξηγήσω προσωπικά τι είχα κάνει και γιατί», λέει ο 75χρονος για την ελληλογραφία, μέρος της οποίας έχει αρχειοθετηθεί στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Σε αυτήν, μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται κάρτες γενεθλίων και Χριστουγέννων ετών. «Δεν πίστευα απαραίτητα ότι ο Τεντ θα καταλάβαινε, ώστε να με συγχωρήσει. Σκέφτηκα όμως ότι και οι δύο αξίζαμε μια ευκαιρία να κοιταχτούμε στα μάτια και να μοιραστούμε την αλήθεια των αρχών και των συναισθημάτων μας».

«Ήσουν ο καλύτερος μεγάλος αδελφός που θα μπορούσα να έχω»
Γιοί πολωνοαμερικανών πρώτης γενιάς, οι αδελφοί Καζίνσκι, μεγάλωσαν στο Evergreen Park, Ill, ένα προάστιο της εργατικής τάξης του Σικάγο. Οι γονείς τους έδιναν μεγάλη σημασία στην πνευματική περιέργεια, στις ακαδημαϊκές επιδόσεις και στις ηθικές αρχές ως οδηγό ζωής. Συχνά, η οικογένεια έπαιζε μουσική ως κουαρτέτο. Τα δύο αγόρια των Καζίνσκι ανέπτυξαν την αγάπη τους για τη φύση. Όμως ο επτά χρόνια μικρότερος Ντέιβιντ πάντα προβληματιζόταν από το πόσο κοινωνικά αδέξιος ήταν ο αδελφός του καθώς και από το γεγονός ότι δεν είχε άλλους φίλους εκτός από τον ίδιο. Κάποτε, η μητέρα τους παρατήρησε ότι ο Τεντ ήταν έντονα προστατευτικός με τον Ντέιβιντ, καθώς και ότι, ο Ντέιβιντ φαινόταν να είναι ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο πραγματικά νοιαζόταν. Στα μετέπειτα γράμματά του προς τον Τεντ, ο Ντέιβιντ συχνά παρουσιάζεται να αναπολεί εκείνα τα χρόνια. «Ήσουν ο καλύτερος μεγάλος αδελφός που θα μπορούσα να έχω όταν ήμουν μικρός και άρχιζα να σχηματίζω μια αίσθηση του εαυτού μου και του ευρύτερου κόσμου. Θα έχω πάντα τις αναμνήσεις της καλοσύνης σου κοντά στην καρδιά μου», γράφει σε ένα από αυτά.
Οι ζωές των δύο νεαρών ανδρών, ακολούθησαν ξεχωριστές πορείες ακαδημαϊκά και επαγγελματικά. Ο Τεντ, χαρισματικός στα μαθηματικά, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ σε ηλικία 16 ετών. Στη συνέχεια, απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Από εκεί, έγινε βοηθός καθηγητή μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Ωστόσο, τα προβλήματα με την ψυχική του υγεία τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη θέση, μερικά χρόνια αργότερα. Ο Ντέιβιντ, ο οποίος φιλοδοξούσε να γίνει συγγραφέας, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1970 με πτυχίο στις τέχνες. Θαύμαζε τον μεγαλύτερο αδελφό του, καθώς τον εντυπωσίαζε η εξυπνάδα και η αίσθηση ανεξαρτησίας του. Επιθυμούσε να του μοιάσει. Αυτό που μοιράζονται και τα δύο αδέλφια, όμως, ήταν η επιθυμία να αποσυρθούν, αναζητώντας καταφύγιο στη φύση. Το καλοκαίρι του 1969, ο Τεντ προσκάλεσε τον Ντέιβιντ σε ενα ταξίδι στο Γιούκον, στο βορειοδυτικό Καναδά, σε αναζήτηση οικοπέδου όπου θα πραγματοποιούσαν αυτό το όνειρο. Πέρασαν εβδομάδες περιπλανώμενοι στα δάση και συζητώντας το βράδυ πάνω από τη φωτιά. Σε ένα από τα γράμματά του προς τον αδελφό του στη φυλακή, ο Ντέιβιντ θα αναπολούσε αυτό το ταξίδι. «Το νεαρό, πυκνό δάσος και οι στρογγυλεμένες, ομιχλώδεις κορυφές των βουνών που αιωρούνται πάνω από τα δέντρα. Οδηγούσες το δρόμο, ως συνήθως, και αναρωτιόμουν πού θα κατέληγε η περιήγησή μας».
Τελικά, το 1971, τα αδέρφια αγόρασαν ένα αγροτεμάχιο 1,4 στρεμμάτων έξω από το Λίνκολν του Μοντ, όπου ο Τεντ έχτισε το νέο του σπίτι: μια καλύβα χωρίς τρεχούμενο νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Ντέιβιντ ζούσε περίπου 140 χιλιόμετρα μακριά, στο Γκρέιτ Φολς, και εργαζόταν σε ένα χυτήριο ψευδαργύρου. Χάρηκε που είχε τον Τεντ πιο κοντά του. Είχε ήδη έναν μικρό κύκλο νέων φίλων και, κάποιες φορές, ο Τεντ τον επισκεπτόταν και συμμετείχε στις φιλοσοφικές συζητήσεις τους, ή ακόμα και στις αθλητικές τους δραστηριότητες, παίζοντας μαζί τους μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Υπήρχε μια ισορροπία στη σχέση τους: «Ο Τεντ με οδηγούσε στις πεζοπορίες στη φύση κι εγώ συνέβαλλα στη διαπραγμάτευση του κοινωνικού μας κόσμου, όσο χαμηλών τόνων κι αν ήταν», θυμάται και προσθέτει πως, «δεν είμαι σίγουρος ότι συνειδητοποίησα τότε πόσο σημαντικός θα γινόμουν στη ζωή του Τεντ ως ο καλύτερος και μοναδικός του φίλος». Σύντομα, όμως, η παραμονή του Ντέιβιντ στη Μοντάνα θα τελείωνε. Αφού έχασε τη δουλειά του στο χυτήριο, στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, δέχτηκε μία θέση ως καθηγητής αγγλικών σε ένα γυμνάσιο στη μικρή πόλη Λίσμπον της Άιοβα, όπου ο πατέρας τους κάποτε εργαζόταν ως διευθυντής εργαστασίου. Στη Λίσμπον, ο Ντέιβιντ δίδαξε για δύο χρόνια, προτού πάρει άδεια προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά του. Θεωρώντας τον εαυτό του «αντι-καριερίστα», αποφάσισε να εγκατασταθεί στην έρημο του Δυτικού Τέξας, από την οποία είχε μαγευτεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν την επισκέφθηκε για διακοπές. Εμπνευσμένος από τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, επιθυμία του ήταν να «εξερευνήσει την αληθινή ύπαρξη», όπως λέει. Μετακόμισε στην έρημο το 1982. Επί σχεδόν οκτώ χρόνια, έζησε εκεί μία απομονωμένη και -σε μεγάλο βαθμό- πρωτόγονη ζωή. Στην αρχή κοιμόταν σε μία μεγάλη ορθογώνια τάφρο που είχε σκάψει και εν μέρει καλύψει με κομμάτια τσίγκου. Στη συνέχεια, αντικατέστησε την τάφρο με μία μικρή καλύβα που ο ίδιος έχτισε. Κατά κάποιον τρόπο, ζούσε τώρα σε ένα σύμπαν παράλληλο με αυτό του Τεντ. Στις επιστολές που αντάλλασαν εκείνη την περίοδο, τα αδέρφια Καζίνσκι μοιράζονταν τις εμπειρίες τους.
Η προδοσία
Στις 25 Μαΐου 1978, ξεκίνησαν οι βομβιστικές επιθέσεις στο πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν. Ένας αξιωματικός ασφαλείας του ιδρύματος τραυματίστηκε ενώ ερευνούσε ένα πακέτο που είχε αναφερθεί από έναν καθηγητή ως ύποπτο. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στο τεχνολογικό ινστιτούτο του πανεπιστημίου, εμφανίστηκε ένας δεύτερος εκρηκτικός μηχανισμός. Οι βόμβες στο Νορθγουέστερν είχαν ως αποτέλεσμα μόνο μικροτραυματισμούς. Κατά τη διάρκεια της μακράς εκστρατείας βομβιστικών επιθέσεων του Τεντ, τρεις άνθρωποι θα σκοτώνονταν και 23 θα τραυματίζονταν από τους αυτοσχέδιους μηχανισμούς του. Όπως θα έλεγε αργότερα ο ίδιος ο Τεντ, έβαζε τις βόμβες γιατί στόχος του ήταν να επιστήσει την προσοχή στις καταστροφικές δυνάμεις της βιομηχανικής κοινωνίας.
