Έφη Μουρίκη στο ethnos.gr: «Οι μεγάλες αλλαγές και οι επαναστάσεις ξεκινούν πάντα από τους νέους»
Η Έφη Μουρίκη μιλά στο ethnos.gr για τους φόβους που μας συνοδεύουν, τους «κακούς λύκους» που όλοι κουβαλάμε, τη δύναμη της ομάδας, αλλά και την απληστία που διαλύει🕛 χρόνος ανάγνωσης: 16 λεπτά ┋

Η Έφη Μουρίκη ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία καλλιτεχνών που ανεβαίνουν στη σκηνή κουβαλώντας μαζί τους όχι μόνο το ταλέντο τους, αλλά και μια βαθιά, έμφυτη κοινωνική ευαισθησία. Με πλούσια διαβάσματα και αδιάκοπο ψάξιμο σε κάθε έργο που αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει ή να ερμηνεύσει, προσεγγίζει τους ρόλους της, με ειλικρίνεια και αγωνία, για όσα απασχολούν την ίδια αλλά και την εποχή.
Αυτή την περίοδο, ενσαρκώνει τη Μάρθα στο εμβληματικό έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Έντουαρντ Άλμπι, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, στο Θέατρο Ζίνα, έχοντας απέναντί της – και δίπλα της – τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη. Μαζί τους, ο Σπύρος Σταμούλης και η Ελεάνα Στραβοδήμου συγκροτούν ένα τετραπρόσωπο σχήμα υψηλής έντασης και υποκριτικής δεξιοτεχνίας, που φωτίζει τις σκληρές αλήθειες πίσω από τις κοινωνικές μάσκες, τα παιχνίδια εξουσίας και τις προσωπικές ψευδαισθήσεις.
Το έργο, με αφορμή μια φαινομενικά απλή επίσκεψη ενός νεαρού ζευγαριού σ' ένα ώριμο παντρεμένο ζευγάρι, εξελίσσεται σε μια νύχτα αποκαλύψεων, έντονων συγκρούσεων και συναισθηματικής απογύμνωσης, σε μια ιστορία που ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το ειρωνικά αστείο. Επίσης, είναι και ένα κείμενο που μοιραία η Έφη Μουρίκη συναντά τις προσωπικές της απώλειες και τις δύσκολες στιγμές της ζωής της. Εκείνες που τη διαμόρφωσαν όσο και τα πιο μεγάλα της όνειρα.
Γιατί πιστεύετε ότι το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» παραμένει διαχρονικό;
Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» παραμένει διαχρονικό γιατί, όπως όλα τα σπουδαία έργα, αγγίζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάθε θεατή. Έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα που ξεπερνά τον χρόνο και συνδέεται άμεσα και με τη σημερινή εποχή, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται. Ο Άλμπι μάς υπενθυμίζει γιατί οι άνθρωποι συχνά οδηγούνται σε αδιέξοδο. Οχι μόνο μέσα στις ερωτικές ή συζυγικές σχέσεις, αλλά και σε κάθε μορφή ανθρώπινης επαφής, όπως οικογενειακή, φιλική ή κοινωνική.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, βλέπουμε όλο και περισσότερο πώς οι άνθρωποι φτάνουν να μεταφράζουν τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις τους σε πραγματικότητα. Αυτή η σύγχυση μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης είναι κάτι που ο Άλμπι είχε διαισθανθεί και αποτυπώσει με εκπληκτική διορατικότητα.
Θεωρείτε ότι οι άνθρωποι σήμερα εξακολουθούν να εγκλωβίζονται σε ρόλους που δεν τους εκφράζουν;
Ναι, απολύτως. Πρόσφατα είδα μια έρευνα που έδειχνε πως αυτό που απασχολεί περισσότερο τα νέα παιδιά είναι η εμφάνισή τους. Αυτό φυσικά συνδέεται άμεσα με την επιρροή των social media και της διαφήμισης, αλλά και με τη γενικότερη νοοτροπία της ευκολίας που έχει καλλιεργηθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Η τεχνολογία μάς έχει συνηθίσει να έχουμε τα πάντα άμεσα διαθέσιμα, σχεδόν χωρίς προσπάθεια, κι αυτό —αν και διευκολύνει τη ζωή μας— τελικά μας κάνει πιο επιρρεπείς. Έτσι, ενώ έχουμε προοδεύσει σε πολλούς τομείς, οι ανθρώπινες σχέσεις φαίνεται να περνούν βαθιά κρίση.
