Ηρώ Σαΐα αποκλειστικά στο ethnos.gr για τη νέα εκπομπή της ΕΡΤ: «Οι κυρίες του ρεμπέτικου ήταν μαχήτριες ζωής»
Με αφορμή τη νέα σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ αφιερωμένη στις «Κυρίες του ρεμπέτικου», η Ήρω Σαΐα μιλά στο ethnos.gr για τις ηρωίδες που πάλεψαν με την κοινωνική περιθωριοποίηση, την προκατάληψη και τη φτώχεια, αφήνοντας πίσω τους ένα έργο βαθιά συγκινητικό και πολιτισμικά ανεκτίμητο. «Είναι τεράστια τιμή για μένα να δίνω φωνή σε εκείνες που μας άνοιξαν τον δρόμο» δηλώνει, σε μια συζήτηση που συνδυάζει ιστορία μουσική και συγκίνηση🕛 χρόνος ανάγνωσης: 17 λεπτά ┋

Μια σειρά ντοκιμαντέρ πολιτιστικού, κοινωνικού και ιστορικού χαρακτήρα, που για πρώτη φορά ανασυνθέτει μπροστά στην κάμερα το αθέατο, αλλά πολύτιμο παλίμψηστο των γυναικείων μορφών του ρεμπέτικου ετοιμάζεται να κάνει πρεμιέρα στην ΕΡΤ από την επόμενη σεζόν. Ένα έργο που ρίχνει φως σε εκείνες τις γυναίκες που πάτησαν γερά το πόδι τους σ' ένα σκληρά ανδροκρατούμενο πεδίο, σε εποχές που ο ρόλος της γυναίκας όφειλε — σχεδόν με το ζόρι — να περιορίζεται στο σπίτι και τη σιωπή.
Κι όμως, αυτές οι γυναίκες βγήκαν μπροστά. Με φωνές που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Με ζωές σχεδόν μυθιστορηματικές, γεμάτες πάθος, τραύματα, αγώνα και μεγαλείο. Μορφές που συνεχίζουν να συγκινούν, να εμπνέουν, να τροφοδοτούν την έρευνα, τη μελέτη, τη μνήμη. Η σειρά αποτελείται από οκτώ επεισόδια, καθένα αφιερωμένο σε μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες του ρεμπέτικου: τη Ρόζα Εσκενάζυ, την Αγγέλα Παπάζογλου, τη Ρίτα Αμπατζή, τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Στέλλα Χασκίλ, τη Σεβάς Χανούμ και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες, ξεδιπλώνονται ταυτόχρονα οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής. Το ατομικό γίνεται συλλογικό. Το βιογραφικό περνά στη σφαίρα του πολιτισμικού και του ιστορικού.
Η αφήγηση και η παρουσίαση της σειράς ανήκει στην καταξιωμένη ερμηνεύτρια Ηρώ Σαΐα. Με σεβασμό και βαθιά καλλιτεχνική ευαισθησία, ερμηνεύει αγαπημένα τραγούδια από τις ρεμπέτισσες, σε σύγχρονες μουσικές διασκευές, σε συνεργασία με κορυφαίους ενορχηστρωτές και εκλεκτούς μουσικούς. Μέσα από αφηγήσεις, συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό και ζωντανές ερμηνείες, κάθε επεισόδιο συνδυάζει τεκμηρίωση, εκπαίδευση και ψυχαγωγία. Πρόκειται για ένα πολύπλευρο έργο, ένα ταξίδι στις φωνές, τις μορφές, τις εποχές και τις ψυχές εκείνων των γυναικών που τόλμησαν να τραγουδήσουν, όταν όλες οι συνθήκες τούς ζητούσαν να σωπάσουν.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτό το νέο πρότζεκτ που παρουσιάζετε;
Με μεγάλη χαρά. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα σε οκτώ σπουδαίες γυναίκες του ρεμπέτικου. Νιώθω πραγματικά τυχερή και συγκινημένη που συμμετέχω σε αυτή την εκπομπή, γιατί τη θεωρώ πολύτιμη και απαραίτητη. Οι γυναίκες αυτές δεν είναι απλώς φωνές του παρελθόντος. Είναι κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, της ψυχής μας. Τα τραγούδια τους μάς έχουν συντροφεύσει σε στιγμές γέλιου, έρωτα, λύπης, γλεντιού…
Πέρα όμως από αυτή την προσωπική σύνδεση, έχει τεράστια σημασία το ότι σήμερα αποτίουμε φόρο τιμής σε αυτές τις γυναίκες, που τόλμησαν να σταθούν στο φως, σε εποχές σκοτεινές για το γυναικείο φύλο. Μπήκαν στο τραγούδι τότε που η καθημερινότητα για μια γυναίκα ήταν ήδη γεμάτη εμπόδια και φανταστείτε πόσο μεγαλύτερη ήταν η δυσκολία όταν εκείνη αποφάσιζε ν' ανέβει στο πάλκο, να διεκδικήσει χώρο και φωνή. Και ακόμη και σήμερα, που συνεχίζουμε ν' αγωνιζόμαστε για ίση αντιμετώπιση, αυτές οι γυναίκες παραμένουν σύμβολα θάρρους και ελευθερίας. Για μένα, είναι σαν φάροι που μας δείχνουν έναν δρόμο — δύσκολο, ανηφορικό, αλλά ουσιαστικό. Και έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας...
Υπάρχει κάποια από αυτές τις γυναίκες που ξεχωρίζετε λίγο περισσότερο ή ταυτίζεστε σε σημεία μαζί της;
Όλες τις σέβομαι πάρα πολύ. Για μένα, εχουν υπάρξει δασκάλες, με τον τρόπο που άφησαν το στίγμα τους μέσα από το τραγούδι τους. Δεν γνώρισα καμία τους προσωπικά, όμως τις γνώρισα μέσα από τη φωνή τους. Αν έπρεπε, όμως, να ξεχωρίσω μία, θα έλεγα πως νιώθω ένα περίεργα δυνατό δέσιμο με τη Μαρίκα Νίνου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική. Είναι σαν να την κουβαλώ μέσα μου. Η ζωή της ήταν πολύ σκληρή και σταμάτησε νωρίς, μα η φωνή της είναι κάτι που με συγκινεί βαθιά. Έχω τραγουδήσει πολλές φορές τραγούδια της και κάθε φορά είναι σαν να βρίσκομαι απέναντί της, σαν να μου ψιθυρίζει κάτι δικό της. Είναι μια αίσθηση σχεδόν μεταφυσική. Φυσικά, δεν είναι η μόνη που με συγκινεί. Η Αγγέλα Παπάζογλου, για παράδειγμα, είχε μια επίσης συγκλονιστική ζωή. Καθεμία από αυτές φέρει τη δική της ιστορία, τον δικό της πόνο, την προσωπική της νίκη. Αλλά επειδή έχω ζήσει τόσο πολύ με τα τραγούδια της Μαρίκας Νίνου, επειδή τη νιώθω πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου, θα έλεγα πως την κρατώ λίγο πιο κοντά στην καρδιά μου.
Σε αυτή τη διαδρομή που διανύσατε μέσα από τα επεισόδια της εκπομπής, υπήρξε κάτι που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή κάτι που δεν γνωρίζατε προηγουμένως και μπορείτε να το μοιραστείτε μαζί μας;
Έμαθα πολλά περισσότερα απ’ όσα περίμενα. Κι αν με ρωτάτε, δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ ή αν πρέπει να τα μοιραστώ όλα. Γιατί προέκυψαν μέσα από πολύ προσωπικές συνομιλίες με συγγενείς αυτών των γυναικών. Είχα τη χαρά να κάνω συνεντεύξεις με ανθρώπους που είχαν άμεση σχέση με τη Μαρίκα Νίνου, με τη Σωτηρία Μπέλλου, αλλά και με άλλες. Και μέσα από αυτές τις συζητήσεις φανερώθηκε το πιο ανθρώπινο πρόσωπο αυτών των καλλιτεχνών. Αυτό το «ανθρώπινο» είναι, νομίζω, και το πιο σπουδαίο κομμάτι της εκπομπής. Το φέρνουμε στην επιφάνεια μ' έναν όμορφο και διακριτικό τρόπο. Δείχνουμε τις μικρές καθημερινές στιγμές, τα συναισθήματα, τις πληγές που κουβαλούσαν, τις μοναξιές, τις μάχες τους. Γιατί η ζωή ενός καλλιτέχνη δεν ήταν —και ούτε είναι— ποτέ εύκολη. Και εκείνες είχαν να σηκώσουν το βάρος όχι μόνο της δημιουργίας, αλλά και της γυναίκειας ύπαρξης σ' ένα σκληρό, συχνά εχθρικό περιβάλλον. Ήταν γυναίκες με έντονες ιδιοσυγκρασίες, με αντιφάσεις, με δύναμη και ρωγμές.
Και το πιο συγκλονιστικό είναι πως, όσο τις μελετάς, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις ότι άξιζαν αυτό το αφιέρωμα. Ήταν απαραίτητο να γίνει. Αυτές οι γυναίκες μάς άφησαν έργο, αλλά μας άφησαν και ένα μήνυμα, το οποίο λέει πως, όταν αγαπάς αληθινά αυτό που κάνεις, μπορείς να υπερβείς κάθε εμπόδιο. Η Ρόζα Εσκενάζυ, η Σωτηρία Μπέλλου, η Σεβάς Χανούμ, η Ρίτα Αμπατζή — όλες τους πέρασαν από δύσκολες ζωές. Δεν υπήρχε ούτε μία χωρίς πληγές. Και όμως, ανέβηκαν στο πάλκο με ορθό το κορμί και τραγούδησαν με την ψυχή τους. Μίλησαν με το τραγούδι τους για τη ζωή, τον πόνο, τον έρωτα, τη φτώχεια, τη χαρά. Και τα κατάφεραν. Γι’ αυτό και για μένα είναι φάροι. Όχι μόνο ως καλλιτέχνες, αλλά ως γυναίκες που χειραφετήθηκαν μέσα σε μια βαθιά συντηρητική εποχή. Εγραψαν ιστορία.

Στη σύγχρονη εποχή, έχετε εντοπίσει γυναίκες που θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε «ρεμπέτισσες»; Υπάρχουν σήμερα ερμηνεύτριες που να αγγίζουν την αυθεντικότητα των παλιών;
Ξέρετε… ρεμπέτισσες με την αυθεντική έννοια του όρου, όπως τις γνωρίσαμε μέσα από την ιστορία του ρεμπέτικου, δεν υπάρχουν πια. Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν αξιόλογες ερμηνεύτριες, κάθε άλλο. Αλλά γιατί το ρεμπέτικο δεν ήταν μόνο μουσική, ήταν ένας τρόπος ζωής. Ήταν μια στάση απέναντι στον κόσμο. Όπως το έχει πει και ο Σταύρος Ξαρχάκος, «ρεμπέτης και ρεμπέτισσα δεν γίνεσαι μόνο επειδή τραγουδάς ρεμπέτικα. Είναι όλος ο τρόπος που ζεις, που πορεύεσαι, που στέκεσαι».
Στη σημερινή εποχή, αυτός ο τρόπος ζωής δεν υπάρχει πια. Ζούμε αλλιώς, σε άλλες συνθήκες, με άλλους κώδικες. Βέβαια, υπάρχουν γυναίκες με ψυχή, με αξίες, με εκείνη τη «μαγκιά» που εγώ τη λέω «ωραία μαγκιά». Γυναίκες που αγαπούν βαθιά αυτό το είδος τραγουδιού και το υπηρετούν με σεβασμό και συνέπεια. Και χαίρομαι που είμαι κι εγώ ανάμεσα τους.
Πώς θα περιγράφατε τη σχέση ανάμεσα στον «μάγκα» και τη «ρεμπέτισσα» εκείνης της εποχής; Ήταν, πιστεύετε, μια ισότιμη σχέση; Ή υπήρχε αλληλεξάρτηση;
Ήταν, κατά τη γνώμη μου, δύο πολύ συγγενικοί χαρακτήρες. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πιστεύω πως μεταξύ τους υπήρχε μια άτυπη κατανόηση. Είχαν έναν κοινό κώδικα, μοιράζονταν παρόμοια βιώματα, πατούσαν στο ίδιο χώμα, σκηνή. Φυσικά, υπήρχε και μια μορφή αλληλεξάρτησης, ίσως και εντάσεις. Οι σχέσεις αυτές ήταν συχνά παθιασμένες, με φλόγα, με πόνο. Σκεφτείτε για παράδειγμα τη σχέση της Μαρίκας Νίνου με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν κάτι περισσότερο από καλλιτεχνικό δίδυμο. Ηταν ένας μεγάλος έρωτας, που, όπως ξέρουμε, έληξε με πόνο και απόσταση. Η Νίνου, άρρωστη, έφυγε για την Αμερική, είχαν ήδη χωρίσει. Και τραγούδησε εκεί το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» με δάκρυα στα μάτια. Δεν χρειάζεται να το πει κανείς, το νιώθεις.
Αυτές οι σχέσεις, ειδικά όταν υπήρχε και το στοιχείο του πάλκου, η κοινή αγάπη για τη μουσική, αποκτούσαν μια ένταση σχεδόν κινηματογραφική. Γιατί όταν δύο άνθρωποι ενώνονται όχι μόνο ερωτικά αλλά και μέσα από κάτι βαθύτερο, όπως είναι η αγάπη για την τέχνη, τότε αυτό δίνει άλλη διάσταση στη σχέση. Αυτό ισχύει και σήμερα. Είναι μεγάλη ευλογία να αγαπούν δύο άνθρωποι το ίδιο πράγμα. Είτε είναι η μουσική, είτε ο αθλητισμός, είτε η οικογένεια, είτε κάτι εντελώς προσωπικό. Το να μπορείς να κοιτάς μαζί με κάποιον το ίδιο παράθυρο και να βλέπετε τον ίδιο κόσμο… αυτό είναι, για μένα, ο ορισμός της βαθιάς σχέσης.
Πώς αντιμετώπιζε η κοινωνία αυτές τις γυναίκες; Ήταν «κακές γυναίκες», καλλιτέχνιδες ή κάτι άλλο;
Η αλήθεια είναι πως, ναι, αυτές οι γυναίκες ήταν περιθωριοποιημένες και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν στιγματισμένες. Δεν μπορώ να σκεφτώ παραδείγματα γυναικών από την αστική τάξη που να μπήκαν στον κόσμο του ρεμπέτικου. Το τραγούδι αυτό γεννήθηκε μέσα από τον λαό, από τη φτώχεια, από την ανάγκη. Οι περισσότερες ρεμπέτισσες προέρχονταν από φτωχές, λαϊκές οικογένειες, πολλές φορές προσφυγικής καταγωγής.
Η Μαρίκα Νίνου, για παράδειγμα, ήταν Αρμένισσα, προσφυγοπούλα. Η Ρόζα Εσκενάζυ ήρθε από τη Μικρασία. Ζούσαν μέσα στη στέρηση, στην καθημερινή μάχη για επιβίωση. Και τότε — ας μην το ξεχνάμε — το να είσαι γυναίκα καλλιτέχνις, και δη ν' ανεβαίνεις στο πάλκο, ισοδυναμούσε για πολλούς με «ελαφρά ηθική». Έτσι τις έβλεπαν. Με προκατάληψη, με καχυποψία. Μόνο αφού καταξιώνονταν, μόνο τότε έπαιρναν τον τίτλο της «σπουδαίας». Αλλά και πάλι, αυτό δεν αναιρούσε τη μοναξιά ή τη δυσκολία που κουβαλούσαν.
Η Σωτηρία Μπέλλου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ακόμα κι όταν έγινε διάσημη, πέρασε από περιόδους απόλυτης παρακμής, ξεχασμένη, με οικονομικά προβλήματα, χωρίς στήριξη. Όλη αυτή η πορεία — από την άνοδο μέχρι την εγκατάλειψη — αποτυπώνεται στα επεισόδια και είναι κάτι πολύ δυνατό. Ήταν γυναίκες παθιασμένες, αληθινές, τραυματισμένες αλλά και αποφασισμένες. Και όσο περνούσαν οι δεκαετίες, άλλαζε σταδιακά και η θέση της γυναίκας στο τραγούδι, στην κοινωνία. Αλλά ειδικά τη δεκαετία του '40, του '50 και του '60, οι ρεμπέτισσες ζούσαν στο περιθώριο. Και γι’ αυτό η φωνή τους έχει τέτοια δύναμη.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που παρουσιάζετε μία τηλεοπτική εκπομπή. Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στις δύο;
Ναι, η αγάπη μου. Η πρώτη εκπομπή είχε θέμα τους Πόντιους του σήμερα — την πολιτισμική τους κληρονομιά, το πώς αυτή η παρακαταθήκη περνά από γενιά σε γενιά μέσα από τη μουσική, τη μαγειρική, τις τέχνες, τα έθιμα. Ήταν μια εκπομπή για τους θησαυρούς του Πόντου, φανερούς και κρυμμένους. Και για μένα είχε ξεχωριστή σημασία, γιατί έχω ποντιακή καταγωγή από τη μεριά της μητέρας μου.
Τώρα, στη δεύτερη εκπομπή, υπάρχει και πάλι ένας προσωπικός δεσμός. Όπως σας είπα και πριν, το ρεμπέτικο είναι κομμάτι της ζωής μου, το αγαπώ βαθιά. Και δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι που δεν αγαπώ. Αν μου έλεγαν να παρουσιάσω εκπομπή για την τζαζ, για παράδειγμα, θα το σκεφτόμουν πολύ, γιατί δεν τη γνωρίζω σε βάθος. Το ρεμπέτικο όμως το αγαπώ, το σέβομαι και το έχω δουλέψει. Και κάτι ακόμα. Δεν έχω πάρει τον εαυτό μου στα σοβαρά με την έννοια της «παρουσιάστριας». Δεν θέλω να υποδυθώ κάποιον άλλο ρόλο. Είμαι η Ηρώ, που απλώς παρουσιάζει ένα θέμα που αγαπάει. Και το κάνω με σεβασμό, με διάβασμα, με προσοχή, και με εκτίμηση στους καλεσμένους μου. Και φυσικά με βαθιά φροντίδα για τη μουσική που ακούγεται. Υπηρετώ την εκπομπή. Δεν υπηρετεί εκείνη εμένα.

Όση ώρα μιλάμε, νιώθω, το πάθος και την αγάπη σας για το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Είναι πραγματικά συγκινητικό να το βλέπει και να το ακούει κανείς...
Σας ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε, νομίζω πως δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορείς να φτιάξεις μια τέτοια εκπομπή, δεν μπορείς να την υπηρετήσεις, αν δεν τη νιώσεις, αν δεν σε αγγίξει εσωτερικά. Συγκινήθηκα βαθιά όταν συνάντησα τις ανιψιές της Μαρίκας Νίνου και τις άκουσα να μιλούν για εκείνη με τόση τρυφερότητα. Συγκινήθηκα όταν γνώρισα την κυρία Ζωρζέτ Παναγιώτου, που ήταν πολύ κοντά στη Σωτηρία Μπέλλου και η ζωντάνια της, η καλοσύνη της, το χιούμορ της, με άφησαν άφωνη. Γελάσαμε πολύ. Ήταν άνθρωποι φωτεινοί, και ένιωσα ότι έφεραν μαζί τους κάτι από την αύρα των καλλιτεχνών που αγάπησαν.
Όλο αυτό, λοιπόν, ήταν για μένα μια πορεία γεμάτη χαρά και συγκίνηση. Και πιστεύω ακράδαντα πως, αν δεν αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, δεν μπορείς να το αποδώσεις σωστά. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι έχω βαθιά σχέση με το ρεμπέτικο τραγούδι. Από πολύ μικρή, όταν ακόμα ήμουν στην ομάδα του Σταμάτη Κραουνάκη, στα δεκαοχτώ μου, άρχισα να το ανακαλύπτω μόνη μου. Το δημοτικό το είχα από το σπίτι, λόγω του πατέρα μου. Το ρεμπέτικο, όμως, ήταν δική μου ανακάλυψη, σχεδόν μυστική.
Και είναι συγκλονιστικό για μένα τώρα, μετά από χρόνια, να νιώθω πως μεγαλώνει ένας κύκλος. Όλες αυτές οι γυναίκες που μελέτησα, που τραγούδησα σε ταβέρνες και μουσικές σκηνές, τις φέρνω τώρα ξανά στο προσκήνιο, μέσα από ένα έργο που τις τιμά. Η συμμετοχή μου στο «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου, οι στιγμές που τραγούδησα Νίνου και Μπέλλου, είναι σαν να προετοίμαζαν αυτό που ήρθε τώρα. Είναι σαν να ενώθηκαν όλα τα σημεία και ο κύκλος ν' απέκτησε σχήμα. Τις θαυμάζω βαθιά. Τις αγαπώ. Ξέρω τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζυ που λίγοι γνωρίζουν, γιατί έψαχνα πάντα πέρα από τα γνωστά. Τα ήξερα από παιδί. Γι’ αυτό και αυτή η δουλειά είναι για μένα κάτι πολύ προσωπικό. Αν μου ζητούσατε να κάνω εκπομπή για μέταλ, δεν θα μπορούσα. Δεν το αγαπώ. Αλλά το ρεμπέτικο το αγαπώ με όλη μου την ψυχή. Και αυτό, νομίζω, φαίνεται.
Η ΕΡΤ για εσάς είναι ένας ασφαλής χώρος για να δημιουργήσετε και να εκφραστείτε; Ένα πεδίο που εμπιστεύεστε για να πείτε το «ναι»;
Απόλυτα. Η ΕΡΤ ήταν, είναι και — θέλω να πιστεύω — θα παραμείνει ένας φάρος. Τη γνώρισα από παιδί, όταν ακόμα δεν υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια. Ήμουν στην έκτη δημοτικού όταν πρωτοεμφανίστηκαν. Μέχρι τότε, η ΕΡΤ ήταν το μοναδικό μας παράθυρο στον κόσμο της τηλεόρασης. Εκεί είδα τις πρώτες εκπομπές που με ενθουσίασαν, που με γοήτευσαν. Εκεί ψυχαγωγήθηκα, εκεί έμαθα. Τα ντοκιμαντέρ της, οι ποιοτικές παραγωγές της, άφησαν μέσα μου ένα αποτύπωμα. Και τώρα, που παρουσιάζουμε αυτό το αφιέρωμα στις σπουδαίες ρεμπέτισσες, η ΕΡΤ μάς προσέφερε χώρο, σεβασμό και ελευθερία.
Γιατί υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Η ΕΡΤ —και το λέω με κάθε ειλικρίνεια— υπηρετεί την ψυχαγωγία. Δηλαδή αυτό που αγγίζει την ψυχή και ταυτόχρονα μας μορφώνει. Το κάνει με ήθος, με αξιοπρέπεια, με συνέπεια. Και γι’ αυτό νιώθω υπερήφανη που αυτή η εκπομπή παρουσιάζεται μέσα από τη δημόσια τηλεόραση. Η ΕΡΤ φώτισε ξανά αυτά τα πρόσωπα. Τις γυναίκες που αξίζουν να θυμόμαστε, να θαυμάζουμε, ν' ακούμε. Και για μένα είναι μεγάλη τιμή να είμαι μέρος αυτής της προσπάθειας.
Και για να κλείσουμε… πώς νιώσατε όταν είδατε το πρώτο ολοκληρωμένο επεισόδιο; Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις;
Εχω δει το πρώτο επεισόδιο και ήταν κάτι μαγικό. Μόλις τελείωσε, ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό. Συγκινήθηκα βαθιά. Γιατί όταν συμμετέχεις σε μια εκπομπή της ΕΡΤ, δεν είσαι απλώς κομμάτι μιας παραγωγής, γίνεσαι μέρος της ιστορίας. Έτσι το αισθάνομαι εγώ. Είναι τεράστια τιμή να μιλάς για αυτές τις γυναίκες. Δεν βρίσκω λόγια που να το περιγράψουν ακριβώς. Είναι σαν να κρατάς έναν πολύτιμο θησαυρό στα χέρια σου και να έχεις την ευθύνη να τον δώσεις ξανά στον κόσμο.
Οι γυναίκες αυτές άνοιξαν δρόμους. Πάλεψαν. Μας άφησαν τραγούδια, παρακαταθήκη. Και εμείς οι νεότερες —όσες έχουμε το προνόμιο να τραγουδάμε σήμερα— στεκόμαστε πάνω στους ώμους τους. Ήταν οι δασκάλες μας, ακόμα κι αν δεν τις γνωρίσαμε ποτέ. Το αποτέλεσμα της εκπομπής είναι ένα κράμα αισθητικής, σεβασμού και βαθιάς συγκίνησης. Όλοι οι συντελεστές —από τους μουσικούς μέχρι τους δημοσιογράφους— έκαναν εξαιρετική δουλειά. Βρήκαμε ανθρώπους που τις γνώρισαν προσωπικά, συγκεντρώσαμε αρχειακό υλικό, ακούσαμε σύγχρονους καλλιτέχνες να μιλούν για εκείνες με θαυμασμό.
Η σκηνοθεσία είναι μοντέρνα, το χρώμα της εκπομπής υπέροχο και παρ’ όλο που μιλάμε για προσωπικότητες περασμένων δεκαετιών, η ματιά είναι φρέσκια, σημερινή. Αλλά δεν προδίδει ποτέ το πνεύμα της εποχής που φωτίζει. Είναι, λοιπόν, μια εκπομπή που δίνει πληροφορία, που προκαλεί συγκίνηση, που ψυχαγωγεί πραγματικά. Και πάνω απ’ όλα, είναι ένα δίκαιο, βαθιά ανθρώπινο αφιέρωμα σε γυναίκες που το άξιζαν.
Δραματικές ώρες στη Λακωνία: Γυναίκα ανεβαίνει σε ταράτσα για να δώσει φαγητό στην εγκλωβισμένη μητέρα της
Κακοκαιρία Byron: Τι θα γίνει με τον μισθό όσων δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους
Πανικός στη αεροσκάφος: Φωτιά σε διάδρομο απογείωσης γέμισε με καπνούς Airbus A320 με 180 επιβαίνοντες
Mega deal στα σκαριά στον τομέα της ψυχαγωγίας: Η Netflix κοντά στην αγορά της Warner Bros!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