Εκείνη την περίοδο, ο Ντέιβιντ αλλά και η υπόλοιπη οικογένεια Καζίνσκι δεν είχαν ιδέα ότι η ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη για απομόνωση του Τεντ είχε βίαια χαρακτηριστικά. Γύρω στο 1985, ο τελευταίος είχε διακόψει πια κάθε επαφή με τους γονείς τους, κατηγορώντας τους για την εξαντλητική -όπως έλεγε- πίεση που του ασκούσαν να αριστεύσει ακαδημαϊκά, αλλά και για την κοινωνική του «ακαταλληλότητα». Υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις στη διακοπή των επαφών με την οικογένειά του: το 1990, τηλεφώνησε από καρτοτηλέφωνο στη μητέρα του προκειμένου να εκφράσει τα συλληπητήριά του για την αυτοκτονία του πατέρα του, μετά τη διάγνωσή του με καρκίνο σε τελικό στάδιο.
Ένα χρόνο πριν, ο Ντέιβιντ είχε εγκαταλείψει την έρημο για τη Νέα Υόρκη, όπου συζούσε πια με την αναπληρώτρια καθηγήτρια φιλοσοφίας, Λίντα Πάτρικ, με την οποία γνωρίζονταν από το γυμνάσιο. Όταν ενημέρωσε τον Τεντ για τα σχέδια του γάμου του, ο τελευταίος, παρότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη Λίντα εξαγριώθηκε, και τον προειδοποίησε μέσω επιστολής, της οποία ο Ντέιβιντ χαρακτηρίζει «μοχθηρή», ότι ήταν έτοιμος να κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Στη συνέχεια, ο Τεντ διέκοψε σχεδόν κάθε επικοινωνία με τον μικρότερο αδερφό του.
Οι επιθέσεις του Unabomber συνεχίστηκαν με τις Αρχές να έχουν στα χέρια τους ελάχιστα στοιχεία. Το 1995, όμως, ο ασύλληπτος δράστης των βομβιστικών επιθέσεων, έδωσε ένα σημαντικό στοιχείο: μανιφέστο 35.000 λέξεων, που δημοσιεύτηκε στην Washington Post σε συνεργασία με τους New York Times, στο οποίο διαβεβαίωνε ότι ο κόσμος έπρεπε να καταλάβει ότι «η βιομηχανική επανάσταση και οι συνέπειές της υπήρξαν καταστροφή για το ανθρώπινο γένος». Όπως ανέφερε στο μανιφέστο, ο Τεντ πίστευε ότι, οι άνθρωποι, ζούσαν σε μια κοινωνία που τους έκανε δυστυχισμένους για να τους συνταγογραφήσουν, στη συνέχεια, φάρμακα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη δυστυχία τους.
Τότε ήταν που ο Ντέιβιντ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το διαδίκτυο, μετά την παρότρυνση της συζύγου του να επισκεφθούν μαζί τη βιβλιοθήκη του κολεγίου όπου δίδασκε, προκειμένου να διαβάσουν μερικές από τις σελίδες του μανιφέστο. Η Λίντα μίλησε στον σύζυγό της για κάτι που την απασχολούσε: κάποιες από τις φράσεις και τις ιδέες του Unabomber ακούγονταν ανησυχητικά ίδιες με αυτές του Τεντ. Παρότι ο Ντέιβιντ ακόμα δεν το είχε παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του, είχε αρχίσει σιγά - σιγά να σκέφτεται το ίδιο πράγμα. «Χωρίς τη Λίντα, πιθανότατα θα το είχα βάλει σε ένα συρτάρι και θα έκανα ό,τι μπορούσα για να μην το σκέφτομαι», λέει.
Στην αρχή, και για τρεις μήνες, ο Ντέιβιντ συνεργάστηκε με έναν ιδιωτικό ερευνητή και έναν πρώην εμπειρογνώμονα του F.B.I. σε θέματα συμπεριφοράς. Στόχος του ήταν να διερευνήσει αν ο Τεντ θα μπορούσε να είναι ο Unabomber. Τελικά, απευθύνθηκε σε έναν δικηγόρο, ο οποίος τον βοήθησε να επικοινωνήσει με το FBI. Περίπου έξι εβδομάδες αργότερα, τον Απρίλιο του 1996, έγινε η σύλληψη του Τεντ. Μία συμφωνία για ομολογία των πράξεών του με τις δικαστικές Αρχές, απέτρεψε την επιβολή της θανατικής ποινής. Ο Unabomber Τεντ Καζίνσκι, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αναστολής. Λίγο καιρό μετά τη σύλληψη, ο Ντέιβιντ έγραψε στον αδελφό του για να λάβει μία κυνική, τρισέλιδη απάντηση. Ο Τεντ κατηγορούσε τον αδερφό του ότι είχε «ταλέντο στην αυτοεξαπάτηση».

1996
«Με γνωρίζεις αρκετά καλά για να καταλάβεις ότι, πάνω απ' όλα, χρειάζομαι τη σωματική ελευθερία, τη σιωπή και τη μοναξιά και ότι, για μένα, η μόνιμη φυλάκιση θα είναι μια μοίρα πολύ χειρότερη από τον θάνατο».
«Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο με καταδώσατε είναι ότι με μισείτε»
«Αυτό για το οποίο με μισείς είναι το δικό σου αίσθημα κατωτερότητας. Η υποψία σου ότι ήμουν ο Unabomber σου έδωσε επιτέλους την ευκαιρία να πάρεις συντριπτική εκδίκηση από τον μεγάλο αδελφό σου, επειδή είναι πιο έξυπνος και ικανός από σένα»
«Σε παρακαλώ να θυμάσαι ότι δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψεις τον αδελφό σου»
Ο Ντέιβιντ, όμως, δεν πτοήθηκε. Μετά τη σύλληψη του αδελφού του έγινε βουδιστής βρίσκοντας παρηγοριά στην αντίληψη της παράδοσης ότι τα πάντα είναι αλληλένδετα. Εν μέρει, προσπαθούσε να κρατήσει τον λόγο του σε μία υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα τους, Βάντα Καζίνσκι, όταν ήταν μικρός. «Σε παρακαλώ να θυμάσαι ότι δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψεις τον αδελφό σου, γιατί αυτό είναι που φοβάται περισσότερο», του είχε πει. Επτά μήνες μετά τη σύλληψη του Τεντ, ο Ντέιβιντ εξακολουθούσε να παλεύει με τις τύψεις του και του ζήτησε συγγνώμη.
Οκτώβριος 1996
«Χρειάστηκε να αντιμετωπίσω τη δική μου σκληρότητα και είναι, όπως λες, ένα είδος κόλασης. Σε αγαπώ. Λυπάμαι πάρα πολύ για ό,τι έκανα και για το πόσο σε πληγώνει», έγραψε στον Τεντ. Σε μερικές επιστολές, ο Ντέιβιντ αναπολούσε την εποχή που έπαιζε με τον αδερφό του και έκαναν καλοκαιρινά σπορ. «Ακόμα θυμάμαι με μεγάλη ευχαρίστηση πώς χτυπούσαμε την μπάλα», έγραψε το 2004. «Και τον αγώνα σόφτμπολ όπου εσύ έκανες 7 στα 7 και εγώ κατάφερα ένα σπουδαίο πιάσιμο. Ήμασταν το κάτι άλλο εκείνη την ημέρα», έγραψε, ενώ είχε φανταστεί ότι η χαρά εκείνων των ημερών θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα.
2005
Ο Ντέιβιντ έκανε τακτικά χρηματικές καταθέσεις στο λογαριασμό του Τεντ στο κοινοτικό σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου να βοηθήσει τον αδερφό του να πληρώνει τις μικρές αγορές του στη φυλακή. Κάποιες φορές παράγγελνε μέσω διαδικτύου βιβλία, τα οποία έστελνε στο σωφρονιστικό ίδρυμα προκειμένου να τα παραλάβει ο Τεντ. Κατόπιν αιτήματος της μητέρας τους έστειλε στον Τεντ ως χριστουγεννιάτικο δώρο ένα βιβλίο με τίτλο «Ποιος παρήγγειλε αυτό το φορτηγό με κοπριά; Ιστορίες για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής». Ο Τεντ δεν δέχτηκε ποτέ να παραλάβει το βιβλίο, αλλά στο κάτω μέρος του τιμολογίου, έγραψε μία μικρή σημείωση: «Περιττό να πω ότι αυτό πήγε κατευθείαν στα σκουπίδια, όπως όλα τα βιβλία που στέλνει ο αδελφός μου». Το 2007, ο Ντέιβιντ ειδοποίησε τον αδελφό του ότι η μητέρα τους αντιμετώπιζε «σοβαρά προβλήματα υγείας». Έκανε έκκληση στον Τεντ να επικοινωνήσει επιτέλους μαζί της.
Μάρτιος 2007
«Εγώ πάντως δεν θα μπορούσα να ζήσω με τον εαυτό μου αν δεν μπορούσα να συγχωρήσω»
«Η μαμά δεν έπαψε να σε αγαπάει ούτε για μια στιγμή»
«Σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, θέλω να σου πω ξεκάθαρα ότι θα σήμαινε τα πάντα για τη μαμά αν της έλεγες ότι ξέρεις ότι σε αγαπάει»
Στα παραπάνω δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση. Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν η κ. Καζίνσκι ήταν κοντά στο θάνατο, ο Ντέιβιντ επικοινώνησε με τον ιερέα της φυλακής. «Ο εφημέριος δεν μου τηλεφώνησε ποτέ, αλλά αντ' αυτού κάλεσε τον γιατρό της μαμάς και είπε ότι ο Τεντ δεν ήθελε να μιλήσει», θυμάται. Η κα Καζίνσκι πέθανε το 2011 σε ηλικία 94 ετών.
Δημιουργώντας νέους δεσμούς
Ο Γκάρι Ράιτ, ένα από τα θύματα του Unabomber, τραυματίστηκε σοβαρά το 1987 όταν σήκωσε ένα περίεργο αντικείμενο που έμοιαζε να είναι ένα κομμάτι ξυλείας με καρφιά που προεξείχαν από αυτό. Το αντικείμενο είχε αφεθεί στο πάρκινγκ ενός καταστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Γιούτα. Όταν εξερράγη, περισσότερα από 200 κομμάτια θραύσματος διαπέρασαν το σώμα του Γκάρι. Τα νεύρα κόπηκαν στο αριστερό του χέρι. Υποβλήθηκε σε δώδεκα επεμβάσεις και θεραπεία για μετατραυματικό στρες.
Τους μήνες μετά τη σύλληψη του Τεντ, ο Ντέιβιντ και η σύζυγός του έγραφαν στα επιζώντα θύματα και στις οικογένειες των νεκρών από τις βόμβες, ζητώντας συγχώρεση και ρωτώντας τι θα μπορούσαν να κάνουν για να τους βοηθήσουν να το αντιμετωπίσουν. Η ανταπόκριση ήταν σπάνια, αλλά αργότερα, ένας ιδιωτικός ερευνητής που είχε δει μια τηλεοπτική συνέντευξη του κ. Ράιτ, για τον οποίο ο Ντέιβιντ δεν είχε διεύθυνση, συμβύλεψε τον τελευταίο να κάνει μία προσπάθεια για τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Γκάρι φαινόταν προσιτός, είπε ο ντετέκτιβ, και όχι τόσο θυμωμένος. Πράγματι ο Ντέιβιντ τηλεφώνησε στον Γκάρι και η συνομιλία τους κράτησε περίπου 20 λεπτά. Οι δύο άνδρες θυμούνται ακόμη αυτή την πρώτη τους επικοινωνία. «Δεν έχεις να απολογηθείς για τίποτα. Έκανες το σωστό», είπε κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος ο Γκάρι στον Ντέιβιντ, ο οποίος ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής. Ήταν σαν μια γέφυρα πάνω από αυτή την άβυσσο μεταξύ εμού και όλων των οικογενειών που είχαν πληγεί», είπε. Εξακολουθώντας να βλέπει κάθε προσπάθεια για επικοινωνία με τον αδερφό του να πέφτε στο κενό, ο Ντέιβιντ Καζίνσκι βρέθηκε να στρέφεται σε έναν απρόσμενο φίλο.
Οι συναντήσεις των Γκάρι και Ντέιβιντ, στη πάροδο των χρόνων ήταν συχνές. Οι δύο τους γνωρίστηκαμ με τον μουσικό Μερλ Χάγκαρντ, επισκέφθηκαν μαζί το Εθνικό Μέγαρο Δόξας και το Μουσείο Μπέιζμπολ, έκαναν κοινές δημόσιες εμφανίσεις για να μιλήσουν για τον τερματισμό της θανατικής ποινής και τη δύναμη της φιλίας και της συγχώρεσης.

Το 2015, ο Ντέιβιντ και η Λίντα μετεγκαταστάθηκαν στο Τέξας, μετά τη συνταξιοδότησή τους από βουδιστικό μοναστήρι στο Γούντστοκ της Νέας Υόρκης, όπου ο Ντέιβιντ εργαζόταν ως εκτελεστικός διευθυντής για τρία χρόνια. Συνέχισε να γράφει στον Τεντ, να αναλογίζεται τις στιγμές που είχαν μοιραστεί στο παρελθόν και να μοιράζεται με τον αδερφό του το προσωπικό του, πνευματικό ταξίδι. Σε ένα από τα γράμματα θυμόταν το ταξίδι που είχαν κάνει οι δυο τους στο Γιούκον. «Κρυμμένες ρίζες, ανοιξιάτικα άνθη, το φωτεινό χαλί του θανάτου απλωμένο με σκιερά κλαδιά, νέα ζωή που ξεπροβάλλει από σκοτεινούς αρμούς. Περπατώ γονατιστός μέσα στα σύννεφα πάνω στη σμιλευμένη πεδιάδα. Λένε ότι όταν γεννήθηκε ο κόσμος, υποσχέθηκαν άλλους κόσμους», γράφει.
Χριστούγεννα 2021
Την περίοδο των Χριστουγέννων του 2021, ο Ντέιβιντ προβληματίστηκε επειδή ένα ευχετήριο γράμμα που είχε στείλει στον Τεντ στην ομοσπονδιακή φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Κολοράντο είχε επιστραφεί ως μη παραδοτέο. Για περισσότερα από 20 χρόνια, τα γράμματα του Ντέιβιντ έφταναν στο ίδρυμα χωρίς κανένα πρόβλημα.
Τηλεφώνησε στη φυλακή και του είπαν ότι ο Τεντ δεν στεγαζόταν πλέον εκεί, αλλά δεν του έδωσαν περισσότερες πληροφορίες. Έψαξε στο διαδικτυακό σύστημα εντοπισμού κρατουμένων του υπουργείου σοφρωνισμού. Το σύστημα τού έδειξε ότι ο αδελφός του στεγαζόταν στο Federal Medical Center στο Butner, το μεγαλύτερο ιατρικό συγκρότημα του σωφρονιστικού συστήματος.

Προσπαθώντας να μάθει ό,τι μπορούσε για την υγεία του αδελφού του, ο Ντέιβιντ επικοινώνησε με μία δικηγόρο που είχε εκπροσωπήσει τον Τεντ στη δίκη του. Η δικηγόρος του είπε ότι είχε ακούσει ότι ο Τεντ είχε διαγνωστεί με καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο. Στο Reddit, βρήκε μια αναρτημένη επιστολή που είχε προφανώς γράψει ο Τεντ σε κάποιον του οποίου το όνομα ήταν σβησμένο. Εκεί, ο Τεντ αποκάλυπτε ότι πέθαινε από καρκίνο τελικού σταδίου.
2022
«Δεν μπορώ να περιμένω να ζήσω πάνω από δύο χρόνια, και μπορεί κάλλιστα να πεθάνω σε λιγότερο από ένα χρόνο»
Ο Ντέιβιντ βρέθηκε να αναλογίζεται την πολυπλοκότητα και την τραγωδία που είχε πλήξει τη σχέση με τον αδερφό του, αλλά και το πώς, μία οικογένεια που κάποτε ήταν τόσο δεμένη είχε διαλυθεί. «Ίσως ένιωθα σαν να έφτανα τώρα στο τέλος κάποιου επικού μυθιστορήματος - ενός αρκετά σοβαρού και μυστηριώδους μυθιστορήματος που θα με προβληματίζει για όλα τα υπόλοιπα χρόνια που μου απομένουν», θυμήθηκε σε μία από τις συνεντεύξεις του. Εκείνη την περίοδο αύξησε κατά πολύ τη συχνότητα των επιστολών του προς τον Τεντ.
«Είχα ανάγκη να του πω ότι τον αγαπούσα και να αφηγηθώ τους τρόπους με τους οποίους είχε επηρεάσει θετικά τη ζωή μου. Αλλά ήξερα ότι ο Τεντ είχε μια πολύ πεισματάρικη πλευρά, γεγονός που καθιστούσε εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να ακούσω ποτέ νέα του», είπε. Στο γράμμα που, εκ των υστέρων, αποδείχθηκε το τελευταίο που θα έστελνε στον αδερφό του, ο Ντέιβιντ του είπε ότι οι καλύτερες από τις ιδέες του «θα ζήσουν περισσότερο από όλους μας».

Ένα πρωινό του Ιουνίου του 2023, ο Ντέιβιντ και η σύζυγός του είχαν μόλις τελειώσει μια πεζοπορία και έτρωγαν σε ένα πάρκο κοντά στο διαμέρισμά τους, όταν κοίταξε το κινητό του τηλέφωνο. Υπήρχε ένα email από τον πρώην δικηγόρο του, που τον ενημέρωνε για τις αναφορές ότι ο Τεντ είχε πεθάνει. «Λυπάμαι πολύ», έγραφε. Ο Τεντ είχε βρεθεί νεκρός στο κελί του στην απομόνωση. Είχε δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Η σκέψη του Ντέιβιντ στράφηκε αμέσως στην αυτοκτονία του πατέρα τους, μερικά χρόνια νωρίτερα. Ένιωσε ένα βαθύ κενό. Όλα αυτά τα χρόνια, οι επιστολές -ακόμα και χωρίς να λαμβάνει απάντηση- είχαν κρατήσει ανοιχτή μία πόρτα που, πλέον, είχε κλείσει οριστικά.
«Κατά κάποιο τρόπο, και μία απολύτως μονόπλευρη σχέση εξακολουθεί να είναι σχέση. Αν είμαι σε θέση να βρω τις λέξεις για να περιγράψω τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που θέλω να μοιραστώ με τον Τεντ, πλέον, μπορώ να μιλήσω μόνο με τον εαυτό μου», υπογραμμίζει. Ο Ντέιβιντ προσπάθησε απεγνωσμένα να μάθει από τους υπαλλήλους της φυλακής αν θα μπορούσε να εμπλακεί στη διαχείριση της σορού του αδελφού του. Δεν μπορούσε να πάρει απάντηση επί εβδομάδες. «Αγαπητέ κύριε ή κυρία, παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ δώστε μου τον αριθμό τηλεφώνου κάποιου με τον οποίο μπορώ να μιλήσω», έγραψε σε ένα μέιλ προς τους υπεύθυνους. «Αισθάνομαι ως απαξιωτικά σκληρή στάση τη σιωπή σας. Συμπεριφέρεστε έτσι και σε άλλες οικογένειες; Αγαπούσα τον αδερφό μου», γράφει.
Ο Ντέιβιντ ενημερώθηκε, τελικά, ότι οι Αρχές είχαν διαχειριστεί τη σορό του Τεντ σύμφωνα με τις γραπτές επιθυμίες του και ότι θα έπρεπε να υποβάλει ομοσπονδιακό αίτημα προκειμένου να μάθει οτιδήποτε περισσότερο. Με δυσκολία συγκρατούσε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκαν οι υπάλληλοι της φυλακής.
«Πήρα τη δύσκολη απόφαση να μοιραστώ τις υποψίες μου για τον Τεντ με το FBI, με αποτέλεσμα να σωθούν ζωές», ανέφερε σε ένα από τα πολυάριθμα μέιλ του προς τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους των φυλακών που ως επί το πλείστον έμειναν αναπάντητα. «Δουλέψαμε όλοι μαζί για το κοινό καλό. Τώρα αγνοείτε το απλό αίτημά μου να μάθω αν μπορώ να έχω ρόλο στη διάθεση της σορού του αδελφού μου; Αυτό είναι άκαρδο». Όπως αποδείχθηκε, ο Τεντ είχε αφήσει χειρόγραφη διαθήκη λίγα χρόνια νωρίτερα.
Δεκέμβριος 2014
«Κανένα πρόσωπο που είναι γνωστό ότι είναι συγγενής μου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δεν θα κατέχει ή θα έχει τον έλεγχο του συνόλου ή μέρους της περιουσίας μου», έγραψε. Ο Ντέιβιντ εξακολουθεί να μη γνωρίζει τι απέγινε η σορός του αδερφού του.
Νέες σκέψεις
Ο αδερφός του Unabomber συνέχισε να βρίσκεται με το θύμα του τελευταίου, Γκάρι Ράιτ, που σήμερα είναι 64 ετών. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Τεντ, οι δύο τους εμφανίστηκαν μαζί σε μια εκδήλωση στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια για το Γιομ Κιπούρ. Εκεί, ο Ντέιβιντ είπε στο κοινό ότι πάλευε με «κάποια θλίψη» για τον θάνατο του αδελφού του. Όπως εξήγησε με λύπη, ο Τεντ, «δεν μου μίλησε ποτέ ξανά» μετά τη σύλληψή του. Στη συνέχεια, ο Ντέιβιντ Καζίνσκι κοίταξε θερμά τον Γκάρι Ράιτ, λέγοντας: «δεν είναι ίσως το ίδιο, αλλά πιστεύω κι εγώ στην πνευματική αδελφοσύνη». Στη συνέχεια, πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο του Γκάρι και πρόσθεσε πως, «είναι αδελφός μου στο πνεύμα».
Συχνά, τον ρωτούν για τα γραπτά του αδελφού του, τα οποία, τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει πολλούς οπαδούς. «Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι παίρνουν στα σοβαρά τις ιδέες του. Πού πάμε με πράγματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη; Θα θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ελευθερία και θα δηλητηριάσει τη βασική ανθρώπινη ικανότητά μας για δημιουργική, πρωτότυπη σκέψη; Και αν ναι, πώς θα προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και θα διατηρήσουμε την ίδια την ουσία της πνευματικής μας υπόστασης; Πώς θα θεραπεύσουμε την κάποτε στενή σχέση μας με τη Μητέρα Φύση πριν να είναι πολύ αργά;», δήλωσε σχετικά σε συνέντευξή του. Πρόσθεσε, όμως, ότι η διορατικότητα και η οξυδέρκεια του Τεντ, δηλητηριάστηκαν από τη βία του.
«Ο θυμός και η απελπισία που γεννιούνται από την απόλυτη αδυναμία δεν μπορούν να αποτελέσουν δομικά υλικά για την κοινωνική αλλαγή. Φοβάμαι ότι, το μόνο που έκαναν οι βίαιες ενέργειες του Τεντ ήταν να στιγματίσουν τη σκέψη του. Ως αποτέλεσμα, η ανάλυσή του για την τεχνολογία απορρίφθηκε από πολλούς ως ξέσπασμα ενός τρελού», λέει.
Αυτά είναι τα πρόσωπα που αναζήτησαν περισσότερο οι Έλληνες στη Google - «Πρωτιά» για την Klavdia
Είναι επίσημο: Η Netflix εξαγοράζει την Warner Bros για αστρονομικό ποσό
Παράνομες συνταγογραφήσεις με κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ: Τρεις συλλήψεις - Η ανακοίνωση του ΕΟΠΥΥ
Έφηβος εξομολογείται πώς κατέληξε σε ηλικία 13 ετών να κάνει 11 γραμμαρία κεταμίνης την ημέρα
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



