Από το «δυνάμει» στο «ενεργεία»
Επί του νομοσχεδίου για την τροποποίηση του κώδικα πολιτικής δικονομίας🕛 χρόνος ανάγνωσης: 11 λεπτά ┋

Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν την ψήφιση στην ολομέλεια της βουλής του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που προβλέπει αλλαγές στον κώδικα πολιτικής δικονομίας, διακηρυγμένος στόχος του οποίου είναι η μείωση στο μισό του χρόνου που κατά μέσο όρο χρειάζεται σήμερα για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης από τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται των ιδιωτικών διαφορών, (περιουσιακών, εμπορικών, οικογενειακών, εργατικών κλπ), μετά την άσκηση αγωγής.
Το νομοσχέδιο δεν πληροί για συγκεκριμένους λόγους (που θα αναφερθούν σε επόμενο άρθρο) τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός αξιόπιστου συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, ικανού να αναστρέψει την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών που πλήττει γενικά το θεσμό της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι πιστώνεται με μία κρίσιμη αλλαγή προς τη σωστή κατεύθυνση, που αφορά στη φιλοσοφία της δίκης, καθώς υποχρεώνει τα δικαστήρια 1ου βαθμού (πρωτοδικεία) σε «προδικαστικό έλεγχο» των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτά, με σκοπό όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που προκύπτουν να επιλύονται μέχρι τη δίκη, και να μην χρειάζεται να γίνει αυτό με την έκδοση της απόφασή τους ένα περίπου χρόνο μετά και να ξαναρχίζουμε από την αρχή, όπως συμβαίνει σήμερα.
Συγκεκριμένα υποχρεώνει τον αρμόδιο δικαστή να μελετήσει τη δικογραφία πριν τη δίκη και να επιβάλλει με διάταξή του που εκδίδεται εντός 30 ημερών από την χρέωση της: α) την εξέταση μαρτύρων ή διαδίκων στο ακροατήριο ή τη διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, εάν κρίνει ότι χρειάζεται και β) την συμπλήρωση μέχρι τη δίκη των πάσης φύσεως ελλείψεων, στην περίπτωση διαπίστωσής τους τόσο στην αγωγή όσο και στην προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία που έχει ακολουθηθεί. Ακόμα και στην περίπτωση που αυτές αφορούν το ορισμένο της αγωγής, αν δηλαδή δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένοι οι ισχυρισμοί του ενάγοντα που περιλαμβάνονται σε αυτήν, όπως προβλέπεται από το νόμο. [Αυτό για να μπορεί ο εναγόμενος να τους αντιμετωπίσει με τις προτάσεις του και το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκφέρει κρίση επ’ αυτών].
Η απόρριψη των αγωγών λόγω «αοριστίας» ή κάποιων τυπικών ελλείψεων, είναι συχνό φαινόμενο σήμερα και αποτελεί παράγοντα πολύ μεγάλων καθυστερήσεων στην έκδοση των αποφάσεων επί της ουσίας των υποθέσεων. Διότι υπό το ισχύον καθεστώς στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει ο ενάγων : α) να καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα για τη δίκη στο Πρωτοδικείου που οδήγησε στην απορριπτική απόφαση, β) να καταβάλλει επιπλέον και τα έξοδα για τη δίκη στο Εφετείο, αν άσκησε έφεση που απορρίφθηκε, γ) να ασκήσει εκ νέου την αγωγή, καταβάλλοντας τα νέα έξοδα άσκησής της και δ) να απασχοληθεί με την εκδίκασή της άλλο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να πηγαίνει «στράφι» η μελέτη της δικογραφίας από αυτό που επιλήφθηκε πρώτο. Στην περίπτωση δε που προηγήθηκε έφεση και απορριπτική απόφαση του Εφετείου έχει απασχοληθεί αδικαιολόγητα και το Εφετείο για να ξεκαθαριστούν τα διαδικαστικά. Είναι δε κοινό μυστικό ότι οι απορρίψεις αυτού του είδους δεν οφείλονται πάντα σε πραγματικές ελλείψεις των αγωγών. Εν πάσει περιπτώσει πάντως, αυτό που συμβαίνει είναι ανεπίτρεπτη σπατάλη δυναμικού, χρόνου και χρήματος με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έκδοσης απόφασης του πρωτοδικείου για την ουσία της διαφοράς έως και 8 χρόνια (!!!).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απαράδεκτης αυτής κατάστασης είναι η πρώτη σημερινή είδηση στην ειδησιογραφία, ότι απορρίφθηκαν «ως αόριστες» με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε πριν λίγες μέρες, 2 και πλέον χρόνια μετά την άσκησή τους, οι αγωγές που άσκησε το Δημόσιο κατά της NOVARTIS, με τις οποίες ζητούσε να του επιδικαστεί αποζημίωση σε βάρος της 214 εκατομμυρίων ευρώ. Το δικαστήριο αρνήθηκε να τις εξετάσει στην ουσία τους επικαλούμενο ότι δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένοι οι ισχυρισμοί του Δημοσίου σε αυτές και τώρα αυτό βρίσκεται σε δύσκολη θέση και πρέπει: είτε να δεχθεί την απόφαση, να πληρώσει τη δικαστική δαπάνη που κατά πάσα πιθανότητα του έχει επιβληθεί και ακολούθως να ασκήσει εκ νέου τις αγωγές συμπληρωμένες, οπότε θα έχει απόφαση του Πρωτοδικείου επί της ουσίας τους σε 2 χρόνια, είτε να ασκήσει έφεση με κίνδυνο να κρίνει τα ίδια και το Εφετείο, πράγμα πολύ πιθανό (λόγω και του πολιτικού και του οικονομικού βάρους της υπόθεσης) με την απόφασή του, που θα εκδοθεί αν δεν υπάρξει αναβολή της συζήτησης 2-3 χρόνια μετά, οπότε θα πρέπει τότε να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών και να ασκήσει εκ νέου τις αγωγές, οπότε θα έχει απόφαση του Πρωτοδικείου σε 1 - 2 χρόνια μετά.
Για να αποφεύγονται λοιπόν αυτά στο εξής, ορθά υπάρχουν στο νομοσχέδιο διατάξεις για τη συμπλήρωση της αγωγής με διάταξη του δικαστηρίου. Ωστόσο υπάρχουν δύο σημαντικές ελλείψεις και ένα σοβαρό λάθος που θα δημιουργήσει με βεβαιότητα πρόβλημα αξιοπιστίας στη διαδικασία, το οποίο αναγκαίως θα αντανακλά και στην ποιότητα της απόφασης του Πρωτοδικείου. Και αυτό είναι η πολύ μικρή προθεσμία των 30 μόλις ημερών από τη χρέωση, που δίδεται στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή στον εισηγητή της τριμελούς σύνθεσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου για τη διαπίστωση των ελλείψεων της προδικασίας και των αναγκών της απόδειξης. Πρόκειται για ασφυκτική κυριολεκτικά προθεσμία, καθώς ο έλεγχος των εν λόγω στοιχείων έχει ως προϋπόθεση την πλήρη σχεδόν μελέτη της δικογραφίας και ως εκ τούτου δεν θα μπορεί εξ’ αντικειμένου να γίνεται με την προσοχή που επιβάλλεται, ενόψει και των άλλων υποχρεώσεων των δικαστών. Για τον λόγο αυτόν προτείνονται οι εξής λύσεις που αν υιοθετηθούν θα εξυπηρετηθεί απόλυτα ο στόχος του νομοσχεδίου.
Η θεσμοθέτηση ενδιάμεσου σταδίου συμπλήρωσης της αόριστης αγωγής:
α) με την πρόβλεψη της δυνατότητας υποβολής της ένστασης αοριστίας από τον εναγόμενο, (που σήμερα προβάλλεται με τις προτάσεις μετά από 90 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής), μέσα στον επόμενο μήνα από την επίδοσή της, με την αποστολή απλού e mail από το δικηγόρο του στις δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις του ενάγοντα και του δικηγόρου του, το οποίο θα εισάγεται στη δικογραφία και θα περιλαμβάνει τις κατά την εκδοχή του (του εναγόμενου) ελλείψεις,
β) με την υποχρέωση του ενάγοντα να απαντήσει με το ίδιο μέσο εντός 10 ημερών ώστε εάν συμπληρώσει τα αιτούμενα στοιχεία, ο εναγόμενος να έχει υπ’ όψιν του τους ισχυρισμούς του στο σύνολό τους έγκαιρα, για την ορθή προετοιμασία της άμυνάς του στις προτάσεις του και
γ) με την επιβολή ποινής τάξης στην περίπτωση που ενάγων δεν απαντήσει ή δεν συμπληρώσει τα αιτούμενα και το δικαστήριο ακολούθως διαπιστώσει με την διάταξή του την ύπαρξη του απαραδέκτου ή της αοριστίας που επισήμανε ο εναγόμενος. Το μέτρο αυτό απαιτείται διότι με την προβλεπόμενη στο σχέδιο νόμου χορήγηση στον ενάγοντα του δικαιώματος της συμπλήρωσης της αγωγής του , απαλλάσσεται αυτός από τις μέχρι τώρα επιπτώσεις της αοριστίας της (που είναι η απόρριψή της και η επιβολή σε βάρος του δικαστικής δαπάνης) και για τον λόγο αυτόν αναμενόμενο είναι να αυξηθούν οι αόριστες αγωγές λόγω προχειρότητας ή σκοπιμότητας, πράγμα που βεβαίως δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Η κατάθεση ορισμένου δικογράφου αποτελεί δικονομικό καθήκον του ενάγοντα και πρέπει να παραμείνει αυστηρά τέτοιο.
Ο υπερδιπλασιασμός του χρόνου που διατίθεται στο δικαστή για τον προδικαστικό έλεγχο:
Επειδή το δικαστήριο καλείται να διεξάγει τον παραπάνω έλεγχο για τη διερεύνηση των αναγκών της απόδειξης και το ορισμένο των ισχυρισμών του ενάγοντα, στα καθήκοντά του θα πρέπει να προστεθεί και ο ίδιος έλεγχος των αμυντικών ισχυρισμών και ενστάσεων του εναγομένου. Οι έλεγχοι δε αυτοί μπορούν να γίνουν δόκιμα και ταυτόχρονα:
α) με την αύξηση κατά ένα μήνα του χρόνου προσδιορισμού της δίκης, επιμήκυνση που δεν επιδρά ουσιωδώς στο σχεδιασμό του Υπουργείου για σύντομη έκδοση της απόφασης, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την αξιοπιστία της και
β) με την έκδοση της διάταξης στο ακροατήριο την ημέρα της δίκης και όχι πριν όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο, με προφορική δήλωση του αρμόδιου δικαστή που καταχωρείται στα πρακτικά. Δεν ασκεί καμία ουσιαστική επιρροή στην ταχύτητα έκδοσης της απόφασης αν η διάταξη εκδοθεί 30 ημέρες μετά τη χρέωση, και το μόνο που θα συμβεί αν δεν αλλάξει η πρόβλεψη, είναι να ασκείται αδικαιολόγητα πίεση στο δικαστή να προλάβει την προθεσμία. Αν όμως γίνει δεκτή η παρούσα πρόταση ο χρόνος που θα διατίθεται στο Δικαστήριο για τον προδικαστικό έλεγχο θα κυμαίνεται μεταξύ 75 -105 ημερών και θα είναι αρκετός για τις ανάγκες του.
Η χορήγηση προθεσμίας προσθήκης στον εναγόμενο, επί συμπλήρωσης της αόριστης αγωγής.
Επί διαπίστωσης αοριστίας πρέπει να διατάσσεται ο ενάγων (ή ο εναγόμενος αντίστοιχα) σε συμπλήρωση της πραγματικής βάσης των ισχυρισμών του, είτε στο ακροατήριο είτε εντός 3 ημερών αν κριθεί δικαιολογημένη η απουσία του από αυτό, με προσθήκη στις προτάσεις του, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα αυτός να προσκομίσει νέα αποδεικτικά μέσα. [Διαφορετικά είναι σαν να δεχόμαστε τον αιφνιδιασμό του εναγόμενου από τον ενάγοντα (ή το αντίθετο), την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή και θα τροφοδοτούνται σκοπιμότητες].
Περαιτέρω, από την πραγματοποίηση εκ μέρους του της συμπλήρωσης, ο αντίδικος πρέπει να έχει μεγάλη προθεσμία προσθήκης (πχ. 15 ημέρες) για την απάντησή του αποκλειστικά επί των στοιχείων της συμπλήρωσης και την προσκόμιση σχετικών με αυτήν αποδεικτικών μέσων. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί η συμπλήρωση των αοριστιών περιλαμβάνει περιστατικά, που στην περίπτωση αοριστίας της αγωγής ο εναγόμενου αυτός θα έπρεπε να έχει υπ’ όψιν του από την επίδοσή της, ενώ στην περίπτωση αοριστίας των αμυντικών ισχυρισμών ή των ενστάσεων του εναγομένου, ο ενάγων αυτός θα έπρεπε να τα έχει υπ’ όψιν του από τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων αυτού.
Εν κατακλείδι το νομοσχέδιο περιλαμβάνει το «δυνάμει» σύμφωνα κατά την κατηγοριοποίηση του Αριστοτέλη. Αναμένουμε να δούμε το «ενεργεία» με την ψήφισή του, σημειώνοντας πάντως ότι η συγκεκριμένη νομοθέτηση θα μπορούσε να οδηγήσει το θεσμό της πολιτικής Δικαιοσύνης σε κάποιου είδους «εντελέχεια», εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού του, μόνον αν θα περιλάμβανε και στοιχεία για την καλύτερη θεμελίωση της αξιοπιστίας των δικαστικών αποφάσεων, τα οποία λείπουν εντελώς. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο επόμενου άρθρου.
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας είναι το βασικό νομοθέτημα που περιλαμβάνει τους κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών στα δικαστήρια στα οποία εισάγονται με αγωγή. Δεν αφορά δηλαδή τις ποινικές και τις διοικητικές υποθέσεις.
Ο ενάγων αφού δια του δικηγόρου του που μελέτησε την υπόθεση, έγραψε και έφερε αγωγή στο δικαστήριο έχει την ετοιμότητα της άμεσης συμπλήρωσης και η προθεσμία πρέπει να είναι βραχεία.
Ο «χάρτης των μπλόκων» σε όλη την Ελλάδα: Κλιμακώνουν την «εξέγερση» οι αγρότες - Ενισχύουν τις κινητοποιήσεις σε δρόμους, λιμάνια και τελωνεία
«Η κυβέρνηση εκβιάζεται από τα μπλόκα»: Προκλητικές δηλώσεις Σιμόπουλου για τους αγρότες
Ελεύθεροι επαγγελματίες: Αύξηση ασφαλιστικών εισφορών φέρνει το 2026 – Η κρίσιμη επιλογή του Ιανουαρίου
Ο Βαλάντης εκνευρίστηκε με τους μουσικούς του και τους «έφτυσε» επί σκηνής - Δείτε βίντεο
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