Το θέμα της εμφάνισης δεν υπήρχε πάντοτε, απλώς με διαφορετικό τρόπο;
Ναι, ασφαλώς υπήρχε πάντα, αλλά σήμερα η διαφορά είναι ότι ακόμα και τα πολύ μικρά παιδιά έχουν πρόσβαση σε αυτά τα θέματα μέσω του διαδικτύου. Αυτή είναι και η μεγάλη τομή της εποχής μας. Η τεχνολογία έχει φέρει τεράστια οφέλη — στις επιστήμες, στην ιατρική, στην επικοινωνία — όμως έχει και ένα σημαντικό μειονέκτημα. H ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται δεν μας αφήνει περιθώριο ν' αφομοιώσουμε τα θετικά και να προλάβουμε ν' αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά. Αυτή η υπερταχύτητα είναι, νομίζω, το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής. Πλέον ζούμε σ' έναν κόσμο όπου είναι όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα — ειδικά τώρα, με την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτή η σύγχυση και η συνεχής έκθεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάς έχουν απομονώσει, ακόμα κι αν φαινομενικά είμαστε διαρκώς «συνδεδεμένοι».
Πώς βλέπετε τις σημερινές νέες γενιές;
Σήμερα βλέπω τους νέους ν' ανησυχούν, να προβληματίζονται και να αγωνιούν για το μέλλον τους. Είναι εκείνοι που εξακολουθούν να κινούν τον κόσμο προς τα εμπρός, γιατί τις μεγάλες αλλαγές και τις επαναστάσεις πάντα τις ξεκινούν οι νέοι. Έχουν το θάρρος να ορμήσουν, να παλέψουν, να ρισκάρουν, να υπερασπιστούν με πάθος όσα πιστεύουν. Καθώς μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο συγκρατημένοι. Προσπαθούμε να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε όσα έχουμε ήδη κατακτήσει. Οι νέοι όμως παραμένουν η ζωντανή δύναμη της αλλαγής, εκείνοι που δεν διστάζουν να δώσουν ακόμη και τον εαυτό τους για τα ιδανικά τους. Και αυτό είναι κάτι που μένει αναλλοίωτο στον χρόνο, σε κάθε εποχή, σε κάθε γενιά.
Εσείς φοβάστε τη Βιρτζίνια Γουλφ;
Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι, κατά κάποιο τρόπο, «ο κακός λύκος», όπως στο γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις σκοτεινές πλευρές μας, όλοι τις κουβαλάμε μέσα μας. Η συνειδητοποίηση αυτών των πλευρών μάς κάνει πιο γενναίους, ενώ η συνειδητή επιλογή μάς δίνει τη δύναμη και την υπομονή να παλέψουμε γι’ αυτό που πραγματικά θέλουμε. Ο Άλμπι, εμπνευσμένος από εκείνο το παιδικό τραγούδι που είδε γραμμένο σ' έναν καθρέφτη σ’ ένα μπαρ, το μετέτρεψε σε μια υπαρξιακή μεταφορά. Ο «κακός λύκος» είναι παντού γύρω μας και, κυρίως, μέσα μας. Αν τον αναγνωρίσουμε, αν τον κοιτάξουμε κατάματα, τότε θα τον φοβόμαστε λιγότερο. Αυτό προσπαθώ κι εγώ να κάνω.

