article background image

Η Σαϊπάν είναι ένα ήρεμο νησί στον Ειρηνικό. Μέχρι τώρα, στον υπόλοιπο κόσμο, ήταν γνωστή ως μέρος που εκτυλίχθηκε μία από τις μάχες του του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Κατά τ΄αλλα, φημίζεται ως τουριστικός παράδεισος για τους επισκέπτες που αγαπούν τις καταδύσεις και το γκολφ. Την Τετάρτη, μπήκε ξανά στον χάρτη ως ο τόπος της ιστορικής κατάληξης της δικαστικής υπόθεσης του ιδρυτή των WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, που πέρασε πέντε χρόνια κρατούμενος σε βρετανική φυλακή και έγινε, για πολλούς, σύμβολο της ελευθερίας του Τύπου.

«Πώς αισθάνεστε που είστε ελεύθερος άνθρωπος, κ. Ασάνζ;»

Η τοποθεσία δεν ήταν τυχαία. Ο Ασάνζ θέλησε να εμφανιστεί στο δικαστήριο της Σαϊπάν αφού, καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας του με την αμερικανική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένος να αποφύγει την προσαγωγή του στις ΗΠΑ. Μετά την κατάληξη σε συμφωνία και τη μαραθώνια πτήση του από το Λονδίνο στην Μπανγκόκ και, από εκεί, στο νησί του Ειρηνικού, ο Ασάνζ έφτασε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο φορώντας ένα σκουρόχρωμο κοστούμι με μία χρυσαφί γραβάτα δεμένη χαλαρά γύρω από τον λαιμό του. Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου άκουγε με προσοχή, ενώ φορούσε τα γυαλιά του για να ελέγξει τα δικαστικά έγγραφα που του παραδίδονταν. Κάποιες στιγμές χαριτολογούσε με τους δικηγόρους του ενώ, όταν ήρθε η ώρα να απευθυνθεί στο δικαστικό σώμα, ισχυρίστηκε ότι, κατά τη γνώμη του, η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ περί ελευθερίας του λόγου, και ο νόμος περί κατασκοπείας, βάσει του οποίου διώχθηκε, αλληλοακυρώνονταν. Ωστόσο, αποδέχθηκε τις κατηγορίες. Η περιφερειακή δικαστής των ΗΠΑ Ramona Manglona, μετά τη  απολογία του, ανακοίνωσε ότι, πλέον, ο ακτιβιστής, είναι ελεύθερος. Ο Ασάνζ βγήκε από το δικαστήριο με τους δικηγόρους του ενώ, απέξω, τον περίμενε πλήθος δημοσιογράφων. «Πώς αισθάνεστε που είστε ελεύθερος άνθρωπος, κ. Ασάνζ;», φώναξε κάποιος. Ο ιδρυτής των WikiLeaks χαμογέλασε, έγνεψε και συνέχισε να περπατάει.

Ελεύθερος ο Τζούλιαν Ασάνζ/ AP

Έπειτα από χρόνια δικαστικών μαχών, τη Δευτέρα, ο Τζούλιαν Ασάνζ κατέληξε στη συμφωνία που του εξασφάλισε την ελευθερία και την επιστροφή στην πατρίδα του, την Αυστραλία. Η ανακοίνωση για την επίτευξη της συμφωνίας έγινε ενόσω η βρετανική δικαιοσύνη επρόκειτο να εξετάσει την ύστατη προσφυγή του Ασάνζ κατά της έκδοσής του στις ΗΠΑ, τον Ιούλιο. Από το περιβάλλον του 52χρονου οι εκκλήσεις ήταν συνεχείς, όπως και οι αναφορές για επιδείνωση της σωματικής του υγείας, μετά από 12 χρόνια εγκλεισμού (εκ των οποίων τα 5 στη φυλακή). Οι δικηγόροι του Αυστραλού ακτιβιστή προειδοποιούσαν εδώ και καιρό για τον κίνδυνο ο ίδιος να αποπειραθεί να δώσει τέλος στη ζωή του.

Οι ΗΠΑ ήθελαν την έκδοση του Ασάνζ προκειμένου να δικαστεί για τη δημοσίευση, από το 2010, στον ιστότοπό του, πάνω από 700.000 απόρρητων εγγράφων που περιέγραφαν τις διπλωματικές και στρατιωτικές δραστηριότητες της Ουάσινγκτον, κυρίως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Από τον Απρίλιο του 2019, όταν απομακρύνθηκε με τη βία από την πρεσβεία του Ισημερινού, όπου είχε ζητήσει άσυλο, ο ακτιβιστής κρατούνταν στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς, στο ανατολικό Λονδίνο. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με τις αμερικανικές Αρχές, το WikiLeaks με μία ανάρτηση ενημέρωνε πως, «ο Τζούλιαν Ασάνζ είναι ελεύθερος».

Τζούλιαν Ασάνζ

Πώς ο Τζούλιαν έγινε ο χάκερ της ελευθερίας του λόγου

Ο Αυστραλός ξεκίνησε τη ζωή του ακολουθώντας τη μητέρα του, Κριστίν Αν Ασάνζ, η οποία ήταν καλλιτέχνιδα του θεάτρου και πήρε διαζύγιο από τον πατέρα του αμέσως αφού γεννήθηκε ο Τζούλιαν.

Συνέκρινε την παιδική του ηλικία με αυτή του Τομ Σόγιερ. Σε ηλικία 15 ετών είχε ήδη ζήσει σε περισσότερες από 30 πόλεις της Αυστραλίας, προτού εγκατασταθεί στη Μελβούρνη, όπου σπούδασε μαθηματικά, φυσική και πληροφορική.

Εντάχθηκε στην κοινότητα των χάκερς και άρχισε να μπαίνει παράνομα στους ιστότοπους της Nasa ή του Πενταγώνου χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Mendax”.

Το 2006 δημιούργησε τον ιστότοπο WikiLeaks για να «απελευθερώσει» τον Τύπο και να «αποκαλύψει τα μυστικά και τις παραβιάσεις των ΗΠΑ». Τότε έγινε, σύμφωνα με έναν από τους βιογράφους του, «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος του κόσμου».

Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός το 2010 με τη δημοσίευση εκατοντάδων χιλιάδων διαβαθμισμένων αμερικανικών εγγράφων, γεγονός που τον ανέδειξε σε βασικό υπέρμαχο της υπεράσπισης του δικαιώματος στην ενημέρωση.

Δέκα χρόνια πριν βρεθεί στον Λευκό Οίκο ο Τζο Μπάιντεν, τότε αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, είχε δηλώσει ότι ο Ασάνζ μοιάζει περισσότερο «με υψηλής τεχνολογίας τρομοκράτη» παρά με διάδοχο των Pentagon Papers, τα οποία είχαν αποκαλύψει τη δεκαετία του 1970 τα ψεύδη των ΗΠΑ αναφορικά με τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

«Σύμφωνα με τον Βορειοαμερικανό αντιπρόεδρο, η αλήθεια για τις ΗΠΑ ισοδυναμεί με τρομοκρατία», είχε απαντήσει ο Ασάνζ.

Εξάλλου το 2016 ο WikiLeaks αποκάλυψε στη διάρκεια της αμερικανική προεκλογικής εκστρατείας χιλιάδες μέιλ του Δημοκρατικού κόμματος και της ομάδας της Χίλαρι Κλίντον, υποψήφιας τότε για την προεδρία των ΗΠΑ.

Τζουλιάν Ασάνζ - διαμαρτυρία - Λονδίνο

Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε υποψίες από τους επικριτές του ότι συνεργάστηκε με τη Ρωσία, ενώ κέρδισε τα εύσημα από τον αντίπαλο της Κλίντον, τον Ντόναλντ Τραμπ. Η CIA κατήγγειλε ότι ο WikiLeaks έλαβε τα έγγραφα αυτά μέσω Ρώσων πρακτόρων, κάτι που ο ιστότοπος αρνήθηκε.

Το 2011 πέντε εφημερίδες (ανάμεσά τους οι New York Times, The Guardian, Le Monde) που συνδέονταν με τον WikiLeaks είχαν καταδικάσει τις μεθόδους του ιστότοπου, που δημοσίευσε τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χωρίς να καλύπτει κάποιες ευαίσθητες πληροφορίες, εκτιμώντας ότι ενδέχεται «να θέσουν σε κίνδυνο κάποιες πηγές».

Στα τέλη του 2022 οι ίδιες εφημερίδες ζήτησαν από την αμερικανική κυβέρνηση να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ διότι «η δημοσίευση δεν αποτελεί αδίκημα».

«Ανάγκη για ισχυροποίηση του νομοθετικού πλαισίου γύρω από τους whistleblowers»

Τζουλιάν Ασάνζ - διαμαρτυρία - Λονδίνο

Κομβικό ρόλο στην υπόθεση Ασάνζ, έπαιξε η κινητοποίηση των πολιτών παγκοσμίως, με αίτημα την απελευθέρωσή του. «Από τη στιγμή που απομονώθηκε και πήρε άσυλο στην πρεσβεία του Εκουαδόρ ξεκίνησε ένα παγκόσμιο κίνημα, το οποίο στην αρχή ήταν αρκετά  διστακτικό», εξηγεί στο ethnos.gr ο Στέλιος Φωτεινόπουλος. Ο ίδιος ζει εδώ και χρόνια στο Λονδίνο. Είναι πολιτικός αναλυτής και ακτιβιστής. «Ωστόσο, το κίνημα έπρεπε να κάνει δύο πράγματα για να μπορέσει να πετύχει και να απλωθεί και να αναπτυχθεί σε πραγματικά παγκόσμιο. Έπρεπε να εξηγήσει για ποιο λόγο αυτό το οποίο έκαναν τα Wikileaks ανεξάρτητα του αν ήταν παράνομο με βάση τουςαμερικάνικους νόμους, στην πραγματικότητα ήταν νομιμοποιημένο για το δημόσιο συμφέρον, μη ξεχνάμε πως μιλάμε για εγκλήματα πολέμου με θύματα άμαχους τα οποία συσκοτίστηκαν από τις κυβερνήσεις – γι΄αυτό και ο τρόπος που έπειτα χαρακτηρίστηκε ο Ασάνζ ήταν whistleblower (σ.σ. πληροφοριοδότης δημοσίου συμφέροντος). Το δεύτερο πράγμα που έπρεπε να κάνει το κίνημα ήταν να αναζητήσει, μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο των νομικών υποθέσεων, ποιος ακριβώς είναι ο στόχος του. Δηλαδή τι πρέπει να γίνει, τι μπορεί να γίνει, ποιο είναι το αίτημα. Νομίζω αυτά ξεκαθαρίστηκαν κάπως τα επόμενα χρόνια και, γενικά, έγινε πολύ καλή δουλειά, κυρίως στη Δύση, εκεί που ήταν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Στη Βρετανία όπου υπήρξε πολύ ισχυρό κίνημα και στην Αμερική, μέσα στα τελευταία 10 χρόνια τουλάχιστον η υπόθεση άρχισε να γίνεται ένα ζήτημα κεντρικής πολιτικής σημασίας, και σε αυτό βοήθησαν πλήθος προσωπικοτήτων – καλλιτεχνών, πολιτικών, πρωθυπουργών, ηθοποιών, νομικών οι οποίοι μιλούσαν ανοιχτά για την αποφυλάκιση του Ασάνζ. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι από τη Δευτέρα το πρωί την είδηση καλωσόρισαν  άνθρωποι όπως, μεταξύ άλλων, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Κόντε, ο Αυστραλός πρωθυπουργός Αλμπανέζε, η υποργός εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκκαι πάρα πολλοί άνθρωποι από την δημόσιο σφαίρα. Ακόμη και Αμερικάνοι Γερουσιαστές καλωσόρισαν την απόφαση (σ.σ. για συμφωνία και την αποφυλάκιση Ασάνζ)», τονίζει. «Αυτό σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο η δουλειά που είχε κάνει το κίνημα είχε καταφέρει να δημιουργήσει μία ισχυρή δημοσιότητα η οποία παρά τις προσπάθειες της αμερικανικών και βρετανικών κυβερνήσεων, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, ζητούσε λογοδοσία. Να υπενθυμίσω ότι για αυτές τις δύο χώρες, το ζήτημα Ασάνζ στην πραγματικότητα, εκτός από θέμα ελευθεροτυπίας, ήταν ένα κορυφαίο ζήτημα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά εδώ στη Βρετανία που τα τελευταία χρόνια το έχω παρακολουθήσει στενά και έχω συμμετάσχει, η δουλειά της καμπάνιας ήταν υποδειγματική. Με έναν τρόπο, κατάφερε και δημιούργησε ένα δημόσιο μέτωπο ανθρώπων από τον καλλιτεχνικό χώρο τη δημοσιογραφία, το πολιτικό φάσμα –ακόμη και από τη δεξιά-, οι οποίες μπορεί μεν να διαφωνούσαν με την πρακτική διαρροών του Ασάνζ, όμως συμφωνούσαν ότι είναι άδικη (και ασύμμετρη) η δίωξή του μετά από τόσα χρόνια και άρα ζητούσαν με έναν τρόπο την  απελευθέρωσή του. Να το πω πολύ απλά, μετά από κάποιο σημείο το αίτημα για απελευθέρωση ήταν πραγματικά πάνδημο. Οι φωνές που υποστήριζαν το αντίθετο ήταν πραγματικά λίγες. Οι μόνοι οι οποίοι αντιστέκονταν ήταν  ήταν οι βρετανικές κυβερνήσεις οι οποίες είναι έντονα συντηρητικές από το 2010, και οι αμερικάνικες κυβερνήσεις, και επί Ομπάμα, όταν ξεκίνησαν οι διώξεις φυσικά, και επί Τραμπ και επί Μπάιντεν».

Αυτό που έκανε ο Ασάνζ με τα Wikileaks ήταν ουσιαστικά, η δημοσίευση αποδείξεων για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Γιατί δεν τιμωρήθηκε κανείς για αυτά τα εγκλήματα; Όπως υπογραμμίζει ο κ. Φωτεινόπουλος, « «Αν δεν κάνω λάθος, τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από διαρροές ή υποκλοπές δεν θεωρούνται αξιόπιστα (αν όχι και παράνομα), εκτός φυσικά αν τα υποκλέπτει το ίδιο το κράτος. ΕΕπίσης όταν έγιναν οι αποκαλύψεις, το νομικό πλαίσιο για τους whistleblowers διεθνώς ήταν πολύ πίσω. Στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτο. Επειδή τότε δούλευα στην ΕΕ και συζητούσαμε το πλαίσιο των whistleblowers, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησε να κάνει κάποια βήματα προόδου, αλλά αυτό ήταν ήδη πολύ μετά».

Κόσμος στο δικαστήριο για τον Ασάνζ

Αναμέσα στα πολλά που γράφτηκαν, από τη Δευτέρα, όταν και αποφυλακίστηκε ο ακτιβιστής, υπήρξε και το ότι, αποδεχόμενος την ενοχή του για κατασκοπεία, δημιουργείται κακό προηγούμενο για την ελευθερία του Τύπου γιατί, από εδώ και στο εξής οι δημοσιογράφοι δεν θα έχουν το δικαίωμα ή θα είναι παράνομο να αποκτούν και να διαδίδουν πληροφορίες εθνικής ασφάλειας. Όπως σημειώνει σχετικά ο κ. Φωτεινόπουλος, «Δεν πολυσυμφωνώ με αυτό με την εξής έννοια: όχι γιατί είναι λάθος, αλλά γιατί οι νομικοί περιορισμοί της δημοσιογραφικής λειτουργίας υπάρχουν ούτως ή άλλως, δεν θα ξεκινήσουν τώρα. Παντού στον κόσμο είναι παράνομη η απόκτηση και δημοσίευση ειδικών διαβαθμισμένων πληροφοριών ή απόρρητων πληροφοριών για την εθνική άμυνα ή την εθνική ασφάλεια. Η απόφαση για τον Ασάνζ δεν το αλλάζει αυτό. Είναι φυσικά καταστρεπτικό για τις δημοκρατίες μας και το δημόσιο συμφέρον να αποκρύπτονται κρατικές δραστηριότητες από τους πολίτες, ειδικά δε όταν αυτές, σύμφωνα με τους λαμβάνοντες τις αποφάσεις γίνονται "στο όνομα της εθνικής ασφάλειας". Από εκεί και πέρα, και μάλιστα κάποιοι ακροδεξιοί ή τέλοσπάντων υπερσυντηρητικοί πολιτικοί στη Δύση, λένε πως ισχύει το ακριβώς ανάποδο: ότι στην πραγματικότητα η απελευθέρωση του Ασάνζ δημιουργεί αρνητικό νομικό προηγούμενο για τις κυβερνήσεις, αφού πλέον θα μπορεί κάποιος να κάνει ακριβώς το ίδιο, να περνάει κάποια χρόνια σε κάποια πρεσβεία ή σε κάποια χώρα με άσυλο και μετά από λίγο καιρό να προχωρά σε συμφωνία απελευθέρωσης. Ας μη ξεχνάμε  ότι, σε πολλές χώρες, το νομοθετικό πλαίσιο που ορίζει τα ζητήματα κατασκοπείας τιμωρείται και με θάνατο». 

Με ποιο τρόπο μπορεί, από εδώ και πέρα, αυτή η πορεία να αφήσει κάτι θετικό πίσω της; «Νομίζω ότι η ιστορία του Ασάνζ υπενθυμίζει πάρα πολύ έντονα την ανάγκη για ισχυροποίηση του νομοθετικού πλαισίου γύρω από τους whistleblowers, γιατί περί αυτού μιλάμε στην πραγματικότητα. Αν υπήρχε ένα ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τους whistleblowers, άνθρωποι όπως ο Ασάνζ, οι Ασάνζ του μέλλοντος αν θέλετε, θα μπορούσαν να έχουν ένα βαθμό ελευθερίας κινήσεων. Ξαναλέω, η εξωτερική άμυνα, όμως, δεν είναι ιδιωτική επιχείρηση που πας και καταγγέλεις κάποια παράνομη πρακτική της, μπαίνει εξ ολοκλήρου σε άλλη κατηγορία και άρα υπόκειται σε άλλους κανόνες. Οπότε ακόμη κι εκεί, το να καταγραφείς ως whistleblower, θα έχει περιορισμένη προστασία. Είναι ένα δύσκολο θέμα, νομίζω παραμένει επίκαιρο το αίτημα που ανακύπτει από πολλές ενώσεις δημοσιογραφικές και ελευθερίας του Τύπου παγκοσμίως ότι, αυτή η υπόθεση είναι υπενθύμιση για την ανάγκη να υπερασπιζόμαστε την ελευθερία του τύπου, την ελευθερία της γνώμης, το δημόσιο συμφέρον, απέναντι σε όλους, ακόμη και στα ίδια τα κράτη - ίσως κυρίως απέναντι σε αυτά όταν παρανομούν», καταλήγει ο ίδιος.