«Η Τελευταία Έξοδος» στο θέατρο Άνεσις, «Τα Σκυλιά» του Αζά και ο Sir Rod Stewart που μάγεψε την Αθήνα
Άλλοτε μέσα από ζώα που παίρνουν τον λόγο στη σκηνή, άλλοτε μέσα από ανθρώπους που παλεύουν για την ελευθερία τους ή τραγούδια που κουβαλούν δεκαετίες ζωής, η τέχνη φωτίζει ιστορίες που δεν έχουν πάψει να μας αφορούν🕛 χρόνος ανάγνωσης: 11 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Δεν είναι όλες οι παραστάσεις για να ξεχαστούν και δεν είναι όλες οι συναυλίες απλώς μια βραδιά διασκέδασης. Κάποιες κουβαλούν ιστορίες που βαραίνουν, άλλες μνήμες που επιμένουν. Και κάποιες φορές, η σκηνή γίνεται ο χώρος όπου αυτά συναντιούνται. Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό θέατρο ακολουθεί ολοένα και πιο συστηματικά μια τάση που έχει ήδη δοκιμαστεί διεθνώς. Kινηματογραφικές ιστορίες που μεταφέρονται από τη μεγάλη οθόνη στη σκηνή. Αν την περυσινή σεζόν το φαινόμενο έκανε αισθητή την παρουσία του, φέτος μοιάζει να παγιώνεται, με αρκετές παραστάσεις να βασίζονται σε ταινίες που το κοινό γνωρίζει καλά. Πρόκειται για μια επιλογή που κουβαλά ρίσκο αλλά και προσδοκίες, καθώς ο κινηματογράφος λειτουργεί ταυτόχρονα ως στήριγμα και ως μέτρο σύγκρισης.
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η θεατρική μεταφορά της «Τελευταίας εξόδου: Ρίτα Χέιγουορθ», της εμβληματικής ταινίας του Φρανκ Ντάραμποντ (1994), βασισμένης στη νουβέλα «Rita Hayworth and Shawshank Redemption» του Στίβεν Κινγκ. Η ιστορία του άδικα καταδικασμένου τραπεζίτη Άντι Ντουφρέιν και της εικοσαετούς παραμονής του στις φυλακές Σώσανκ είναι πλέον βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας. Ενδιαφέρον έχει ότι, παρά τη σημερινή της καθολική αποδοχή, η ταινία υπήρξε αρχικά εμπορική αποτυχία, για να αποκτήσει τη φήμη της σταδιακά μέσω των οσκαρικών υποψηφιοτήτων, των βιντεοκλάμπ και αργότερα του διαδικτύου, φτάνοντας να θεωρείται σήμερα μία από τις πιο αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών.
Το εγχείρημα της πρώτης θεατρικής μεταφοράς του έργου στην Ελλάδα ανέλαβαν οι αδελφοί Σταυρόπουλοι, Δημήτρης και Ορέστης, σε μια παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Το στοίχημα ήταν αφενός η αναμέτρηση μ' ένα εμβληματικό κινηματογραφικό υλικό, αφετέρου η ανάγκη να μετατραπεί μια διάσημη ιστορία σε παράσταση, με δικούς της όρους και ρυθμούς.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη δημιουργεί εξαρχής ένα περιβάλλον ασφυκτικό και αναπόδραστο. Κυρίαρχο στοιχείο το κελί του Άντι Ντουφρέιν, το οποίο ανοίγει και κλείνει σαν κέντρο βάρους της αφήγησης, υπογραμμίζοντας τη διαρκή συνθήκη εγκλεισμού. Ο Ρεντ, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Παπανικολάου, λειτουργεί ως αφηγητής και σταθερό σημείο αναφοράς. Στωικός, παρατηρητικός, με μια σοφία που γεννήθηκε μέσα στη βία και τη ματαίωση, οδηγεί τον θεατή στην καρδιά της ιστορίας.

Ο Νίκος Ψαρράς προσεγγίζει τον Άντι Ντουφρέιν με τρυφερότητα και ακρίβεια. Χτίζει έναν ήρωα χαμηλών τόνων, με αξιοπρέπεια και πείσμα, έναν άνθρωπο που επιμένει να κρατά ζωντανή την ιδέα της ελευθερίας ακόμα και στις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Η ερμηνεία του ισορροπεί ανάμεσα στη συγκράτηση και το συναίσθημα, δημιουργώντας ένα πρόσωπο βαθιά ανθρώπινο και ουσιαστικό.
Ιδιαίτερα δυνατή παραμένει η παρουσία του Γιάννη Μποσταντζόγλου στον ρόλο του Μπρουκς, του ηλικιωμένου βιβλιοθηκάριου των φυλακών. Η σκηνή της αποφυλάκισής του, και κυρίως η αδυναμία του να διαχειριστεί την ελευθερία, αποτελεί μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της παράστασης, φωτίζοντας τον φόβο της ζωής έξω από τα τείχη. Αντίθετα, ο Μάνος Βακούσης στον ρόλο του διευθυντή των φυλακών Σάμιουελ Νόρτον αποδίδει τη σκληρότητα και τη διαφθορά του χαρακτήρα, αλλά και ο Νέστορας Κοψιδάς βοηθά με την παρουσία του σ' ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Η παράσταση δεν αποφεύγει τις σκοτεινές όψεις της φυλακής, όπως τη βία, τους βιασμούς, τις σχέσεις εξουσίας και τον απόλυτο εξευτελισμό. Οι σκηνές αλληλεγγύης και φιλίας, ωστόσο, είναι εκείνες που αποδίδονται με μεγαλύτερη δύναμη και πειστικότητα, λειτουργώντας ως αντίβαρο στη σκληρότητα και αναδεικνύοντας τον πυρήνα της ιστορίας, δηλαδή την πίστη στον άνθρωπο και την αξιοπρέπεια.
Οι αδελφοί Σταυρόπουλοι επιλέγουν να δομήσουν την παράσταση ως διαδοχή σκηνών μέσα από την αφήγηση του Ρεντ, με ρυθμό και σαφή δραματουργική γραμμή. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου, τα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου, η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και η κίνηση του Κρις Ραντάνοφ συνθέτουν ένα συνεκτικό σκηνικό αποτέλεσμα.
Το δίδυμο Ψαρρά και Παπανικολάου διαθέτει εμφανή σκηνική χημεία και δίνει πειστικά το αποτύπωμα μιας φιλίας που γεννιέται σε ακραίες συνθήκες. Συνολικά, η παράσταση καταφέρνει να μεταφέρει στο θέατρο μια γνωστή και φορτισμένη ιστορία χωρίς να εγκλωβιστεί στη σκιά της κινηματογραφικής της εκδοχής. Με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό αλλά και με καθαρή σκηνική πρόταση, αναδεικνύει την ακατάλυτη πίστη στη ζωή, ακόμα κι όταν όλα δείχνουν χαμένα.
Σκυλί βρέθηκε άγρια κακοποιημένο, ανασκολοπισμένο και νεκρό
Στο θέατρο Δίπυλον παρουσιάζονται «Τα Σκυλιά», μια παράσταση που φέρνει στη σκηνή την υπόθεση της κακοποίησης και του θανάτου του χάσκι Όλιβερ στην Αράχωβα. Μια υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη και τελικά αρχειοθετήθηκε χωρίς δικαίωση. Η Πρισίλα, μια σκυλίτσα σαλονιού, παγιδευμένη σε παράνομη μονάδα αναπαραγωγής στην Αράχωβα, ζητά τη βοήθεια του Κομισάριου, ενός παλαίμαχου λαγωνικού που, μετά τη «συνταξιοδότησή» του, έχει μετατραπεί σε ιδιωτικό ντετέκτιβ. Μαζί με τον βοηθό του, τον Μεγαλέξανδρο, ξεκινούν να διερευνήσουν τον φόνο του Τουίστ, του πρώην συντρόφου της Πρισίλας. Σύντομα, η υπόθεση παύει ν' αφορά μόνο έναν θάνατο. Με τη συνδρομή των αδέσποτων σκυλιών της περιοχής, η έρευνα αποκτά χαρακτήρα επιβίωσης, γιατί αν δεν μιλήσουν τώρα, αύριο μπορεί να είναι η δική τους σειρά.
Το κείμενο κινείται μακριά από οτιδήποτε συνηθισμένο. Μέσα από τις ιστορίες των ζώων, σκιαγραφούνται με ακρίβεια ανθρώπινες συμπεριφορές και μάλιστα όχι αλληγορικά, αλλά σχεδόν ωμά. Εδώ δεν έχουμε έναν φανταστικό κόσμο, αλλά έχουμε έναν καθρέφτη μιας κοινωνίας όπου κυριαρχούν τα συμφέροντα, η σιωπή, το «δεν είδα – δεν άκουσα». Έναν κόσμο όπου το δίκαιο του ισχυρότερου αποτελεί κανόνα ζωής και η αδυναμία του ανίσχυρου γίνεται κανονικότητα.
Η παράσταση ισορροπεί με ευφυΐα ανάμεσα στο θέατρο ντοκουμέντο, τη σάτιρα, το πολιτικό σχόλιο και τις καθαρά συγκινησιακές στιγμές. Δεν καταφεύγει στη στείρα αναπαράσταση της ειδησεογραφίας, αντίθετα, μας βάζει μέσα στην ιστορία. Μια από τις κορυφαίες στιγμές του έργου είναι εκείνη όπου ένας αδέσποτος σκύλος ανακαλύπτει τον νεκρό σύντροφό του και θρηνεί. Χωρίς υπερβολές, χωρίς μελοδραματισμό, η σκηνή λειτουργεί σαν χτύπημα στο στομάχι, θυμίζοντας πόσο βαθιά είναι η συναισθηματική ζωή αυτών που συχνά αντιμετωπίζονται ως «λιγότερο σημαντικοί».

Το σκηνικό περιβάλλον της Διδώς Γκόγκου ενισχύει την αίσθηση της διαρκούς περιπλάνησης. Στρώματα διαφορετικών μεγεθών μεταμορφώνονται συνεχώς, δημιουργώντας κάθε φορά νέους χώρους και τοποθεσίες, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στους ηθοποιούς να κινούνται με ασφάλεια ως τετράποδα. Η σκηνή θυμίζει δρόμο, καταφύγιο, παγίδα. Εναν χώρο χωρίς σταθερό έδαφος, όπως ακριβώς και η ζωή των ηρώων.
Η ομάδα των ηθοποιών (Γιώργος Κατσής, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Έλενα Μαυρίδου, Μαρία Πετεβή, Θεμιστοκλής Μαλεσάγκος, Gary Salomon), δουλεύοντας με βάση το σωματικό θέατρο, επιτυγχάνει κάτι εντυπωσιακό: χωρίς κοστούμια ή μάσκες, μόνο με το σώμα, τη φωνή και την κίνηση, δημιουργούν ολοζώντανες σκυλίσιες υπάρξεις. Τρέχουν, πηδούν, γαβγίζουν, σχηματίζουν αγέλες, αποδίδοντας όχι μόνο τη φυσική συμπεριφορά των σκύλων αλλά και την κοινωνική τους δομή, την αλληλεγγύη, τη δοτικότητα, την καθαρότητα των συναισθημάτων τους. Το χιούμορ λειτουργεί ισορροπημένα, φωτίζοντας με οξύτητα την ανθρώπινη κοινωνία. Γελάς δυνατά και, σχεδόν ταυτόχρονα, συγκινείσαι.
Κάθε σκηνή αγγίζει διαφορετική χορδή. Η κακοποίηση των ζώων συναντά την κακοποίηση των ανθρώπων. Η σιωπή γίνεται συνενοχή. Υποθέσεις κουκουλώνονται, ζωές χάνονται και η φράση «κανείς δεν ήξερε» επαναλαμβάνεται επικίνδυνα οικεία. Κι όμως, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, τα σκυλιά αναλαμβάνουν δράση. Και φεύγοντας από την παράσταση, ο θεατής φεύγει διαφορετικός. Οχι εξαγνισμένος, αλλά πιο συνειδητός.
Δεν είναι τυχαίο ότι «Τα Σκυλιά», που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024, γνώρισαν θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς, αποσπώντας και το βραβείο κοινού. Πρόκειται για μια παράσταση με παλμό, σκέψη και πολιτική συνείδηση, που δεν χαρίζεται αλλά ούτε και κηρύττει. Ένα έργο που σε αναγκάζει ν' αναρωτηθείς πώς θα ήταν ο κόσμος αν ακούγαμε πραγματικά όσους δεν έχουν φωνή. Και μόνο γι’ αυτό, αξίζει να συνεχίσει την πορεία του, εντός και εκτός συνόρων.
Αγέραστος Sir Rod Stewart
Στη συναυλία του Sir Rod Stewart στην Αθήνα συναντήθηκαν πολλές γενιές. Για αρκετούς, η βραδιά ενεργοποίησε εικόνες από παιδικά και εφηβικά χρόνια, από πρώτους έρωτες, καλοκαίρια, διαδρομές με το αυτοκίνητο και φωνές από κασέτες που γύριζαν ξανά και ξανά. Για άλλους, ήταν η ευκαιρία να δουν ζωντανά έναν καλλιτέχνη που εξακολουθεί να στέκεται στη σκηνή με άνεση και τεράστια ενέργεια. Η εμφάνιση του, στο πλαίσιο της περιοδείας «One Last Time», λειτούργησε ως πανηγυρική επιβεβαίωση μιας καριέρας που συνεχίζει να εξελίσσεται και να συγκινεί.
Τον ρόλο του opening act ανέλαβε η Angelika Dusk στο ανανεωμένο Telekom Center Athens. Η καθαρή, σταθερή φωνή της και η συγκεντρωμένη σκηνική της παρουσία έθεσαν με ακρίβεια τον τόνο της βραδιάς. Χωρίς περιττές εντάσεις, κατάφερε να κερδίσει την προσοχή και να προετοιμάσει ιδανικά το έδαφος για όσα θ' ακολουθούσαν. Στις 20.30 ακριβώς, η βελούδινη κόκκινη κουρτίνα σηκώθηκε και αποκάλυψε τον Sir Rod Stewart μαζί με την μπάντα του. Το άνοιγμα με το «Addicted to Love» του Robert Palmer έδωσε αμέσως τον παλμό. Η χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής του παρέμεινε γεμάτη εκφραστικότητα, κουβαλώντας εμπειρία δεκαετιών και μια σπάνια αίσθηση οικειότητας. Ένας καλλιτέχνης απόλυτα άνετος στον φυσικό του χώρο, τη σκηνή.
Ο Rod Stewart κινήθηκε αδιάκοπα. Χόρεψε, περπάτησε, αστειεύτηκε, επικοινώνησε με το κοινό και κατέκτησε κάθε γωνιά της σκηνής. Το χιούμορ του, άμεσο και ζεστό, λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στον ίδιο και την αρένα. Το setlist εξελίχθηκε σ' ένα καλοδουλεμένο μουσικό ταξίδι πέντε δεκαετιών. Η ροκ ενέργεια των «You Wear It Well» και «Ooh La La» συνυπήρξε αρμονικά με πιο τρυφερές στιγμές. Οι διασκευές σε τραγούδια των Sam Cooke, Etta James, Tom Waits και Cat Stevens ακούστηκαν απολύτως φυσικές, σαν κομμάτια γραμμένα ειδικά για το ύφος και τη φωνή του Stewart.

Ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν τραγούδια όπως το «Forever Young», που λειτούργησε ως προσωπική δήλωση ζωής, το εμβληματικό «Maggie May», καθώς και τα εκρηκτικά «Young Turks», «Da Ya Think I’m Sexy?» και «Hot Legs», που ξεσήκωσαν το κοινό και μετέτρεψαν την αρένα σ' έναν ενιαίο παλμό.
Η παραγωγή της βραδιάς κινήθηκε σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Ο ήχος παρέμεινε καθαρός και ισορροπημένος, αναδεικνύοντας κάθε λεπτομέρεια της μπάντας. Οι μεγάλες LED οθόνες με τρισδιάστατα γραφικά λειτούργησαν συμπληρωματικά στη σκηνική δράση, ενώ η ζωντανή σκηνοθεσία με πολλαπλές κάμερες πρόσφερε συνεχή εναλλαγή εικόνων υψηλής αισθητικής. Στο πλευρό του, οι Holly Brewer, Joanne Bacon και Becca Kotte προσέθεσαν δύναμη, αρμονία και λάμψη.
Προς το τέλος, με τα «Have I Told You Lately» και «Sailing», ο χρόνος έμοιασε να επιβραδύνεται και ολόκληρη η αίθουσα τραγουδούσε με μία φωνή. Το φινάλε με το «Love Train» και τα πολύχρωμα μπαλόνια έκλεψαν τις εντυπώσεις και ενθουσίασαν όλες τις ηλικίες που βρίσκονταν στο χώρο. Η εμφάνιση του Sir Rod Stewart στην Αθήνα υπήρξε μια δυνατή υπενθύμιση πως όταν το ταλέντο, η εμπειρία και η αγάπη για τη μουσική συναντιούνται, ο χρόνος παύει να μετρά με τον συνηθισμένο τρόπο.
Διήμερο «θρίλερ» στο Βερολίνο για την Ουκρανία - Γιατί απέχουμε αρκετά από την επίτευξη μίας συμφωνίας
Η Καρυστιανού προανήγγειλε τη δημιουργία κόμματος - «Πάμε για κάτι πολύ μεγάλο»
Νέα καταγγελία για ΔΕΔΔΗΕ: Ζητάνε 9.500 ευρώ για ρευματοκλοπές... σε σπίτι ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια
Ανεπιθύμητες κλήσεις: Πώς θα διεκδικήσετε αποζημίωση 10.000 ευρώ - Ποια η διαδικασία
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