Εσείς πώς έχετε αντιμετωπίσει τους φόβους σας; Και τελικά, αντιμετωπίζονται οι φόβοι;
Πιστεύω πως ναι, αντιμετωπίζονται. Ο φόβος υποχωρεί μέσα από τη συνειδητοποίηση και τις συνειδητές επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας. Κι ακόμη, μέσα από τη σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους. Όταν απλώνουμε το χέρι σ' εκείνον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν λειτουργούμε ως ομάδα, τότε οι φόβοι μικραίνουν. Οι άνθρωποι μαζί φοβούνται λιγότερο, νιώθουν λιγότερη μοναξιά και αποκτούν περισσότερη δύναμη να παλέψουν. Νομίζω πως αυτό είναι το μυστικό.
Βέβαια, υπάρχει ένας μεγάλος εχθρός, η απληστία. Είναι κι αυτή ένας... «κακός λύκος»
Ναι, βεβαίως. Η απληστία είναι ένας από τους πιο ύπουλους «κακούς λύκους». Διαλύει τις ομάδες, διαβρώνει τις σχέσεις, σκοτεινιάζει τις ψυχές. Όταν όμως συνειδητοποιήσουμε ότι η απληστία φέρνει μόνο αρνητικά αποτελέσματα, τότε μπορούμε και να την αντιμετωπίσουμε. Η επίγνωση είναι πάντα το πρώτο βήμα προς τη λύτρωση.
Οι ήρωες του έργου μοιάζουν να προστατεύονται πίσω από το ψέμα. Θεωρείτε ότι το ψέμα μπορεί ποτέ να λειτουργήσει λυτρωτικά;
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή όπου ένα «κατά συνθήκη» ψέμα μπορεί πράγματι να λειτουργήσει λυτρωτικά. Ιδίως όταν κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη φάση και χρειάζεται ένα μικρό στήριγμα για να συνεχίσει. Αυτές, όμως, είναι εξαιρέσεις. Συνήθως, το ψέμα δεν προσφέρει ισορροπία. Η αλήθεια, όσο επώδυνη κι αν είναι, μας οδηγεί βαθύτερα μέσα μας και μας βοηθά να σταθούμε πιο σταθερά στα πόδια μας.
Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο σας; Και πόσο σας βοήθησε η σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσαφούλια σε αυτή τη διαδικασία;
Τα σπουδαία, κλασικά έργα —όπως αυτό— κρύβουν ρόλους πολυεπίπεδους. Προσπαθώ, λοιπόν, να φωτίσω όσο γίνεται περισσότερες πλευρές της Μάρθας. Να αγαπήσω τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά της στοιχεία. Αυτό είναι πάντα το ζητούμενό μου. Προσπαθώ όχι να φέρω την ηρωίδα στα μέτρα μου, αλλά να πλησιάσω εγώ εκείνη, με τα δικά μου εργαλεία και ευαισθησίες, μελετώντας σε βάθος το κείμενο.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας με βοήθησε πολύ σε αυτή τη διαδικασία. Από την πρώτη στιγμή, στις συζητήσεις μας γύρω από το έργο και τους χαρακτήρες, ένιωσα ότι μοιραζόμαστε την ίδια προσέγγιση. Έχει έναν σπάνιο τρόπο να εμπιστεύεται τους ηθοποιούς του. Τους αφήνει ελεύθερους ν' αναπνεύσουν μέσα στον ρόλο, αλλά την κατάλληλη στιγμή παρεμβαίνει με μια καθοριστική παρατήρηση ή μια λύση που σε ξεμπλοκάρει. Αυτή η ελευθερία, σε συνδυασμό με τη συνεργασία και την καθοδήγησή του, δημιουργεί μια κοινή, δημιουργική πορεία. Και αυτό είναι πολύτιμο.
Έχετε συνεργαστεί με αρκετούς σπουδαίους και έμπειρους σκηνοθέτες. Φέτος συνεργάζεστε με τον Σωτήρη Τσαφούλια, ο οποίος είναι αυτοδίδακτος. Υπάρχει διαφορά;
Θα έλεγα πως, κακά τα ψέματα, όταν είμαστε νέοι έχουμε μια απίστευτη ορμή, το ζήσαμε κι εμείς αυτό. Ο Σωτήρης, αν και δεν έχει κάνει ίσως τόσες θεατρικές δουλειές όσες άλλοι σκηνοθέτες, έχει μέσα του αυτήν ακριβώς την ορμή του νέου, αλλά ταυτόχρονα διαθέτει και το μυαλό του ανθρώπου που μελετάει και εμβαθύνει. Αυτός ο συνδυασμός είναι πραγματικά πολύτιμος και μας χαροποιεί ιδιαίτερα. Δεν στέκεται απέναντί μας ως «δάσκαλος», αλλά δημιουργεί ένα κλίμα όπου οι πρόβες μοιάζουν με υπέροχο παιχνίδι, όπως όταν παίζουν τα παιδιά και βγαίνουν στην επιφάνεια τα πιο όμορφα συναισθήματα. Νομίζω πως αυτό είναι και το ζητούμενο στο θέατρο. Να νιώσουμε την ελευθερία και τη χαρά του παιδιού που παίζει. Αυτήν την ελευθερία μάς τη μεταδίδει ο Σωτήρης.

Πιστεύετε ότι με τα χρόνια απομακρυνόμαστε από τη σκέψη και το πλαίσιο των παλιών σκηνοθετών;
Φυσικά, και καλώς γίνεται αυτό. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τι μας πρόσφεραν οι προηγούμενοι. Όπως είπε και ο Πικάσο, «αν δεν ήταν οι δάσκαλοί μου, δεν θα είχα φτάσει εκεί που έφτασα». Πάντα πατάμε πάνω στους παλιούς. Κρατάμε τα θετικά και προχωράμε. Κάθε γενιά έχει την υποχρέωση ν' αφήνει το δικό της στίγμα, χωρίς να ξεχνά τις ρίζες της.
Ενα από τα κοινά στοιχεία που έχετε με τη Μάρθα είναι πως χάσατε πολύ νωρίς τις μητέρες σας. Υπάρχουν στιγμές που τη νιώθετε ακόμα κοντά σας;
Τους γονείς δεν τους ξεχνάμε ποτέ. Είναι ο πυρήνας μας. Θέλουμε δεν θέλουμε, η παιδική μας ηλικία μάς καθορίζει. Κι εμείς, ειδικά στη δουλειά μας, επιστρέφουμε συχνά σε εκείνα τα χρόνια. Ακόμη και για να πλησιάσουμε έναν ρόλο. Όλα ξεκινούν από εκεί, από την οικογένεια, από τους γονείς. Ακόμα και οι συνήθειες ή οι επιλογές μας, αν το σκεφτείτε, έχουν ρίζες σ’ εκείνον τον πυρήνα. Οπότε, ναι, πάντα είναι κοντά μας.
Αν η πρώτη μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια, τι νοσταλγείτε περισσότερο από εκείνη την πατρίδα;
Το παιδικό παιχνίδι στο χωριό. Ήμασταν πέντε αδέλφια, δύο κορίτσια και τρία αγόρια, με πολύ μικρή διαφορά ηλικίας, σχεδόν μια παρέα. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας, της χαράς, της συντροφικότητας, αυτό μου λείπει περισσότερο. Και νομίζω πως, μ' έναν τρόπο, αυτή την ελευθερία την αναζητούμε και στη σκηνή. Ήμουν πολύ τυχερή που είχα τόσα αδέλφια, για να μοιραζόμαστε εκείνη τη χαρά.
Αν η Μάρθα ήταν ένα αληθινό πρόσωπο και είχατε την ευκαιρία να τη ρωτήσετε κάτι, τι θα ήταν αυτό;
Θα τη ρωτούσα: «Γιατί η αγάπη πονάει τόσο πολύ;» Γιατί η Μάρθα και ο Τζορτζ αγαπιούνται πραγματικά και ίσως γι’ αυτό ακριβώς πονάνε τόσο. Δεν μπορεί ο ένας χωρίς τον άλλον.
Θεωρείτε ότι η βία και η αγάπη είναι όψεις του ίδιου νομίσματος;
Όχι. Μπορεί κάποιες φορές να μας γοητεύει το πάθος, η ένταση, η «τρέλα» που κουβαλούν οι σχέσεις, αλλά όχι δεν πιστεύω ότι η βία και η αγάπη συνδέονται. Εγώ πιστεύω στην αγάπη την ουσιαστική, αυτήν που έχει ως βάση την προσφορά και την αλληλεγγύη. Πάνω απ’ όλα όμως, στηρίζεται στον σεβασμό. Αν δεν υπάρχει σεβασμός, δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη. Κι αυτό το βλέπουμε παντού γύρω μας — στις σχέσεις, στη δουλειά, στην καθημερινότητά μας. Ο σεβασμός είναι το θεμέλιο της αγάπης, σε κάθε της μορφή.
Ποια θεωρείτε πως είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που έχουμε σήμερα για τον εαυτό μας και για τους άλλους;
Νομίζω η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση της εποχής μας είναι πως πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα μόνοι μας. Ότι έχουμε μέσα μας τη δύναμη ν' αντιστεκόμαστε σε καθετί χωρίς να χρειαζόμαστε κανέναν. Έχουμε ξεχάσει τη δύναμη του συνόλου, τη σημασία της συλλογικότητας. Έχουμε απομονωθεί. Εκφραζόμαστε πίσω από ένα πληκτρολόγιο, χωρίς πραγματική επαφή, χωρίς αλληλεγγύη. Από τη μια, έχουμε κάνει τεράστια βήματα στην αποδοχή και στον σεβασμό της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου — κι αυτό είναι σπουδαίο. Από την άλλη όμως, χάσαμε τη συλλογικότητα, το «μαζί». Και αυτό αφορά τα πάντα, από τα κοινωνικά μας δικαιώματα μέχρι την ίδια την οικονομία. Αυτή, πιστεύω, είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση και ταυτόχρονα το μεγάλο μας στοίχημα.
Βλέπετε φως μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι που ζούμε σήμερα;
Ναι, βλέπω. Είμαι από τους ανθρώπους που πάντα βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Παλεύω να το κρατάω έτσι. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, βλέπω ελπίδα. Ακόμα και μέσα στην εποχή της τεχνολογίας, που μας έχει αποσπάσει την προσοχή, παρατηρώ ότι οι άνθρωποι —και ιδιαίτερα οι νέοι— αναζητούν τη ζωντανή επαφή. Το βλέπω στο θέατρο, στις συναυλίες, στις πλατείες. Ο κόσμος έχει ανάγκη να 'ναι μαζί, να νιώθει, να συμμετέχει. Και το θέατρο έχει ωφεληθεί απ’ αυτό. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ξανά νέα παιδιά στο κοινό, κι αυτό είναι συγκινητικό. Ο άνθρωπος δεν αντέχει τη μονοτονία. Έχει ανάγκη την ποικιλία της ζωής. Το θέατρο —που το αγαπώ βαθιά— είναι ένα κομμάτι αυτής της ζωής, όχι η ίδια η ζωή. Η ζωή έχει πολλά χρώματα. Οσο περισσότερα καταφέρουμε να δούμε και να ζήσουμε, τόσο πιο όμορφη θα είναι. Δεν είναι όλα μόνο μαύρο και άσπρο.
Κρατάω κάτι από αυτό που είπατε: «Αγαπώ πολύ το θέατρο». Νιώθω ότι δεν έχετε την ίδια σχέση με την τηλεόραση...
Όχι, δεν απαξιώνω καθόλου την τηλεόραση. Έχω περάσει πολύ όμορφα και έχω ζήσει ωραίες συνεργασίες. Απλώς τώρα, στις επιλογές που κάνω, το θέατρο με απορροφά περισσότερο. Ιδίως όταν δουλεύεις πάνω σ' έργα που απαιτούν μεγάλη αφοσίωση και ψυχικό δόσιμο. Παρακολουθώ όμως τηλεόραση, θαυμάζω δουλειές, και χαίρομαι όταν βλέπω αξιόλογες προσπάθειες. Δεν υπάρχει καμία απαξίωση. Απλώς αυτή την περίοδο, η καρδιά μου είναι περισσότερο στραμμένη στο θέατρο.
Η αναγνωρισιμότητα και η έκθεση λειτουργούν αποτρεπτικά στην επιλογή τηλεόρασης;
Όχι, δεν το βλέπω έτσι. Έχω δουλέψει στην τηλεόραση και ποτέ δεν μ' ενόχλησε αυτό το κομμάτι. Τα τελευταία χρόνια, όμως, είχα και τη διδασκαλία. Για πολύ καιρό ήμουν βαθιά αφοσιωμένη σε αυτήν. Η επαφή με τα νέα παιδιά, η ενέργεια και η αγωνία τους, ήταν για μένα μια πηγή χαράς. Κι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που έμεινα περισσότερο στο θέατρο και στη διδασκαλία. Μου έδινε κάτι πολύ ουσιαστικό. Επίσης, μπορεί να μην έχουν υπάρξει μέχρι τώρα προτάσεις τηλεοπτικές που να με ενδιαφέρουν πραγματικά. Και ξέρετε, ο συνδυασμός θεάτρου και γυρισμάτων δεν είναι απλός — είναι μια καθημερινότητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αν όμως προκύψει κάτι που να με κερδίσει ουσιαστικά, φυσικά και θα το κάνω.

Πώς βλέπετε τη σημερινή τηλεοπτική μυθοπλασία σε σχέση με παλαιότερα χρόνια;
Πιστεύω πως, σε όλες τις εποχές, γίνονται καλές και λιγότερο καλές δουλειές. Θυμάμαι παλιές σειρές που με συγκινούσαν, όπως το «Νησί» ή οι «Τρεις Χάριτες». Αυτό που με στενοχωρεί σήμερα, είναι ότι η κωμωδία δεν βρίσκει εύκολα χώρο στην τηλεόραση. Φέτος, έγιναν κάποιες προσπάθειες, αλλά γενικά η παραγωγή κωμωδίας δεν θυμίζει τις παλιές εποχές.
Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολλά. Τα social media —και ειδικά το TikTok— έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη και επηρεάζουν το τι βλέπουμε και το τι μας διασκεδάζει. Δεν είναι μόνο οι νέοι, το παρακολουθούν και μεγαλύτεροι. Επιπλέον, έχει αναδειχθεί έντονα και το stand-up comedy, με πολύ ταλαντούχους ανθρώπους που έχουν μεγάλη απήχηση. Και βέβαια υπάρχει και η πολιτική ορθότητα. Από όσα ακούω, αρκετοί συγγραφείς νιώθουν μια ανασφάλεια στο να γράψουν κωμωδία, μήπως παρεξηγηθούν ή ξεπεράσουν κάποιο όριο που σήμερα θεωρείται ευαίσθητο.
Μήπως τελικά υπάρχει ένας γενικός φόβος απέναντι στην κωμωδία; Από τα κανάλια, τους υπεύθυνους, ακόμη και το κοινό;
Ίσως ναι. Και υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Το δράμα, δυστυχώς ή ευτυχώς, «πουλάει» περισσότερο. Το βλέπουμε και στο θέατρο. Παλαιότερα υπήρχε περίοδος που η φάρσα ήταν στο απόγειό της, ενώ σήμερα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Όλα είναι ένας κύκλος.
Ο αντίκτυπος της ομιλίας Τσίπρα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η απάντηση Φάμελλου για τα περί ιδιοτέλειας και ο υπερ-γουρλής Μαγειρίας που πήρε δώρο μια Ferrari
Από το Καστέλι μέχρι τον ΒΟΑΚ και το μετρό: Αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατ. ευρώ απειλούν μέχρι και να διπλασιάσουν το κόστος των μεγάλων έργων
Κακοκαιρία Byron: «Βροχή» τα 112 όλη τη νύχτα - Πώς θα κινηθούν οι καταιγίδες τις επόμενες ώρες
Αμετακίνητοι οι αγρότες στα μπλόκα - Ποιες κινήσεις εξετάζει η κυβέρνηση
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr




