Η εκδίκηση του σαμουράι πολεμάρχου: Πώς έγινε ο μεγαλύτερος σογκούν της Ιαπωνίας
Πώς ένας άνδρας αγωνίστηκε με υπομονή και πανουργία για να διεκδικήσει το απόλυτο τρόπαιο και από παιδί-όμηρος έγινε ο μεγαλύτερος μονάρχης της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου🕛 χρόνος ανάγνωσης: 20 λεπτά ┋
Ο Νομπουνάγκα, ο Χιντεγιόσι και ο Τοκουγκάουα παρακολουθούσαν έναν κούκο που τον περίμεναν να κελαηδήσει, αλλά το πουλί δεν κελαηδούσε. «Πουλάκι, αν δεν κελαηδήσεις, θα σε σκοτώσω» είπε ο Χιντεγιόσι. «Πουλάκι, αν δεν κελαηδήσεις, θα σε αναγκάσω να κελαηδήσεις», είπε ο Χιντεγιόσι. «Πουλάκι, αν δεν κελαηδήσεις, θα περιμένω ώσπου να κελαηδήσεις» είπε ο Τοκουγκάουα Ιεγιάσου. Αυτός ο γνωστός μύθος συμβολίζει τη νοοτροπία των ανθρώπων εκείνων που μια μέρα θα γίνονταν γνωστοί ως οι τρεις μεγάλοι άνδρες που ένωσαν την Ιαπωνία. Ωστόσο, η διαδρομή τους μέχρι να γίνουν ήρωες του ιαπωνικού θρύλου σφυρηλατήθηκε μέσα από τον πόλεμο, την προδοσία και τον θάνατο.
Ο Τοκουγκάουα Ιεγιάσου γεννήθηκε την περίοδο Σενγκόκου, μια εποχή που τα κράτη της Ιαπωνίας πολεμούσαν μεταξύ τους. Η απουσία ισχυρής ηγεσίας από την πρωτεύουσα Κιότο είχε βυθίσει την Ιαπωνία σε έναν βίαιο και αιματηρό εμφύλιο. Η χώρα ήταν διαμελισμένη σε διάφορες περιοχές, που τα σύνορά τους άλλαζαν διαρκώς και όπου κυριαρχούσαν πολέμαρχοι γνωστοί ως ντάιμιο. Ήταν ένας κόσμος στερήσεων και καταστροφών, και το παραμικρό λάθος μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή σε έναν άνθρωπο. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν μια εποχή ευκαιριών, όπου ο καθένας, ακόμα και ο πιο ταπεινός χωρικός, μπορούσε να αναρριχηθεί στην κορυφή. Ο Ιεγιάσου ήταν γιος ενός από τους πολέμαρχους. Η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή ή εύπορη, αλλά από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του ο Ιεγιάσου ζούσε μέσα σε συγκρούσεις και προδοσίες.
Η μητέρα του Ιεγιάσου υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την οικογένεια όταν εκείνος ήταν δύο ετών εξαιτίας μιας αλλαγής στις συμμαχίες. Σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών στάλθηκε όμηρος προκειμένου να διασφαλιστεί μια συμμαχία.
Ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον παραδώσει στον αρχηγό της πανίσχυρης φυλής των Ιμαγκάουα με αντάλλαγμα την υποστήριξή της, ως ένα είδος ασφαλιστήριου συμβολαίου. Πριν όμως προλάβει να φτάσει εκεί, οι αντίπαλοί τους, οι θηριώδεις Όντα, απήγαγαν τον Ιεγιάσου. Ο αρχηγός των Όντα απαίτησε από τον πατέρα του Ιεγιάσου να αλλάξει στρατόπεδο και να συμμαχήσει μαζί του, ειδάλλως θα σκότωνε το αγόρι. Τότε ο πατέρας του Ιεγιάσου έδωσε μία απάντηση αντιπροσωπευτική της καταλυτικής δύναμης της θέλησης και της πονηριάς που θα εκμεταλλευόταν και ο γιος του σε όλη του τη ζωή – είπε στους Όντα να σκοτώσουν τον γιο του καθώς αυτό θα αποδείκνυε στους Ιμαγκάουα το μέγεθος της αφοσίωσής του. Οι Όντα διχάστηκαν – αν σκότωναν τον Ιεγιάσου θα ενίσχυαν τη συμμαχία των αντιπάλων τους και αν τον επέστρεφαν θα έχαναν το διαπραγματευτικό τους πλεονέκτημα. Για επτά χρόνια, ο Ιεγιάσου άλλαζε χέρια ανάμεσα στις δυο αντίπαλες φυλές, μέχρι που τελικά ενηλικιώθηκε ως αιχμάλωτος των Ιμαγκάουα.
Παρόλο που η ζωή του ως όμηρος υπήρξε σχετικά άνετη, ο Ιεγιάσου αναγκάστηκε να παραμείνει άπραγος όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε και οι τύχες και η δύναμη της οικογένειάς του άρχισαν σιγά σιγά να φθίνουν. Ο πόλεμος ανάμεσα στους Ιμαγκάουα και τους Όντα συνεχιζόταν ακόμα, όμως το 1560 κάτι άλλαξε. Την ηγεσία των Όντα ανέλαβε ο φοβερός, ατρόμητος και πανέξυπνος Όντα Νομπουνάγκα και καθώς η σύγκρουση ανάμεσα στις δυο οικογένειες επαναλήφθηκε, ο Όντα τελικά υπερίσχυσε αφού σκότωσε τον ηγέτη των Ιμαγκάουα που κρατούσε όμηρο τον Ιεγιάσου. Ο Ιεγιάσου το είδε σαν μια ευκαιρία για να κερδίσει επιτέλους την ελευθερία του σπάζοντας τα δεσμά τόσων ετών. Ήθελε να αποκαταστήσει την αίγλη της οικογένειάς του και ταυτόχρονα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ο Ιεγιάσου επέστρεψε στο κάστρο της οικογένειάς του και στους λίγους συγγενείς και υποτελείς που του είχαν απομείνει πιστοί. Κατόπιν, ως ο νέος αρχηγός της φυλής, προχώρησε προσεκτικά για να κλείσει συμφωνία με τον Όντα Νομπουνάγκα. Ο ισχυρός ντάιμιο Νομπουνάγκα δεν έμοιαζε με τον Ιεγιάσου, ο οποίος περίμενε υπομονετικά επί χρόνια μέχρι να κάνει την κίνησή του. Ήταν ριψοκίνδυνος, ξεροκέφαλος και αποφασιστικός. Εκείνη την εποχή πολλοί πίστευαν ότι ίσως έπασχε από κάποιο ψυχικό νόσημα εξαιτίας της ενίοτε «υστερικής» και «άμυαλης» συμπεριφοράς του. Ωστόσο, ο Ιεγιάσου, που ήταν μικρότερός του κατά εννέα χρόνια, κατάφερε τελικά να πείσει τον φοβερό και βίαιο πολέμαρχο να συνάψει συμμαχία μαζί του. Από την πλευρά του Ιεγιάσου, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος – αρκούσε ένα παραστράτημα και ο πανίσχυρος Νομπουνάγκα θα μπορούσε να εξαφανίσει τη μικρή φυλή του από προσώπου γης. Ο Ιεγιάσου όμως φρόντιζε πάντα να αποφεύγει τα λάθη. Η εδραίωση αυτής της συνεργασίας ήταν από τις σημαντικότερες κινήσεις στη ζωή του Ιεγιάσου.
Αν και από παλιά συνάπτονταν συμμαχίες ανάμεσα σε φυλές, συνήθως είχαν σύντομη διάρκεια και γρήγορα ακυρώνονταν λόγω θανάτου ή προδοσίας. Τα επόμενα χρόνια, ο Ιεγιάσου επιδόθηκε στην ισχυροποίηση της φυλής του και σύντομα, χάρη στη συμμαχία τους, οι Όντα και οι Τοκουγκάουα έγιναν υπολογίσιμες δυνάμεις. Η συμμαχία ανάμεσα στους δυο άνδρες ήταν τόσο ισχυρή που σχεδόν εξολόθρευσε την πανίσχυρη φυλή των Ιμαγκάουα. Ο Νομπουνάγκα και ο Ιεγιάσου ήταν αρκετά έξυπνοι για να αντιληφθούν τη σημασία της συμμαχίας για την επιβίωσή τους. Για να την παγιώσουν μάλιστα, το 1561 ο Νομπουνάγκα πάντρεψε την κόρη του με τον γιο του Ιεγιάσου. Ενώ ο Νομπουνάγκα είχε μονίμως στραμμένο το βλέμμα στη διεκδίκηση αρκετών εδαφών προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο του Κιότο, ο Ιεγιάσου έδινε τις δικές του μάχες. Η δημιουργία μιας φυλής από το μηδέν δεν ήταν εύκολη υπόθεση, μολονότι πίσω του βρισκόταν το βαρυσήμαντο όνομα του Νομπουνάγκα. Εργάστηκε ακούραστα για να ενισχύει την επιρροή του στη γενέτειρά του και να εξασφαλίσει τον σεβασμό των υποτελών του.
Ο Ιεγιάσου γνώριζε πολύ καλά ότι ένας άνδρας από μόνος του δεν μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο – χρειαζόταν έναν αξιόπιστο στρατό. Μια από τις κύριες δυνάμεις που στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο του Ιεγιάσου ήταν οι Ίκο-ίκι. Ήταν μια ομάδα από πολεμιστές μοναχούς που αρχικά είχαν ξεκινήσει σαν αγρότες αλλά όταν δυσαρεστήθηκαν από την κυριαρχία των ντάιμιο έγιναν γρήγορα δημοφιλείς και απέκτησαν δύναμη – ανατρέποντας κυβερνήτες και διεκδικώντας επαρχίες. Επειδή ακριβώς επρόκειτο για μια θρησκευτική σέκτα, είχαν καταφέρει να οικοδομήσουν παντού καλά οχυρωμένους ναούς και ο Ιεγιάσου άρχισε να αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τους Ίκο-ίκι που είχαν εγκατασταθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την επαρχία Μικάουα. Ένας άλλος παράγοντας για τον οποίο ο Ιεγιάσου στράφηκε κατά των μοναχών ήταν οι ναοί τους που βρίσκονταν σε σταυροδρόμια ζωτικής εμπορικής σημασία.
Ο Νομπουνάγκα είχε ήδη εκδηλώσει την απέχθειά του για τη σέκτα και ο Ιεγιάσου δεν φοβήθηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα του συμμάχου του. Όταν οι μοναχοί αρνήθηκαν να υποταχθούν στις εντολές του, ο Ιεγιάσου τούς κήρυξε πόλεμο. Ωστόσο, για να ενισχύσει τον στρατό του και να εξασφαλίσει την επιτυχία εναντίον ενός τόσο ασυνήθιστου εχθρού, ζήτησε τη βοήθεια πολεμιστών μοναχών από άλλο ναό.
Η μάχη ήταν φοβερή και βίαιη, και ο Ιεγιάσου έλαβε προσωπικά μέρος. Ο νεαρός ντάιμιο ήταν μόλις είκοσι ετών και ανυπομονούσε να συσπειρώσει πίσω του τους υποτελείς του αποδεικνύοντας τα ηγετικά του προσόντα. Χίμηξε στην πρώτη γραμμή κραυγάζοντας διαταγές προς τους άνδρες του και προκαλώντας τον εχθρό. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο ασυγκράτητος Ιεγιάσου πλησίασε επικίνδυνα στις γραμμές των αντιπάλων του και αρκετές φορές κινδύνεψε να σκοτωθεί από τις σφαίρες που στόχευαν τον θώρακά του αλλά τελικά αστοχούσαν.
Η ηρωική στάση του στη μάχη προκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό ώστε στη διάρκεια της σύγκρουσης πολλοί Ίκο-ίκι που απεχθάνονταν τους ντάιμιο άλλαξαν πλευρά. Έτσι, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του Ιεγιάσου και οι πολεμιστές μοναχοί ηττήθηκαν. Η μάχη αυτή δεν ήταν απλώς μια νίκη εναντίον των εχθρών του, αλλά συνέβαλε στην εδραίωση του σεβασμού απέναντι στον νεαρό ντάιμιο, γεγονός που θα απέβαινε καθοριστικής σημασίας σε μελλοντικές συγκρούσεις. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι στρατιώτες του Ιεγιάσου βοήθησαν τον Νομπουνάγκα να καταλάβει το Κιότο.
Ο Νομπουνάγκα επέβαλε τον νέο διάδοχο για τη θέση του σογκούν χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Ωστόσο, δεν απέβλεπε στη δικαίωση του νέου σογκούν αλλά ήθελε να τον εκμεταλλευτεί σαν μαριονέτα προκειμένου να δικαιολογήσει τις μελλοντικές κατακτήσεις του. Παρά τις έντονες αντιδράσεις απέναντι στην κυριαρχία του Νουμπουνάγκα, ο Ιεγιάσου δεν σκόπευε να εγκαταλείψει τον σύμμαχό του. Tο 1571 ο Τακέντα Σιντζέν εκδήλωσε την επιθυμία του να καταλάβει το Κιότο, αλλά για να το κάνει έπρεπε να διασχίσει τα εδάφη του Ιεγιάσου. Ο Ιεγιάσου συγκέντρωσε τον στρατό του σε μια ανοιχτή πεδιάδα και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις των Σιντζέν. Ωστόσο, η τύχη του Ιεγιάσου φάνηκε να τον εγκαταλείπει.
Οι Σιντζέν φημίζονταν ως πρωτοπόροι των επελάσεων του ιππικού στην Ιαπωνία και αυτή η σφοδρή επίθεση συνέτριψε τις δυνάμεις του Ιεγιάσου. Ήταν μάλιστα τόσο βίαια, ώστε ο Ιεγιάσου κατέφυγε στο κάστρο του επιστρέφοντας μόνο με πέντε άνδρες του. Όταν οι δυνάμεις των Σιντζέν τον καταδίωξαν, οποιοσδήποτε άλλος ντάιμιο θα είχε υποταχθεί στη μοίρα του τραβώντας το σπαθί του και εκτελώντας σεπούκου (τον τελετουργικό τρόπο αυτοκτονίας). Ο Ιεγιάσου όμως είχε επιβιώσει σε κάθε λογής αντιξοότητα της ζωής και δεν ήταν ακόμα έτοιμος να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα. Ο Ιεγιάσου προέβη σε μια δραματική κίνηση. Άναψε όλα τα μαγκάλια στο κάστρο και στη συνέχεια άνοιξε τις πύλες και διέταξε έναν από τους άνδρες του να χτυπήσει ένα τύμπανο.
Οι τολμηρές ενέργειές του είχαν δύο δραματικές συνέπειες. Πρώτον, βοήθησαν τους επιζώντες της μάχης να επιστρέψουν στο κάστρο και δεύτερον, κάτι απίστευτο, σταμάτησαν τις δυνάμεις του Σιντζέν. Λόγω της φήμης του Ιεγιάσου, οι Σιντζέν φοβήθηκαν ότι μπορεί να έστηνε κάποια παγίδα. Έτσι, αντί να επιτεθούν και να καταλάβουν το κάστρο που το υπερασπίζονταν μόνο πέντε άνδρες, σταμάτησαν για να διανυκτερεύσουν.
Οι Σιντζέν είχαν δίκιο: ο Ιεγιάσου πράγματι είχε ένα σχέδιο – ή, μάλλον, ένα μυστικό όπλο. Είχε στη διάθεσή του τον φημισμένο νίντζα Χατόρι Χάντσο και σκόπευε να τον εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Την ίδια νύχτα, ο Χάντσο οδήγησε μια μικρή ομάδα στο στρατόπεδο των Σιντζέν αναστατώνοντας την εμπροσθοφυλακή. Η αιφνιδιαστική επίθεση προκάλεσε απόλυτη σύγχυση στις δυνάμεις των Σιντζέν, δίνοντας στον Τακέντα την εντύπωση ότι ο Ιεγιάσου διέθετε μεγάλη δύναμη. Έντρομος από το τι θα μπορούσε να εξαπολύσει ο Ιεγάσου, ο Τακέντα τράπηκε σε φυγή.
Για τα επόμενα επτά χρόνια η συνεργασία των Ιεγιάσου και Νομπουνάγκα συνεχίστηκε ακλόνητη και πανηγύρισαν μαζί μια εντυπωσιακή νίκη στη Μάχη του Ναγκασίνο. Ωστόσο, η συμμαχία τους δοκιμάστηκε όταν η σύζυγος και ο μεγαλύτερος γιος του Ιεγιάσου κατηγορήθηκαν ότι συνωμοτούσαν να δολοφονήσουν τον Νομπουνάγκα. Ως αποτέλεσμα, η σύζυγος του Ιεγιάσου εκτελέστηκε και ο γιος του αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει με σεπούκου. Αν και οι σκέψεις του Ιεγιάσου απέναντι στο γεγονός δεν έχουν καταγραφεί, γνωρίζουμε ότι παρέμεινε πιστός στον Νομπουνάγκα, μια ένδειξη ότι η αφοσίωσή του απέναντι στον σύμμαχό του ήταν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του.
Εντρομος από το τι θα μπορούσε να εξαπολύσει ο Ιεγάσου, ο Τακέντα τράπηκε σε φυγή
Μέχρι στιγμής, ο Ιεγιάσου είχε αποκομίσει πολλά οφέλη από τη συμμαχία του με τον πανίσχυρο Νομπουνάγκα και δεν ήταν έτοιμος να κόψει τους δεσμούς του ούτε για χάρη του παιδιού του. Ωστόσο, κάτι πέρα από τον έλεγχό του έδωσε μοιραία τέλος στη φιλία τους. Δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν το κίνητρο, καθώς χάνεται στα βάθη του χρόνου, αλλά ένας από τους υποτελείς του Νομπουνάγκα, ο Ακέτσι Μιτσουχίντε, πρόδωσε τον αφέντη του.
Οι στρατιώτες του επιτέθηκαν στη συνοδεία του Νομπουνάγκα και την περικύκλωσαν μέσα σε ένα φλεγόμενο ναό. Εκεί, σε ένα εσωτερικό δωμάτιο, καθώς ο καπνός εισχωρούσε και οι άνδρες κοπανούσαν τις πόρτες για να τις γκρεμίσουν, ο Όντα Νομπουνάγκα αυτοκτόνησε με σεπούκου. Ο Μιτσουχίντε είχε καταφέρει να ανατρέψει τον ισχυρότερο ντάιμιο της χώρας, αλλά δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη – ήθελε να εξολοθρεύσει τον πιο πιστό σύμμαχο του Νομπουνάγκα.
Έτσι, στράφηκε εναντίον του Ιεγιάσου. Όταν ο Ιεγιάσου πληροφορήθηκε τον θάνατο του συμμάχου του, βρισκόταν στο χειρότερο σημείο, κοντά στην Οσάκα και μακριά από την ασφάλεια των εδαφών του. Με τα στρατεύματα του Μιτσουχίντε να τον πιέζουν, ζήτησε για άλλη μια φορά τη βοήθεια του Χάντσο, του φημισμένου νίντζα. Μαζί, οι δυο άνδρες κατάφεραν να ξεφύγουν από τους στρατιώτες του Μιτσουχίντε ακολουθώντας κρυφά μονοπάτια.
Ο Ιεγιάσου πραγματοποίησε το επικίνδυνο ταξίδι σώος και αβλαβής και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιθυμούσε να εκδικηθεί τον Μιτσουχίντε. Συγκέντρωσε τον στρατό του και προέλασε για να τον νικήσει, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά – τον είχε νικήσει κάποιος άλλος, και αυτός ο άνθρωπος έμελλε να αποδειχθεί ένα από τα πιο σημαντικά και καθοριστικά πρόσωπα στη ζωή του Ιεγάσου: ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι. Ο Χιντεγιόσι δεν έμοιαζε στον Νομπουνάγκα ούτε καν στον Ιεγιάσου. Δεν ήταν γιος κάποιου ντάιμιο και σίγουρα δεν είχε τον πόλεμο στο αίμα του.
Απεναντίας, ήταν γιος χωρικού και για πολλά χρόνια ήταν ο υπηρέτης που έφερνε τα σανδάλια στον Νομπουνάγκα. Αργά αλλά σταθερά, ο αφέντης του είχε αναγνωρίσει την ευφυΐα και τις ικανότητές του και έτσι αναρριχήθηκε στην ιεραρχία για να γίνει ένας ένδοξος στρατηγός και, τελικά, ντάιμιο. Η ιστορία του Χιντεγιόσι, που από τη φτώχεια βρέθηκε κυριολεκτικά στα πλούτη, είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε στην Ιαπωνία κατά την περίοδο Σενγκόκου – ήταν μια χώρα όπου αν ένας χωρικός εκμεταλλευόταν την πονηριά και τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονταν, μπορούσε να γίνει ο ισχυρότερος πολέμαρχος στην ιστορία.
Ενώ ο Ιεγιάσου πολεμούσε και διαπραγματευόταν τις επαρχίες του Νομπουνάγκα που μετά τον θάνατό του μπορούσε πλέον να πάρει στην κατοχή του, ο Χιντεγιόσι διεξήγαγε ένα διαφορετικό είδος πολέμου για τον έλεγχο της Ιαπωνίας εναντίον του Σιμπάτα Κατσούγιε, ενός άλλου ένδοξου στρατηγού του Νομπουνάγκα. Ενώ οι ισχυρότεροι ντάιμιο συμμαχούσαν βιαστικά με όποιον θεωρούσαν πιθανότερο νικητή, ο Ιεγιάσου εκδήλωσε ακόμα πιο έντονα την περίφημη επιφυλακτικότητά του. Απέφυγε οποιαδήποτε συμμαχία. Τελικά, ο Χιντεγιόσι νίκησε τον Κατσούγιε στη Μάχη του Σιτσουγκατάκε και με αυτόν τον τρόπο δεν έγινε μόνο ο ισχυρότερος ντάιμιο αλλά και ο ισχυρότερος άνδρας στην Ιαπωνία.
Ο Ιεγιάσου ήταν ένας πολύ προσεκτικός άνθρωπος. Οι πρόσφατες επιτυχίες του οφείλονταν στην επιφυλακτικότητα και την υπομονή του, όμως όλα αυτά άλλαξαν το 1584. Ο Ιεγιάσου συμμάχησε με τον Όντα Νομπουκάτσου εναντίον του Χιντεγιόσι. Είναι άγνωστο αν το έκανε από αφοσίωση ή από φιλοδοξία, αλλά η κίνηση αυτή ήταν από τις πλέον ριψοκίνδυνες που είχε κάνει ποτέ και για αυτόν τον λόγο αντιμετώπισε την οργή του Χιντεγιόσι.
Οι δυο ισχυροί ντάιμιο συγκρούστηκαν επανειλημμένα σε μια σειρά από μάχες που έγιναν γνωστές ως «Εκστρατεία του Κομάκι». Για πολλούς μήνες οι δυο πανίσχυρες προσωπικότητες πολέμησαν χωρίς κανείς να κερδίζει το πλεονέκτημα και τελικά ο Χιντεγιόσι χρησιμοποίησε τη διαπραγματευτική οδό για να σταματήσει τη διένεξη. Συμφώνησε ελάχιστες. Η καχυποψία κυριάρχησε στις δύσπιστες φυλές σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Χιντεγιόσι. Ο Ιεγιάσου δεν είχε καμία πρόθεση να βοηθήσει τον γιο του Χιντεγιόσι στην εξουσία και τα δύο επόμενα χρόνια συμμάχησε με πολλούς ντάιμιο που εναντιώνονταν κρυφά στον Χιντεγιόσι. Ο Ιεγιάσου αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις συμμαχίες και έστρεψε το βλέμμα του στο Κάστρο της Οσάκα, την κατοικία του Χιντεγιόρι.
Η εισβολή στο κάστρο και η ασέβεια προς τις τελευταίες επιθυμίες του Χιντεγιόσι εξόργισαν τους άλλους αντιβασιλείς και ο πόλεμος μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτος. Ο άνδρας που τηρούσε στάση αναμονής είχε επιτέλους ανοίξει τα χαρτιά του. Ο Ιεγιάσου περίμενε αυτή τη στιγμή σε όλη του τη ζωή και δεν είχε περιθώρια αποτυχίας. Η κυριότερη αντίδραση στον Ιεγιάσου ήρθε από τον Ισίντα Μιτσουνάρι, ο οποίος, μολονότι δεν ήταν από τους αντιβασιλείς του Χιντεγιόρι, ήταν φιλόδοξος και συνωμότησε με σκοπό τη δολοφονία του Ιεγιάσου. Η συνωμοσία όμως απέτυχε όταν την πληροφορήθηκαν οι στρατηγοί του Ιεγιάσου και ο Ισίντα έσπευσε να εξαφανιστεί. Ωστόσο, ακολούθησε λάθος κατεύθυνση και έπεσε κατευθείαν πάνω στον Ιεγιάσου.
Ο Ιεγιάσου είχε στα χέρια του τον πιο άσπονδο εχθρό του και μολονότι ήξερε ότι εύκολα θα μπορούσε να σκοτώσει τον Ισίντα, τελικά τον προστάτευσε. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο που το έκανε, αλλά ίσως σκέφτηκε ότι καλύτερα να έχει έναν εχθρό που τον ήξερε παρά να διακινδυνεύσει μια παρόμοια αντίδραση από κάποιον άλλο αντιβασιλέα με μεγαλύτερη νομιμότητα. Παρόλο που ο Ιεγιάσου τον είχε σώσει, ο Ισίντα συνέχισε να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και η Ιαπωνία χωρίστηκε στα δύο. Ο Δυτικός στρατός υποστήριξε τον Μιτσουνάρι, όχι όμως και ο Ανατολικός.
Ο Ιεγιάσου προσχώρησε στην Ανατολική ομάδα μαζί με πολλούς ισχυρούς και σημαντικούς συμμάχους. Οι τρεις εναπομείναντες αντιβασιλείς (ένας είχε πεθάνει το 1599) αντιτάχθηκαν στον Ιεγιάσου και έτσι άρχισε η μάχη που θα καθόριζε τον μελλοντικό κυβερνήτη της Ιαπωνίας. Στις 21 Οκτωβρίου 1600, 160.000 άνδρες από τις ισχυρότερες φυλές βρέθηκαν αντιμέτωποι στα λασπώδη πεδία της Σεκιγκαχάρα. Οι δυνάμεις τους ήταν σχεδόν ισοδύναμες και καθένας μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη, αλλά πριν καν πέσει ο πρώτος πυροβολισμός, ο Ιεγιάσου είχε κάνει ήδη την κίνησή του.
Ήρθε σε επαφή με πολλούς ντάιμιο από το αντίπαλο στρατόπεδο και διαπραγματεύτηκε τη λιποταξία τους. Χάρη στις μηχανορραφίες και τη διπλωματία, η Μάχη της Σεκιγκαχάρα έληξε με συντριπτική νίκη του Τοκουγκάουα. Με τους εχθρούς του είτε αιχμάλωτους είτε νεκρούς είτε αποδυναμωμένους, τίποτα πλέον δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του Ιεγιάσου, κι έτσι έγινε επιτέλους ο ουσιαστικός κυρίαρχος της Ιαπωνίας. Παρότι πολεμούσε (και περίμενε) τόσο καιρό για να διεκδικήσει την εξουσία, ο Ιεγιάσου κυβέρνησε ως σογκούν μόνο για δύο χρόνια. Αυτό μπορεί να φαίνεται σε πολλούς σαν ένα άδοξο τέλος, αλλά όπως με κάθε απόφαση και κατεύθυνση που πήρε στη ζωή του, ο Ιεγιάσου είχε ένα σχέδιο. Η ηγεμονία του δεν έληξε με τον θάνατό του αλλά με την αποχώρησή του.
Οι διάδοχοι των Νομπουνάγκα και Χιντεγιόσι είχαν ανατραπεί επειδή ήταν αδύναμοι. Ο Ιεγιάσου παραιτήθηκε και έδωσε τον τίτλο του στον ενήλικο γιο του, διασφαλίζοντας ότι οι διάδοχοί του θα συνέχιζαν να κυβερνούν. Ο γιος του ήδη κατείχε ένα εντυπωσιακό πολεμικό μητρώο και η πρόωρη παραίτηση του Ιεγιάσου διασφάλισε ότι κανείς δεν θα ξεσηκωνόταν εναντίον του μετά τον θάνατό του. Πριν το κάνει όμως, έπρεπε να αφαιρέσει ένα τελευταίο αγκάθι: τον Χιντεγιόρι. Ο εκθρονισμένος διάδοχος κρυβόταν για χρόνια στο Κάστρο της Οσάκα και παρά τις αξιώσεις του Ιεγιάσου αρνιόταν να βγει. Ο νεαρός ντάιμιο είχε αποκτήσει κάποιους υποστηρικτές, αλλά ο Ιεγιάσου δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να απειλήσει την κληρονομιά του. Έστειλε τον στρατό του να πολιορκήσει το κάστρο δύο φορές και τελικά το κατέλαβε το 1615. Ο Χιντεγιόρι, η μητέρα του και ο γιος του σφαγιάστηκαν. Ο Ιεγιάσου είχε κόψει τις τελευταίες ρίζες των Τογιοτόμι και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε την κυριαρχία του ίδιου και των συγγενών του για τα επόμενα 200 χρόνια.
Της Frances White
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «All About History», που κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με το «Εθνος της Κυριακής»
Ο Σωκράτης Φάμελλος κι επίσημα πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ: Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει, το πρώτο μήνυμά του και το βιογραφικό του
Πανικός σε γνωστό μπαρ στο Παγκράτι μετά από φωτιά: Έσπαγαν τα παράθυρα
Τρόμος στην Τουρκία: Φωτιά σε κινητήρα αεροσκάφους κατά την προσγείωση - Βίντεο
Γκλέτσος για τις μπαταρίες και τις ανεμογεννήτριες: «Έμαθε ο κόσμος από αυτό το viral λάθος»
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr