Τα ξακουστά «Χάλκινα της Γουμένισσας» και το ξινόμαυρο του Βασιλιά Φίλιππου
Οι ήχοι από τα κλαρίνα, τα νταούλια, τις τρομπέτες και τα τρομπόνια πλημμυρίζουν τη Γουμένισσα, ενώ το διάσημο κρασί μεθούσε ακόμα και Μακεδόνες βασιλείς…🕛 χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά ┋
Τα «Χάλκινα της Γουμένισσας», ξακουστά με τους οργανοπαίκτες με τα πνευστά και τα κρουστά, τοποθετούνται στις αρχές του 20ου αιώνα και στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και τα Βαλκάνια. Ο εκρηκτικός και «χάλκινος» ήχος, το βαλκανικό αποτύπωμα στη μουσική τους, ο γρήγορος ρυθμός και η δεξιοτεχνία τους έχουν κάνει τα «Χάλκινα της Γουμένισσας» φημισμένα εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.
Καμιά 200αριά άτομα είναι οι μουσικοί στη Γουμένισσα, και η κάθε οικογένεια αποτελείται από 10-15 άτομα που φτιάχνει το δικό της σχήμα. «Για να λέγονται όμως ‘Χάλκινα της Γουμένισσας’, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε άτομα, δυο κλαρίνα και τρεις τρομπέτες και ένα νταούλι» ξεκαθαρίζει ο πρόεδρος της κοινότητας Αστέριος Τάτσης.
Η μουσική δεξιοτεχνία στη Γουμένισσα περνάει από γενιά σε γενιά και σταδιακά δημιουργήθηκε η παράδοση που θέλει την περιοχή να αποτελεί φυτώριο λαμπρών μουσικών.
«Η νέα γενιά είναι πιο μορφωμένη, μαθαίνουν με νότες, πριν ήταν αυτοδίδακτοι, ωστόσο σ’ αυτό το είδος μουσικής, όταν παίζεις με το αυτί, μπορείς να εκφράσεις καλύτερα το ‘χρώμα’» αναφέρει στο «Εθνος της Κυριακής» ο Τριαντάφυλλος Ασαρτζής της μπάντας «Ασαρτζήδες».
Σ’ ότι αφορά την παράδοση με τα χάλκινα στη Γουμένισσα, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Γάλλοι σύμμαχοι που είχαν παρουσία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έφυγαν από την περιοχή, έθαψαν τα χάλκινα όργανά τους σ’ ένα χωράφι. Λίγα χρόνια αργότερα, τα ανακάλυψαν τυχαία κάποιοι γεωργοί, και γύρω στο 1920 άρχισαν να τα χρησιμοποιούν.
Οίνος ΠΟΠ
Οι μύθοι λένε πως ο βασιλιάς Φίλιππος έπινε κρασί από τη Γουμένισσα. «Μας αρέσουν τα παραμύθια, μας αρέσει να καλλιεργούμε μύθους» μας λέει η Ολγα Ιακωβίδου, ομότιμη καθηγήτρια Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η Γουμένισσα ήταν και είναι γνωστή και για τα κρασιά της, ενώ από το 1979 ο αμπελώνας της εντάχθηκε στη ζώνη Ονομασίας Προέλευσης ΠΟΠ Γουμένισσας και από το 2009 στη ζώνη ΠΓΕ Πλαγιές Πάικου.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η πρώτη αναφορά που διασώζεται «παράγει άριστον οίνον, τον της Γκομέντζας λεγόμενον» συναντάται τον Ιανουάριο του 1882 στο λεξικόν εγκυκλοπαιδικόν των Μπαρτ και Χηρς. Εως το 1918, στη Γουμένισσα καλλιεργούνταν περισσότερα από 11.000 στρέμματα αμπέλια, κυρίως με τις ερυθρές ποικιλίες Ξινόμαυρο (ξινή Ποπόλκα), Νεγκόσκα (γλυκιά Ποπόλκα) και Φαρτσάλο. Περίπου 1.000 σπίτια είχαν στο υπόγειο πατητήρι για να πατούν τα σταφύλια και να παράγουν κρασί. Υπήρχαν και καζάνια για την παραγωγή τσίπουρου. Τα φημισμένα μαύρα ταννινούχα κρασιά της Γκομέντζας τα διακινούσαν ντόπιοι και Εβραίοι έμποροι της Θεσσαλονίκης ενώ οι Γάλλοι στρατιώτες που έδρευαν στην περιοχή τα τίμησαν ιδιαίτερα.
Εκείνη την περίοδο, 1918-1919, την περιοχή, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα, έπληξε η φυλλοξήρα, εχθρός της αμπέλου, καταστρέφοντας τα αμπέλια. Αποτέλεσμα ήταν, οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν την αμπελοκαλλιέργεια, να ξεριζωθούν τα αμπέλια και να ξηλωθούν τα πατητήρια.
Φυτά αμπέλου
Το 1924 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Γουμένισσα πρόσφυγες από τα Ανω Βοδενά της Στενημάχου, αμπελουργικής περιοχής της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι οποίοι έφεραν μαζί τους φυτά αμπέλου και την τεχνική του εμβολιασμού.
Ο αμπελώνας περιορίστηκε σε 500 μόλις στρέμματα, τα οποία κρατήθηκαν χάρη στην επιμονή κάποιον αμπελουργών. Οι πρόσφυγες έφεραν και τη λατρεία του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, που κάθε χρόνο, την 1η Φεβρουαρίου, ανήμερα της εορτής του, στη Γουμένισσα, γίνεται μεγάλο πανηγύρι, ενώ παράλληλα οι παραγωγοί απέχουν από κάθε αμπελουργική εργασία (σ.σ. αυτήν την περίοδο γίνεται το κλάδεμα των αμπελιών που θα διαρκέσει έως τον Απρίλιο), κάνουν αγιασμό των αμπελώνων και εκείνη την ημέρα δεν κλαδεύει κανείς.
Ερχόμαστε στη δεκαετία του ’70, στα μέσα της οποίας η εταιρία Μπουτάρης Οινοποιητική, κατέβαλε προσπάθειες να πείσει τους Γουμεντζιανούς να ασχοληθούν και πάλι με την αμπελοκαλλιέργεια. Αρχικά πείστηκαν άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με τη γεωργία όπως δικηγόροι, δάσκαλοι, γιατροί κτλ., ωστόσο, στη συνέχεια ακολούθησαν το παράδειγμά τους και οι γεωργοί, αναβιώνοντας και πάλι τον αμπελώνα της Γουμένισσας, που στις μέρες μας καλλιεργούνται 3.500 στρέμματα.
Τρίκλητη Βασιλική
Η ιερά μονή της Παναγίας της Γουμένισσας, με τη θαυματουργή εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας, είναι η «καρδιά» της πόλης και όλης της Παιονίας.
Ο ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Γουμενίσσης του 1802, έδρα της Μητρόπολης Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου, στις μέρες μας είναι το καθολικό της μονής Παναγίας Γουμενίσσης. Ο σημερινός ναός, κατά την παράδοση, κτίστηκε μεταξύ του 1680 και 1700 και μέχρι το 1864 που ανοικοδομήθηκε ο νέος ναός του Αγίου Γεωργίου, η Παναγία ήταν το κέντρο της πνευματικής ζωής της κωμόπολης.
Η Παναγία τιμάται τέσσερις φορές τον χρόνο, της Υπαπαντής 2 Φεβρουαρίου, την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου, την τρίτη μέρα του Πάσχα (της Διακαινησίμου) και το τριήμερο 15 -17 Αυγούστου όπου την τελευταία μέρα –όπως και τις υπόλοιπες τρεις πανηγύρεις λιτανεύεται η θαυματουργός εικόνα (τηλ. 23430 43333, www.imgap.gr).
Αλλο ένα θρησκευτικό μνημείο στο κέντρο της Γουμένισσας, επί της οδού Ελ. Βενιζέλου, είναι ο ιερός μνημειακός μητροπολιτικός ναός –πρόσφατα αναστηλωμένος- του Αγίου Γεωργίου Γουμενίσσης, η κατασκευή του οποίου χρονολογείται μεταξύ 1864-1869. Πρόκειται για τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με ξύλινο ζωγραφιστό τέμπλο, άμβωνα με ξυλόγλυπτη βάση και με ζωγραφική διακόσμηση στις οροφές.
*
ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ, το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου, ανήμερα του αγίου προστάτη των αμπελουργών, εορτάζεται το κουρμπάνι. Την παραμονή 31 Ιανουαρίου στις 16.00 θα έχει εσπερινό και αρτοκλασία στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα και θα ακολουθήσει η περιφορά της εικόνας στους δρόμους της Γουμένισσας. Ανήμερα, 1 Φεβρουαρίου, στις 7 το πρωί Ορθρος, στις 12 το μεσημέρι παρέλαση με χορευτικά τμήματα από Γουμένισσα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κεφαλονιά, στις 13.00 αγιασμός και στη συνέχεια γλέντι με τα χορευτικά και το κουρμπάνι. «Αυτή την ημέρα, έρχεται τουλάχιστον 2.000 – 3.000 κόσμος, και θα διαθέσουμε 500 κιλά μοσχάρι που θα μαγειρευτεί σε 10 καζάνια και 500-600 κιλά κρασί» ενημερώνει το «ΕτΚ» ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Αγιος Τρύφων» και πρόεδρος της κοινότητας Αστέριος Τάτσης.
Tips
- Mονή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης: Στο χωριό Γρίβα (5 χλμ. από Γουμένισσα), σε υψόμετρο 600 μέτρων, στις πλαγιές του Πάικου (+ 3 χλμ. από Γρίβα) το μοναστήρι είναι ανδρικό, ιδρύθηκε το 1992 και εκεί φυλάσσονται Αγια Λείψανα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής της Μυροφόρου και μικρό τεμάχιο Τιμίου Ξύλου. Πανηγυρίζει την Τρίτη της Διακαινησίμου. Το μοναστήρι είναι ανοικτό από τις 7 το πρωί έως τη δύση του ηλίου (τηλ. 23430 20270, www.moni-agiou-rafail.gr).
-Μονή Οσίου Νικοδήμου: Στον Πεντάλοφο (5 χλμ.) σε υψόμετρο 700 μ., αποτελεί μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Ορους, θεμελιωμένο το 1981. Ο κεντρικός ναός είναι διπλός και το άνω επίπεδο του είναι αφιερωμένο στον Αγιο Νικόδημο ενώ το ισόγειο τμήμα στους Αγίους Ραφαήλ, Ειρήνη και Νικόλαο (τηλ. 23430 42314).
-Ησυχαστήριο Αγίου Γεωργίου Ανυδρου: Iδρύθηκε το 1991 και βρίσκεται σε τοποθεσία όπου παλαιότερα υπήρχε το χωριό Ανυδρο, που είχε εγκαταλειφθεί μετά την γερμανική κατοχή. Την αρχή του Ησυχαστηρίου απετέλεσε η παλαιά εκκλησία του χωριού, ο ναός του Αγίου Γεωργίου (18ος αιώνας). Το Ησυχαστήριο παραμένει ανοικτό κάθε μέρα, από την ανατολή έως την δύση του ηλίου.
-Οινοποιεία/Αμπέλια: Στην περιοχή υπάρχουν έξι οινοποιεία, ωστόσο, ένα από αυτά, τον τελευταίο καιρό δεν βρίσκεται σε λειτουργία. Η καλλιέργεια των αμπελιών στη ζώνη της Γουμένισσας γίνεται σε λόφους με ήπιες κλίσεις και σε υψόμετρο μεταξύ 150 μ. – 250 μ. Χαρακτηριστικό των αμπελώνων της είναι το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, με το μέσο μέγεθος να μην υπερβαίνει τα 3 στρέμματα.
-Πάικο: Η ψηλότερη κορυφή του είναι η Γκόλα – Τσούκα με υψόμετρο 1.650 μέτρα, ενώ από τις πιο γνωστές είναι η κορυφή Σκρα (1.097 μ.), όπου δόθηκε η ιστορική νικηφόρα μάχη των ελληνικών δυνάμεων εναντίον του βουλγαρικού στρατού το 1918. Εχουν καταμετρηθεί 57 διαφορετικά είδη πεταλούδων και 2.500 είδη φυτών, ενώ χαρακτηριστικό της πανίδας του βουνού είναι το αγριογούρουνο. Οι πλαγιές του βουνού είναι πλούσιες σε ποικιλίες μανιταριών.
Φωτογραφίες: Ντέπυ Χιωτοπούλου
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr