Προδημοσίευση του βιβλίου «Καιρός του θερίζειν»: Ένα ψυχολογικό θρίλερ που συνδέει δολοφονίες και πολιτικά μυστικά
Σήμερα, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, το νέο βιβλίο «Καιρός του θερίζειν» της Ελευθερίας Μεταξά🕛 χρόνος ανάγνωσης: 9 λεπτά ┋

Σήμερα, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, το νέο βιβλίο «Καιρός του θερίζειν» της Ελευθερίας Μεταξά. «Αυτό το μενταγιόν ανήκε στη μητέρα μου. Το φορούσε πάντα στον λαιμό της, μέχρι που της το πήρε ο δολοφόνος της…». Αυτά τα λόγια ψέλλισε ο Οδυσσέας Γιαβρόγλου αντικρίζοντας, ανάμεσα στα υπόλοιπα κλοπιμαία που κατέληξαν στη ΓΑΔΑ μετά τη σύλληψη ενός κακοποιού, το κόσμημα που ήταν δεμένο άρρηκτα με τις παιδικές του αναμνήσεις. Η ομολογία του συλληφθέντα στρέφει τις υποψίες στον γνωστό για την αντιδικτατορική του δράση βουλευτή Αντίνοο Σαρακηνιώτη, τον οποίον ο Οδυσσέας κατηγορεί ως δολοφόνο της μητέρας του.
Όταν όμως ο Σαρακηνιώτης βρίσκεται δολοφονημένος, όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν εκείνον ως ένοχο οδηγώντας στη σύλληψή του. Ένας φόνος που παραμένει ανεξιχνίαστος· μια γυναίκα που, αφού βίωσε τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής ως εξόριστη στη Γυάρο, κατέληξε έγκλειστη στο ψυχιατρείο· ένας ήρωας της αντίστασης κατά των Συνταγματαρχών, το άψυχο σώμα του οποίου πετάχτηκε συμβολικά έξω από το κτίριο όπου άλλοτε στεγαζόταν η Ασφάλεια…
Ο Μάνος Βαρσάμης και η Έλσα Γληνού αναλαμβάνουν να ανακαλύψουν την αλήθεια και να απαλλάξουν τον φίλο τους από την κατηγορία του φόνου. Για να τα καταφέρουν, πρέπει να σκάψουν βαθιά στα σκοτεινά χρόνια της Επταετίας και να ρίξουν φως σε μια περίπλοκη υπόθεση, που θα στοιχίσει τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Αποκλειστικό απόσπασμα από το βιβλίο «Καιρός του θερίζειν»
«Ο κύριος Σαρακηνιώτης είναι πολύ απασχολημένος. Εφόσον δεν έχετε ραντεβού μαζί του, δεν μπορεί να σας δεχτεί».
Το ύφος της γυναίκας που καθόταν πίσω από το γραφείο, αυστηρό και κοφτό, δεν έδινε και πολλές ελπίδες στον Γιαβρόγλου. Ωστόσο, ο νεαρός αστυνομικός ήταν αποφασισμένος να μην καταθέσει τόσο εύκολα τα όπλα.
«Σας παρακαλώ» είπε, στηρίζοντας τα χέρια του στο έπιπλο και γέρνοντας προς το μέρος της γραμματέως. «Είναι απόλυτη ανάγκη να του μιλήσω. Αν του αναφέρετε το όνομά μου, είμαι βέβαιος ότι θα…»
«Νομίζω πως ήμουν σαφής, κύριε!» τον διέκοψε εκείνη υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Μπορείτε να κλείσετε ένα ραντεβού με τον κύριο Σαρακηνιώτη για την ερχόμενη Δευτέρα στις έντεκα το πρωί. Σήμερα, αποκλείεται να τον δείτε».
«Νομίζω, όμως, ότι κι εγώ ήμουν σαφής!» φώναξε ακόμα πιο δυνατά ο Οδυσσέας. «Πρέπει οπωσδήποτε να…»
«Θα με αναγκάσετε να καλέσω την ασφάλεια!» τον απείλησε η γραμματέας αγανακτισμένη.
«Να την καλέσετε!» συμφώνησε απτόητος στον ίδιο τόνο ο Γιαβρόγλου. «Άλλωστε, σας το είπα και πριν, είμαι αστυνομικός και…»
Μια πόρτα που άνοιξε τρίζοντας κάπου στο βάθος τον ανάγκασε να αφήσει τη φράση του στη μέση και να στρέψει το κεφάλι του προς εκείνη την πλευρά. Στο άνοιγμά της εμφανίστηκε ένας άντρας γύρω στα εβδομήντα, πανύψηλος και ευθυτενής, με τα πιο γαλανά μάτια που είχε αντικρίσει ποτέ του.
«Τι συμβαίνει, Ευγενία;» ρώτησε ο άντρας, που δεν ήταν άλλος από τον Αντίνοο Σαρακηνιώτη, ο οποίος, ενοχλημένος από τη φασαρία, είχε βγει από το γραφείο του για να δει τι συνέβαινε.
Ο Οδυσσέας δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και, προτού η γραμματέας προλάβει να αρθρώσει έστω και μια λέξη, με μεγάλες δρασκελιές βρέθηκε μπροστά στον βουλευτή.
«Ονομάζομαι Οδυσσέας Γιαβρόγλου, κύριε Σαρακηνιώτη, και υπηρετώ στη ΓΑΔΑ ως αστυνόμος Α΄» είπε με μια ανάσα. «Θα ήθελα να σας απασχολήσω σχετικά με την υπόθεση του Γεράσιμου Φραντζή».
Ο Σαρακηνιώτης κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα σαστισμένος τον νεαρό που στεκόταν μπροστά του κι έπειτα μια αστραπή φώτισε το βλέμμα του.
«Μα, βέβαια!» αναφώνησε. «Είσαι ο βοηθός του Ευθύμη Λάπα, σωστά; Εκείνος που αναγνώρισε ανάμεσα στα κλοπιμαία το μενταγιόν της μητέρας του».
«Ακριβώς!» τον διαβεβαίωσε ο Οδυσσέας. «Πρέπει οπωσδήποτε να σας μιλήσω».
«Ναι, ναι, ασφαλώς» είπε ο βουλευτής. «Έλα, παιδί μου, πέρασε» πρόσθεσε, δείχνοντάς του την πόρτα του προσωπικού του γραφείου. «Ευγενία» στράφηκε στη γραμματέα του «να μη μας ενοχλήσει κανείς. Όταν έρθει το επόμενο ραντεβού, ας περιμένει».
Λίγο αργότερα, ο Γιαβρόγλου καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι από τον Σαρακηνιώτη, πίνοντας τον καφέ που εκείνος επέμεινε να του προσφέρει. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε άβολα, δεν ήξερε πώς να αρχίσει τη συζήτηση. Είχε καταφέρει με πολύ κόπο να πείσει τον Βαρσάμη να συναινέσει σε τούτη τη συνάντηση, καθώς ο παλιός του προϊστάμενος θεωρούσε πως θα ήταν καλύτερο να προηγηθεί μια συζήτηση του Λάπα με τον βουλευτή κι έπειτα να τον συναντήσει εκείνος. Όμως, ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να περιμένει. Ήξερε πως ο Ευθύμης, που έβαζε την καριέρα του πάνω απ’ όλους και όλα, δεν θα τολμούσε να στριμώξει τον Σαρακηνιώτη. Θα έκανε, βεβαίως, μια κουβέντα μαζί του –σε καμία περίπτωση δεν θα επρόκειτο για «ανάκριση»– στην οποία ασφαλώς θα του ζητούσε συγγνώμη για την αναστάτωση και θα τον διαβεβαίωνε πως ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη στην υπόθεση. Θα δεχόταν οποιαδήποτε εξήγηση θα του έδινε ο βουλευτής για το μενταγιόν που είχε βρεθεί κρυμμένο στο πατρικό του σπίτι, και όλα θα τελείωναν ήσυχα και ωραία. Ο ίδιος ο Γιαβρόγλου, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να χαϊδέψει κανέναν. Αυτό που επιζητούσε ήταν να ανακαλύψει την αλήθεια, δίχως να σκοτίζεται για κοινωνικές αβρότητες και πολιτικές σκοπιμότητες.
Τώρα, όμως, που βρισκόταν στο δικηγορικό γραφείο του Σαρακηνιώτη, εκεί όπου αυτός εργαζόταν όταν δεν ασκούσε τα καθήκοντά του στη Βουλή, ένιωθε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Τι θα έλεγε σε τούτον τον άνθρωπο; Ότι τον θεωρούσε ύποπτο για τη δολοφονία της μητέρας του; Με ποιες αποδείξεις; Άλλωστε, ο ασπρομάλλης και γαλανομάτης άντρας που αντίκρισε απείχε πολύ από την εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον φονιά. Το πρόσωπό του εξέπεμπε καλοσύνη και ευγένεια, η ματιά του, αν και κάπως ψυχρή, ήταν καθαρή και αθώα, το χαμόγελό του πλατύ, σχεδόν παιδικό.
«Λοιπόν, Οδυσσέα –ελπίζω να μου επιτρέπεις τον ενικό–, σε ακούω» είπε ο Σαρακηνιώτης ήρεμα. «Τι θέλεις να με ρωτήσεις για την υπόθεση του Φραντζή;»
Ο Γιαβρόγλου ξεροκατάπιε και με την ανάστροφη της παλάμης του σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Ήπιε μία ακόμα γουλιά καφέ και ανακάθισε στην πολυθρόνα του, πασχίζοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να αρχίσει. Από το μυαλό του πέρασε αστραπιαία η ιδέα πως ίσως ο Βαρσάμης να είχε δίκιο όταν τον συμβούλευσε να μη βιαστεί και να βεβαιωθεί ότι ήταν έτοιμος γι’ αυτή τη συνάντηση προτού την πραγματοποιήσει. Και μόνο η σκέψη τού προκάλεσε πανικό. Πήρε μερικές ανάσες, προσπαθώντας να επιβληθεί στον εαυτό του, και έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του.
«Κύριε Σαρακηνιώτη» ξεκίνησε δειλά, κρατώντας με κόπο τη φωνή του σταθερή «όπως ήδη γνωρίζετε, ο μακαρίτης ο Φραντζής κατέθεσε πως ένα από τα κοσμήματα που εντοπίστηκαν στο σπίτι του είχε κλαπεί από το πατρικό σας στη Νεστάνη. Το συγκεκριμένο κόσμημα ανήκε στη μητέρα μου. Το φορούσε πάντα στον λαιμό της, μέχρι τη μέρα που…» Στο σημείο αυτό έκανε μια παύση, καταπνίγοντας τη συγκίνηση που τον κατέκλυσε. «Μέχρι τη μέρα που δολοφονήθηκε» συνέχισε νιώθοντας το καρδιοχτύπι του να δυναμώνει. «Ο δολοφόνος της το πήρε, μαζί με άλλα κοσμήματα και μετρητά που υπήρχαν στο σπίτι μας».
«Και τώρα πρέπει εγώ να σου εξηγήσω πώς βρέθηκε το κόσμημα στο πατρικό μου» είπε ήρεμα ο Σαρακηνιώτης. «Άκουσε, παιδί μου, και προσπάθησε, σε παρακαλώ, να καταλάβεις, γιατί ο χρόνος μου είναι πολύτιμος και δεν μπορώ να τον σπαταλώ έτσι αλόγιστα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συνέβη αυτό. Δεν ξέρω γιατί ο Φραντζής επέλεξε να με εμπλέξει σε αυτήν την ιστορία, όμως στο σπίτι της Νεστάνης ουδέποτε έγινε διάρρηξη και ασφαλώς ουδέποτε είχα κρύψει εκεί το συγκεκριμένο μενταγιόν, το οποίο δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Μάλιστα, όταν μου τηλεφώνησε ο προϊστά-μενός σου και με ενημέρωσε σχετικά με την κατάθεση του Φραντζή, κάλεσα ο ίδιος τον εξάδελφό μου, που εξακολουθεί να μένει στο χωριό, και του ζήτησα να πάει να ελέγξει το σπίτι. Όπως μου ανέφερε εκείνος, το λουκέτο παραμένει άθικτο και, όταν το άνοιξε –αφού έχει κι εκείνος κλειδί για ώρα ανάγκης–, τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους. Κανείς δεν μπήκε στο σπίτι, καμία διάρρηξη δεν έγινε. Όσο για τις λίρες που υποτίθεται ότι έκρυβα εκεί… ε, αυτό μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορώ να το εκλάβω. Αν πράγματι είχα λίρες, πιστεύεις ότι θα τις παράχωνα σε μια κρύπτη στο πάτωμα του πατρικού μου; Πού ζούμε; Στον περασμένο αιώνα, που καταχώνιαζαν τους θησαυρούς τους κάτω από στρώματα και σανίδια; Δεν θα τις είχα βάλει σε θυρίδα ή δεν θα τις φύλαγα στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού μου;» Και προφέροντας τα τελευταία λόγια, άφησε ένα γάργαρο γέλιο να αναβλύσει από τον λαιμό του. «Και, τέλος πάντων, για να τελειώνουμε με τούτη την απίθανη ιστορία, είπα και στον κύριο Λάπα ότι μπορείτε, όποτε θέλετε, να ερευνήσετε το πατρικό μου. Δεν έχω να κρύψω τίποτα».
Ο αντίκτυπος της ομιλίας Τσίπρα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η απάντηση Φάμελλου για τα περί ιδιοτέλειας και ο υπερ-γουρλής Μαγειρίας που πήρε δώρο μια Ferrari
Από το Καστέλι μέχρι τον ΒΟΑΚ και το μετρό: Αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατ. ευρώ απειλούν μέχρι και να διπλασιάσουν το κόστος των μεγάλων έργων
Κακοκαιρία Byron: «Βροχή» τα 112 όλη τη νύχτα - Πώς θα κινηθούν οι καταιγίδες τις επόμενες ώρες
Αμετακίνητοι οι αγρότες στα μπλόκα - Ποιες κινήσεις εξετάζει η κυβέρνηση
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr




