Μανώλης Μαυροματάκης: Πώς ξεπέρασα το σύμπλεγμα του «χωριάτη μέσα στην πόλη»
Αποστασιοποιημένος από τη φήμη που του πρόσφερε η ανεξίτηλη διαφημιστική «Ομορφάντρα μου!», ο ηθοποιός μιλά για τη συμμετοχή του στη μεγάλη διεθνή παραγωγή «Οι μεταφραστές», τις προκλήσεις που αντιμετώπισε, το πολιτικό υπόβαθρο της ταινίας, τον κυνισμό που επικρατεί και εν μέσω πανδημίας, ενώ χαρακτηρίζει μηδαμινά τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για τον χώρο του πολιτισμού🕛 χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά ┋
Με τον Μανώλη Μαυροματάκη χρειάστηκε να μιλήσουμε δύο φορές, προ και μετά του lockdown που επιβλήθηκε λόγου του κορονοϊού. Οι «Μεταφραστές», η μεγάλη διεθνής παραγωγή του Γάλλου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ρεζί Ρουανσάρ, στην οποία κρατά σημαντικό ρόλο, ήταν να βγει στους κινηματογράφους στις 12 Μαρτίου 2020, αλλά αναβλήθηκε με το κλείσιμο των πολιτιστικών χώρων. Τέσσερις μήνες μετά, καθώς η ταινία βγαίνει επιτέλους στα θερινά σινεμά, οι σαρωτικές αλλαγές της υγειονομικής κρίσης επέβαλλαν το φρεσκάρισμα της συνομιλίας.
Στην ταινία εννέα μεταφραστές διαφορετικών εθνικοτήτων υποχρεώνονται να μείνουν σε ένα πολυτελές καταφύγιο σε συνθήκες lockdown. Απομονωμένοι, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, οι μεταφραστές επιλέγονται για να αποδώσει ο καθένας στη γλώσσα του τον τελευταίο τόμο του παγκοσμίως επιτυχημένου μπεστ σέλερ ενός συγγραφέα-φάντασμα. Μόλις όμως, εμφανίζονται στο διαδίκτυο οι δέκα πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, ένας χάκερ απειλεί να αποκαλύψει τη συνέχεια αν δεν του δοθεί ένα αστρονομικό ποσό, θυμώνοντας τον υπεύθυνο εκδότη. Η αστυνομική ίντριγκα θα κορυφωθεί αλλά η ταινία έχει πολλά επίπεδα – από τον τρόπο που «βλέπει» τη σύγχρονη λογοτεχνία και τον τυχοδιωκτισμό της ψηφιακής εποχής, την ίδια την τέχνη της μυθοπλασίας και το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μέχρι τα κακώς κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης είναι ηθοποιός με μακρά πορεία στο θέατρο. Σεμνός και απομακρυσμένος από τη φήμη που του πρόσφερε εκείνη η ανεξίτηλη διαφημιστική ατάκα («Ομορφάντρα μου!»), με μικρούς ρόλους αλλά και ουσιαστικό πρωταγωνιστικό προφίλ στο ελληνικό σινεμά («Ο εχθρός μου») καθώς και με συμμετοχές σε μικρού μήκους ταινίες, έσπασε το φράγμα των ελληνικών στερεότυπων κρατώντας το ρόλο ενός ακαδημαϊκού μεταφραστή σε γαλλοβελγικό αστυνομικό θρίλερ. Στο «Εθνος της Κυριακής», ο ηθοποιός μιλά για την εμπειρία της διεθνούς παραγωγής και την περιπέτεια του σύγχρονου πολιτισμού σε περίοδο πανδημίας.
Πώς προέκυψε ο ρόλος στους «Μεταφραστές»;
Με πήρε τηλέφωνο η Ελένη Κοσσυφίδου, παραγωγός του «Εχθρού μου», και μου είπε ότι ένα γαλλικό γραφείο κάστινγκ έψαχνε το mail μου για να κάνω ένα δοκιμαστικό βίντεο για μια ταινία (σ.σ. Η ταινία «Ο εχθρός μου» είχε προβληθεί σε φεστιβάλ στο Παρίσι). Επικοινώνησα μαζί τους, μου έστειλαν οδηγίες για το ρόλο και ετοίμασα τη σκηνή που μου ζήτησαν να παίξω σε βίντεο. Όπως αποδείχθηκε, τους άρεσα πιο πολύ από άλλους Έλληνες ηθοποιούς που είχαν προταθεί από Έλληνες casting directors. Χρειάστηκε να περάσω και δεύτερη δοκιμασία κάστινγκ στη Γαλλία.
Ποια ήταν η κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε; Η ερμηνεία ενός ρόλου σε μια ξένη γλώσσα; Οι απαιτήσεις της διεθνής παραγωγής;
Οι γνώσεις μου στη γαλλική γλώσσα δεν είναι τόσο καλές ώστε να μπορώ με άνεση και να παίξω, αλλά κυρίως να συνεννοηθώ. Το να παίξω ήταν εύκολο – η δουλειά μου είναι να υποδύομαι ρόλους. Όμως έπρεπε να υποδυθώ κάποιον που ξέρει τόσο καλά τη γαλλική γλώσσα ώστε να είναι μεταφραστής της, ενώ εγώ ξέρω τόσο λίγα γαλλικά που συνεννοούμουν μαζί τους στα αγγλικά. Έκανα επιπλέον μαθήματα για να είμαι σωστός στη σχέση μου με τη γλώσσα διότι δεν έπαιζα έναν τυχαίο ρόλο – ένα γκαρσόνι, για παράδειγμα, μου μιλάει σε έναν τουρίστα.
Στην αρχή η διαδικασία ήταν αγχωτική: βρισκόμουν σε μια ξένη συνθήκη που άλλο είναι να τη φαντάζεσαι και άλλο να τη ζεις. Οι ρυθμοί δουλειάς είναι διαφορετικοί από αυτούς που έχουμε στην Ελλάδα. Πολύ πιο απαιτητικοί και η οργάνωση έχει άλλες βάσεις. Ήρθα σε επαφή με άλλες εργασιακές συνθήκες – καλύτερες από αυτές που έχω συνηθίσει –, τις οποίες ωστόσο, έπρεπε να διαχειριστώ. Δεν πήγα στον πόλεμο, αλλά κάπου που ήταν πολύ προστατευμένα τα πράγματα από άποψη παραγωγής, συμπεριφοράς. Και ήταν όλοι πολύ γενναιόδωροι απέναντι μου όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο διαπροσωπικό επίπεδο. Αυτό υπερκέρασε το οποιαδήποτε άγχος μου. Εισέπραξα από την πρώτη μέρα αποδοχή και μεγάλη επιδοκιμασία - τόσο που δεν το πίστευα. Είχα την τύχη να βρεθώ σε ένα άκρως επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο ο επαγγελματισμός συμβάδιζε με το ανθρώπινο πρόσωπο της δουλειάς, χωρίς συμπλεγματικά βάρη.
«Ξέρετε, εκείνο που άκουγα εγώ περισσότερο ήταν εκείνο το «μα, γιατί έχετε χάσει την περηφάνεια σας, πρέπει να την ξαναβρείτε». Κι όταν λένε περηφάνεια, δεν εννοούν τον εθνικισμό. Τι να εξηγήσεις όμως; Ότι δεν γνωρίζουν οι τράπεζες από εθνική περηφάνεια;»
Ενδεχομένως να βοήθησε και το πολυπολιτισμικό προφίλ της παραγωγής προς αυτή την κατεύθυνση...
Εγώ σίγουρα δεν είχα την ίδια εμπειρία με τους υπόλοιπους, οι οποίοι είναι ηθοποιοί με μεγάλες συμμετοχές στον κινηματογράφο διεθνώς, όπως η Κιριλένκο, ο Σκαμάρτσιο, ο Λόφερ, ο Γουιλσόν. Την ημέρα που έπαιξα μια δύσκολη σκηνή και με συνεχάρησαν όλοι οι ηθοποιοί στο σετ, πέραν του σκηνοθέτη και των παραγωγών που είχαν καλά λόγια για μένα από την πρώτη μέρα, κατάλαβα ότι είμαστε όλοι μαζί. Μου έφυγε το σύμπλεγμα του «χωριάτη μέσα στην πόλη»…
Οι σεναριογράφοι προβάλλουν μια συγκεκριμένη άποψη για την Ελλάδα. Είμαστε η πτωχευμένη ωστόσο ποτέ ηθικά ηττημένη χώρα της Ευρώπης. Οι Έλληνες υψώνουν φωνή...
Το σενάριο αντικατοπτρίζει πως μας βλέπουν οι ξένοι, κυρίως οι Γάλλοι. Ξέρετε, εκείνο που άκουγα εγώ περισσότερο ήταν εκείνο το «μα, γιατί έχετε χάσει την περηφάνεια σας, πρέπει να την ξαναβρείτε». Κι όταν λένε περηφάνεια, δεν εννοούν τον εθνικισμό. Τι να εξηγήσεις όμως; Ότι δεν γνωρίζουν οι τράπεζες από εθνική περηφάνεια; Ότι είναι θέμα ισολογισμών; Ζούμε σε μια εποχή που έχει χαθεί η πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα. Η απώλεια της πολιτικής συνείδησης είναι ένα γεγονός πανευρωπαϊκό, παγκόσμιο σωστότερα.
Το πολιτικό υπόβαθρο της ταινίας αποτέλεσε ένα έξτρα δέλεαρ για την συμμετοχή σας;
Θα έπαιζα σε μια διεθνή παραγωγή σε μια χώρα όπως η Γαλλία με μεγάλη τεχνογνωσία στο σινεμά, ούτως ή άλλως. Πέραν τούτου, η ταινία εκτός από την ευχαρίστηση που προσφέρει ως αστυνομικό θρίλερ, θίγει πολλά ζητήματα. Μιλάει για μια Ευρώπη που αλληλοσπαράσσεται: στη δύσκολη στιγμή, σε συνθήκες περιορισμού, ο ένας πάει να φάει τον άλλον. Μια ιδιαίτερη μεταφορά, πολύ ενδιαφέρουσα.
Η δύσκολη στιγμή ήρθε και στην πραγματικότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την πανδημία. Τι σας εντυπώθηκε από την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης;
Κακά τα ψέματα η προτεραιότητα ήταν να μην ατροφήσει η οικονομία. Άλλες χώρες φάνηκαν πολύ πιο έτοιμες σε επίπεδο συστήματος υγείας σε σχέση με άλλες, ενώ ταυτόχρονα καμία χώρα δεν ήταν εξοπλισμένη όπως θα όφειλε. Μια πανδημία, βέβαια, δεν αντιμετωπίζεται εύκολα από ένα δημόσιο σύστημα υγείας.
Η ταινία δείχνει και τι μπορεί να συμβεί σε συνθήκες εγκλεισμού. Μετά το lockdown, αυτό αποκτά μια άλλη διάσταση στα μάτια μας.
Έχει ενδιαφέρον γιατί από τη μία σχολιάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση που αργοπεθαίνει, από την άλλη υπάρχει το ασφυκτικό πλαίσιο του εγκλεισμού: εκεί πέφτουν οι μάσκες. Αλλά ξέρετε τι; Αν παραπέσουν οι μάσκες είναι πολύ επικίνδυνα τα πράγματα. Οι μάσκες δεν είναι πάντα κάτι κακό, χρειάζονται. Η πρώτη μας μάσκα είναι το ίδιο μας το δέρμα - δεν μπορούμε να κυκλοφορούμε με τα εντόσθια έξω. Και όταν πέφτουν οι μάσκες, οι άνθρωποι γίνονται κυνικοί.
«Το πρόβλημα δεν είναι πια ο φόβος της πανδημίας ή της κατεστραμμένης οικονομίας, αλλά η πληγωμένη αξιοπρέπεια μας.»
Πού εντοπίζετε σήμερα τον κυνισμό;
Διακρίνουμε τον κυνισμό σε πολλές όψεις της εξουσίας. Και είναι αδιανόητος. Το πρόβλημα δεν είναι πια ο φόβος της πανδημίας ή της κατεστραμμένης οικονομίας, αλλά η πληγωμένη αξιοπρέπεια μας. Όταν σου λέει κάποιος ότι δεν σου δίνω επίδομα για να μην παχύνεις ή όταν ο Τραμπ προτρέπει να κάνουμε ενέσεις με χλωρίνη αβασάνιστα, σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα. Μπορεί κάποιος στο όνομα της ειλικρίνειας ή του αυθορμητισμού να πει όποια μπαρούφα του κατέβει στο κεφάλι όμως μετά, αφού σε έχει συνηθίσει στον λαϊκισμό, μπορεί να σου επιβάλλει όποιο μέτρο θέλει. Πρόκειται για μία άσκηση υποταγής. Νομίζω ότι σε αυτή την πολιτική τακτική πρέπει να αντιδράσουμε έντονα ωστόσο δεν είμαστε εκπαιδευμένοι ως κοινωνία για να μπορούμε να δράσουμε συλλογικά. Κινούμαστε στις παρυφές της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου. Το κοινωνικό κύτταρο δεν είναι ο αστικός ιστός- το πρώτο μέσο αντίδρασης, όπως συμβαίνει στις άλλες δυτικές κοινωνίες -, αλλά η οικογένεια, γι’ αυτό και η όποια αντίδραση είναι δύσκολη.
Το άλλο βαθύ κοινωνικό πρόβλημα είναι η ανυποληψία που έχει το επάγγελμα του ηθοποιού ως εργασία. Μια κοινωνία που πηγαίνει κατευθείαν από τον μεσαίωνα στο νεωτερισμό δεν είναι εύκολο να δεχθεί ότι ο καλλιτέχνης είναι και εργαζόμενος, απαραίτητος για να δώσει ταυτότητα σε μία κοινωνία. Κάτι που είπε η ίδια η Μέρκελ στο δικό της διάγγελμα για τη βοήθεια στους Γερμανούς καλλιτέχνες (σ.σ. Η γερμανική κυβέρνηση παρέχει στον πολιτισμό «εμβόλιο» 1 δισεκατομμυρίου ευρώ). Εκεί υπάρχει μία άλλη υποδομή και κουλτούρα.
Τα μέτρα που ελήφθησαν για το χώρο του πολιτισμού στην Ελλάδα επαρκούν;
Τα μέτρα που έλαβε η πολιτεία είναι μηδαμινά, όχι απλώς ανεπαρκή. Οι επιπλέον εκδηλώσεις που θα γίνουν στους αρχαιολογικούς χώρους δεν ξέρω κατά πόσο αφορούν τους καλλιτέχνες στο χώρο του θεάτρου. Πολιτισμός είναι να γίνονται εκδηλώσεις μόνο στους αρχαιολογικούς χώρους; Το θέατρο δεν κάνει; Θεωρώ ότι πρόκειται για εμπαιγμό, μετά από μια προκήρυξη που έγινε μέσα στη νύχτα, δεν την έμαθε σχεδόν κανείς και ξαφνικά τελείωσε και η προθεσμία της. Δεν ξέρω ποια επιτροπή έκρινε για τις αναθέσεις. Παρ’ όλα αυτά, το κονδύλι των 2 εκατομμυρίων ευρώ για το Ελεύθερο Θέατρο είναι κάτι... Μέσα σ’ αυτή την ανέχεια, είναι κάτι κι αυτό. Γενικά στην Ελλάδα επικρατεί μια κακώς εννοούμενη αντίληψη περί πολιτισμού, στο μέτρο της άποψης που λέει ότι η Τέχνη πρέπει να ζει μόνη της. Ε, αυτό δεν γίνεται. Τέχνη χωρίς τη στήριξη της πολιτείας δεν γίνεται.
Η ταινία «Οι Μεταφραστές» του Ρεζί Ρουανσάρ με πρωταγωνιστές τους Λαμπέρ Γουιλσόν, Όλγκα Κιριλένκο, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Σίντσε Μπαμπέτ Κνούντσεν, Εντουάρντο Νοριέγκα, Άλεξ Λόθερ, Άνα Μαρία Στορμ, Φρέντερικ Τσάου, Μαρία Λάιτε, Σαρά Γκιροντό και Μανώλη Μαυροματάκη, βγαίνουν στις 18 Ιουνίου σε διανομή της Feelgood.
Πώς αλλάζουν τα δεδομένα στον πόλεμο της Ουκρανίας μετά τη δολοφονία Κιρίλοφ: Το οργανωμένο «χτύπημα» του Κιέβου για να προλάβει το μέτωπο Τραμπ-Πούτιν
Meta: «Καμπάνα» 251 εκατ. ευρώ από την ΕΕ για χακάρισμα λογαριασμών του Facebook
Best FIFA Awards: Κορυφαίος ποδοσφαιριστής για το 2024 ο Βινίσιους – Η καλύτερη 11αδα
Κώστας Χαρδαβέλλας: Ενας γίγαντας της δημοσιογραφίας που χόρεψε το ζεϊμπέκικο του νικητή
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr