Ρωσία και Τουρκία εξέφρασαν την επιθυμία για «αποκλιμάκωση της έντασης» στη Συρία στη διάρκεια συναντήσεων υψηλόβαθμων αξιωματούχων των δύο χωρών τις τελευταίες ημέρες, ανακοίνωσε σήμερα το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών. «Και από τις δύο πλευρές δόθηκε έμφαση στη μείωση της έντασης επί του πεδίου, παράλληλα με τη συνέχιση της μάχη κατά των τρομοκρατών που έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιοι από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ», επεσήμανε σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο. Επίσης τόσο Άγκυρα όσο και Μόσχα δεσμεύθηκαν «να υπερασπιστούν τον άμαχο πληθυσμό τόσο μέσα όσο και έξω από την ζώνη αποκλιμάκωσης στην Ιντλίμπ και να προσφέρουν άμεσα ανθρωπιστική βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται». Ανάλυση: Ο Ταγίπ Ερντογάν παίζει το χαρτί του μεγάλου εκβιασμού έναντι όλων Του Γιώργου Σκαφιδά Ήταν Νοέμβριος του 2015 όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό στα σύνορα με τη Συρία, όχι από λάθος αλλά από καλά υπολογισμένη πρόθεση, ανεβάζοντας κατακόρυφα την ένταση στην περιοχή. Μια από τις εκτιμήσεις τότε ήταν ότι οι Τούρκοι κατέρριψαν το ρωσικό Sukhoi με στόχο: από τη μία πλευρά να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση της Μόσχας (που είχε μόλις δυο μήνες πριν εισέλθει στον συριακό πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του εχθρού της Τουρκίας, Μπασάρ αλ Άσαντ) και από την άλλη να σύρουν τη Δύση (τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ) σε μια μάχη για την πλήρη ανατροπή του ασαντικού καθεστώτος Στην πορεία, θα μεσολαβούσαν πολλά: Όχι μία… ούτε δύο… αλλά τρεις διαδοχικές τουρκικές στρατιωτικές εισβολές στη Συρία. Μια νέα επίθεση… φιλίας αυτήν τη φορά από την πλευρά της Άγκυρας προς τη Μόσχα με στόχο την αποκατάσταση των μεταξύ τους δεσμών (εγκαίνια TurkStream, αγορά ρωσικών S-400 κ.ά.). Μια νέα κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ (αποκλεισμός από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, EastMed Act κ.ά.) και με το ΝΑΤΟ. Και όλα αυτά, με την Άγκυρα να διαμηνύει παράλληλα ότι πλέον ακολουθεί τη δική της «ανεξάρτητη» πορεία στη διεθνή σκηνή. «Ούτε περιπέτεια, ούτε τυχαία επιλογή» Ενδεικτικά ως προς αυτό, όσα δήλωσε και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 22 Φεβρουαρίου από την επαρχία της Σμύρνης: «Οι πολιτικές της Τουρκίας στη Συρία και στη Λιβύη δεν αποτελούν ούτε περιπέτεια ούτε τυχαία επιλογή. Εάν δεν κρατήσουμε τη χώρα μας σε μία σωστή θέση μέσα στις αλλαγές ισχύος στην περιοχή μας, θα μας φυλακίσουν ισόβια σε αυτήν τη γη… Χάρη στη δύναμη της Τουρκίας, αρκεί να ακολουθήσουμε ανεξάρτητη πολιτική και να την εφαρμόσουμε στο πεδίο… Κάνουμε ό, τι χρειάζεται, για να αλλάξουμε τον ρου των γεγονότων κινητοποιώντας όλα μας τα μέσα. Δόξα τον Αλλάχ, μπορέσαμε να επιτύχουμε αποτελέσματα σε κάθε θέμα για το οποίο έχουμε επιδείξει αποφασιστική στάση.» Και ξαφνικά, περίπου τέσσερα χρόνια έπειτα από εκείνον το Νοέμβριο του 2015, η ΝΑΤΟική Τουρκία θυμάται και πάλι ότι είναι… ΝΑΤΟική καθώς επιχειρεί εκ νέου να σύρει τη Δύση πίσω στη φλεγόμενη Συρία, με το καθεστώς Ερντογάν να επικαλείται τη «συμμαχική αλληλεγγύη» και τη «συλλογική άμυνα» στη βάση όσων προβλέπονται από την ιδρυτική Συνθήκη του ΝΑΤΟ (Άρθρα 4 και 5). Η αυθαίρετη επίκληση του ΝΑΤΟ και οι τουρκικές μεθοδεύσεις Με τη μόνη διαφορά, βέβαια, ότι η επαρχία Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία, όπου μαίνονται οι μάχες τα τελευταία 24ωρα με τους νεκρούς Τούρκους στρατιώτες να ανέρχονται σε δεκάδες, δεν αποτελεί… τουρκικό έδαφος. Υπό αυτήν την έννοια, η Τουρκία δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα δικαίωμα να επικαλεστεί ούτε το Άρθρο 4 (γιατί δεν απειλείται η εδαφική της ακεραιότητα), ούτε το Άρθρο 5 (γιατί δεν δέχεται η ίδια ένοπλη επίθεση σε τουρκικό έδαφος). Κι όμως, τα επικαλείται. Γιατί; Για να μπορέσει έτσι να «στρατολογήσει» το ΝΑΤΟ κατά τρόπο εκβιαστικό στην υπηρεσία της προώθησης όχι συμμαχικών αλλά αποκλειστικά τουρκικών στρατηγικών στόχων. Διότι εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν ξαφνικά να επιστρέψουν δυναμικά στο συριακό μέτωπο (είτε «αυτοπροσώπως» πράγμα δύσκολο, είτε μέσω Ισραήλ πράγμα πιο εύκολο), τότε η Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν (με την οποία έχει όμως εμβαθύνει αποφασιστικά τους δεσμούς του και ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια) ίσως να αναγκαστεί τελικώς να συμβιβαστεί… υποκύπτοντας στις αξιώσεις της τουρκικής πλευράς. Οι στόχοι της Τουρκίας στη Συρία Η Άγκυρα επιδιώκει να κατοχυρώσει στη βορειοδυτική Συρία (Ιντλίμπ) προκεχωρημένες ζώνες τουρκικού ελέγχου όπως είναι εκείνες που έχει ήδη κατοχυρώσει στη βόρεια Συρία (Αφρίν, Αλ-Μπαμπ, Τζαραμπλούς, Αζάζ, Τελ Αμπιάντ, Ρας αλ-Αϊν). Επιδιώκει, μάλιστα, να της αναγνωριστεί κάτι τέτοιο και από τη διεθνή κοινότητα ως «νόμιμο τουρκικό δικαίωμα». Ιδανικά, θα ήθελε να ξεφορτωθεί τον Μπασάρ αλ Άσαντ, να αποδυναμώσει πλήρως τους Κούρδους της Συρίας (PYD/YPG κ.ά.) και να εξασφαλίσει ρόλο/λόγο στις μελλοντικές εξελίξεις. Πως; Ελέγχοντας τις προσφυγικές ροές (επαναπροωθώντας Σύριους πρόσφυγες πίσω σε συγκεκριμένες περιοχές της Συρίας). Στέλνοντας τουρκικές εταιρείες να αναλάβουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο περιοχών στη Συρία. Επηρεάζοντας τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα κ.ά. Γιατί Άσαντ και Ρωσία δεν μπορούν να κάνουν πίσω; Το διακύβευμα που ακούει στο όνομα Ιντλίμπ, ωστόσο, δεν είναι απλή υπόθεση. Από εκεί διέρχονται δύο στρατηγικής σημασίας κομβικές οδικές αρτηρίες (M4, M5) που «δεν γίνεται» να περάσουν υπό τουρκικό έλεγχο. Εκεί, ωστόσο, κρίνεται σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον του Άσαντ, με την υποσημείωση ότι είναι άλλο πράγμα ο Άσαντ και άλλο οι Κούρδοι της Συρίας οι οποίοι έχουν δυστυχώς αντιμετωπιστεί πολλάκις στο παρελθόν ως… αναλώσιμοι από τη διεθνή κοινότητα. Οι Κούρδοι, με άλλα λόγια, «γίνεται» να προδοθούν, να υποχωρήσουν ή να χάσουν, χωρίς να ανατραπούν άρδην οι ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι Κούρδοι δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κάθε άλλο). Εάν συντριβεί ωστόσο ο Άσαντ, τότε το σκηνικό στη Συρία αλλάζει αυτομάτως ριζικά, πράγμα που συνεπάγεται κινδύνους και για τη Ρωσία που διατηρεί στη Συρία και στρατιωτικές βάσεις (Χμεϊμίμ/Λαττάκεια, Ταρτούς), βάσεις που ξεχωρίζουν μάλιστα και ως οι μόνες ρωσικές στη Μεσόγειο. Ο Άσαντ, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να χάσει (κάτι τέτοιο άλλωστε δεν θα το ήθελαν σε καμία περίπτωση ούτε και οι σιιτικές δυνάμεις της περιοχής: Ιράν, Χεζμπολάχ). Και οι Ρώσοι από την πλευρά τους δεν μπορούν να τον αφήσουν να χάσει, διότι έτσι θα διακινδύνευαν το μέλλον της ιδίας της ρωσικής παρουσίας και επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Για αυτό και οι δυνάμεις του Άσαντ δεν κάνουν πίσω στην επαρχία Ιντλίμπ. Αντιθέτως, προελαύνουν υπό ρωσική αεροπορική κάλυψη περικυκλώνοντας τις στρατιωτικές βάσεις-παρατηρητήρια που έχουν στήσει οι Τούρκοι στην περιοχή (στη βάση της Συμφωνίας του Σότσι) φέρνοντας έτσι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την Άγκυρα. Το καθεστώς Ερντογάν ωστόσο δεν υποχωρεί. Αντιθέτως, βγαίνει στην αντεπίθεση, αποφασισμένο όπως φαίνεται από τα γεγονότα να ρισκάρει ακόμη και τον θάνατο δεκάδων Τούρκων στρατιωτών. Η στόχευση του Ερντογάν είναι στρατηγική, όπως έχει εξηγήσει επανειλημμένως και ο ίδιος. Η Συρία αντιμετωπίζεται από το τουρκικό κατεστημένο ως διαχρονικός εχθρός, σχεδόν σαν υπαρξιακή απειλή, όπως άλλωστε και η Ελλάδα και οι Κούρδοι. Και για την Τουρκία η προτιμητέα «άμυνα» απέναντι σε όλες αυτές τις «απειλές» είναι παραδοσιακά… η επίθεση. Η δημοτικότητα του Ερντογάν που πέφτει και η τουρκική οικονομία που νοσεί Ανεβάζοντας άλλωστε την ένταση μέσα από μια επικοινωνιακά καλά ενορχηστρωμένη ρητορική μανία καταδίωξης, ο Ερντογάν εξυπηρετεί παράλληλα και άλλους στόχους. Η πολεμική ένταση στη βορειοδυτική Συρία κορυφώνεται με ευθύνη της Τουρκίας στον απόηχο όμως δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν τη δημοτικότητα του ιδίου του Ερντογάν να έχει υποχωρήσει σε ιστορικό χαμηλό, όπως άλλωστε και του κυβερνώντος ισλαμοεθνικιστικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), με τους πολίτες να διαμαρτύρονται κυρίως για δύο πράγματα: για την κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αλλά και για το… προσφυγικό (την παρουσία σχεδόν 4 εκατομμυρίων Σύριων εντός της Τουρκίας που έχει αρχίσει εδώ και καιρό να αποτελεί την πηγή δυσφορίας, ιδιαίτερα μεταξύ των «χαμηλών» κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν όμως και τον πυρήνα των ψηφοφόρων του AKP και του ιδίου του Ερντογάν). Οι προσφυγικές ροές ως μέσο εκβιασμού Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, παίρνοντας αφορμή από τις εξελίξεις στη βορειοδυτική Συρία (τις νέες προσφυγικές ροές λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στο Ιντλίμπ) ο Ερντογάν (που ευθύνεται όμως και ο ίδιος για την αύξηση των προσφυγικών ροών καθώς είναι εκείνος που κλιμακώνει την ένταση στο Ιντλίμπ) ανακοινώνει παράλληλα ότι θα ανοίξει και τα σύνορα προκειμένου να αρχίσουν να περνούν ανεμπόδιστοι οι πρόσφυγες στην Ευρώπη. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο Τούρκος ηγέτης πετυχαίνει δύο πράγματα: ικανοποιεί σε ένα βαθμό το εκλογικό του ακροατήριο πίσω στην Τουρκία (σε μια λογική τύπου «ορίστε, οι πρόσφυγες φεύγουν») αλλά παράλληλα εκβιάζει και την Ευρώπη (Δύση, ΝΑΤΟ) πιέζοντάς την έτσι να του παράσχει μεγαλύτερη στήριξη και κάλυψη στο μέτωπο της Συρίας ενάντια στον Άσαντ. Η Άγκυρα παραβιάζει την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας Κάπως έτσι όμως, ανοίγοντας τα σύνορα, το καθεστώς Ερντογάν παραβιάζει στην πράξη και την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 για το προσφυγικό… πράγμα που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους και οι Ευρωπαίοι όταν κληθούν να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους, όχι μόνο απέναντι στην πρόκληση του προσφυγικού αλλά και απέναντι στον ίδιο τον Ερντογάν.