Βασιλικός: «Με τρομάζει η Ευρώπη, λόγω ακροδεξιάς»
Ο συγγραφέας μιλά για το πρώτο του μυθιστόρημα, τους συγγραφείς που τον έχουν επηρεάσει, περιγράφει ποια είναι η αγωνία του για την ελληνική κοινωνία σήμερα και τονίζει ότι εχθρός της λογοτεχνίας είναι η φλυαρία.🕛 χρόνος ανάγνωσης: 9 λεπτά ┋
Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Ελληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, ενώ από την ποικιλόμορφη συγγραφική του δραστηριότητα η τριλογία «Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα» θεωρείται -αναμφίβολα- διαχρονικής αξίας. Αλλά ήταν με το θρυλικό, πια, μυθιστόρημά του «Ζ» για την υπόθεση Λαμπράκη (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά) που θα συγκλόνιζε τον κόσμο – έργο το οποίο του προσέδωσε παγκόσμια φήμη.
Κύριε Βασιλικέ, επανεκδόθηκε το πρώτο σας μυθιστόρημα «Τα σιλό», ένα βιβλίο το οποίο γράψατε όταν ήσασταν μόλις 15 ετών! Πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάποιο σημείο καμπής στη ζωή σας που σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Δύσκολη ερώτηση. Την οποία δεν ξέρω ακριβώς πώς να απαντήσω. Θα το επιχειρήσω πάντως: 14-15 ετών μπαίνει κανείς στην εφηβεία. Μια αγεωγράφητη, ακόμα, περίοδος της ζωής. Ολα παίζονται. Εγώ ως έφηβος αγαπούσα πολύ τον κυνηγό παππού μου, ο οποίος μου χάρισε ένα «φλόμπερ» (είναι ένα μονόκαννο κυνηγετικό τουφέκι για τσίχλες, συκοφαγάδες και, το πολύ πολύ, τσαλαπετεινούς). Υπάρχει και μια φωτογραφία στο βιβλίο, όπως και μία του παππού μου με τον σκύλο του και εμένα, στην Καβάλα. Βρίσκομαι, λοιπόν, στο νησί του πατέρα μου, τη Θάσο. Και εκεί παίρνω ένα κασόνι, το αναποδογυρίζω, το κάνω τραπεζάκι στο κτήμα μας, κάτω από τα πεύκα, και αρχίζω να γράφω. Είναι η ιστορία του παππού, του μπαρμπα-Λια, κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην Καβάλα, όπου ο Βούλγαρος διοικητής της πόλης επιστράτευε τον σκύλο του για να πηγαίνει ο ίδιος στο κυνήγι. Και λίγο πριν ξεκουμπιστεί, το 1944, τον σκότωσε. Το σκυλί κατάφερε, όμως, να φτάσει ως το σπίτι μας – ο παππούς έμενε στον πάνω όροφο. Και μόλις τον αντίκρισε, ξεψύχησε μπροστά του! Νομίζω ότι αυτή πρέπει να ήταν η αφορμή που έγραψα «Τα σιλό».
Τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η μαγική στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση;
Κοιτάξτε: η έμπνευση δεν υπάρχει. Ή, αν προτιμάτε, όπως το λένε στα αγγλικά, το γράψιμο είναι 10% έμπνευση και 90% ιδρώτας. Υπάρχει, ωστόσο, το «βίωμα» που σε ωθεί, όταν έχεις αυτό το βίτσιο, να γράψεις για να απαλλαγείς από αυτό ή να το υμνήσεις. Γι’ αυτό κι εγώ είπα κάποτε σε μια συνέντευξή μου, στον Δημήτρη Γκιώνη: «Καλύτερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχαναλυτή». Με τη γραφή λυτρώνεσαι και αν δεν είσαι κολλημένος στην ατομική σου περίπτωση, μπορείς να λυτρώσεις και μερικούς από αυτούς που θα σε διαβάσουν. Οπως το πέτυχε ο «λυτρωτικός» -για μένα- Ντοστογιέφσκι.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;
Ο μεγαλύτερος μύθος είναι το χάρισμα. «Χαρισματικός συγγραφέας» λένε πολλοί. Μόνο που δεν υπάρχει το εκ γενετής αυτό χάρισμα. Το χάρισμα της γραφής γεννιέται από την ίδια τη γραφή. Δεν είναι όπως το τραγούδι που το καθορίζουν οι φωνητικές χορδές σου και το καλλιεργείς φυσικά. Η γραφή αναπαράγεται μόνο από τη γραφή. Πώς να σας το πω διαφορετικά; Οπως διά της τριβής παράγεται θερμότης.
Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Τι διακινδυνεύετε γράφοντας;
Ο βασικός της κίνδυνος είναι ένας: η φλυαρία. Η οποία με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχει φτάσει, δυστυχώς, σε δυσθεώρητα ύψη. Τούβλα πια είναι αυτά που κυκλοφορούν στην αγορά των σούπερ μάρκετ, όχι βιβλία. Οσο για το τι διακινδυνεύουμε γράφοντας; Την πολτοποίηση! Αλλοτε, βέβαια, είχαμε και άλλους κινδύνους: ήταν η εξορία και οι φυλακές. Αλλά τώρα πια που το γραπτό ψηφιοποιήθηκε, μετράει κυρίως ως fake news.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που πήρατε ποτέ ως συγγραφέας;
Διάβαζε και μη ερεύνα.
Αλήθεια, ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο; Και με ποιον τρόπο;
Επηρεάστηκα από πολλούς συγγραφείς. Μάλιστα, κάποτε είχα κάνει και μία λίστα του κάθε βιβλίου μου, αναφερόμενη στον κάθε φορά διαφορετικό γεννήτορά του, που ήταν ένα βιβλίο άλλου συγγραφέα. Αλλά, περιληπτικά, από τους Ελληνες είναι ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης (κυρίως ο δεύτερος, γιατί στη Σκιάθο του εγώ αναγνώριζα τη Θάσο και στη «Φόνισσα» μια ξαδέλφη της εκ πατρός γιαγιάς μου, της Θασίτισσας) και, αργότερα, ο Μυριβήλης και ο Θεοτοκάς. Από τους ξένους, ο Αντρέ Ζιντ στην εφηβεία μου και έπειτα ο Αλμπέρ Καμί και οι ΖανΠολ Σαρτρ, Ντος Πάσος, Σίνκλερ Λιούις, Απτον Σίνκλερ, Στάινμπεκ, Ντανίλο Ντόλτσι. Πάντως, κορυφαίο βιβλίο όλων των εποχών θεωρώ ένα: την «Αναφορά στον Γκρέκο» του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη.
Εχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας, σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;
Υπάρχει, εξ αντανακλάσεως, ένα όφελος. Και αυτό είναι μέσω του αναγνώστη: Μπορεί σε κάτι προσωπικά να τον βοηθήσει. Να λύσει, δηλαδή, ένα δικό του πρόβλημα. Ή, ακόμη, να τον βολέψει μια φράση που εκείνος -στη συνέχεια- θα την κάνει καραμέλα, όπως: «Οταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις»!
Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Η Ευρωπαϊκή Ενωση προέκυψε από τα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχει ακόμα κάποια προοπτική ή θα διαλυθεί;
Εφόσον έχει αντέξει μέχρι τώρα, σίγουρα δεν θα διαλυθεί. Εκείνο, όμως, που με τρομάζει είναι κάτι άλλο: η πιθανή «μετάλλαξή» της, με τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς. Και αυτό είναι, βέβαια, αποτέλεσμα τη διπλής κρίσης – της προσφυγικής έκρηξης και της οικονομικής ύφεσης. Αλλά όχι μόνο. Ρόλο έπαιξε και η απουσία μιας άλλης προοπτικής: ένα χελιδόνι (Μακρόν) δεν φέρνει την άνοιξη.
Ποια πιστεύετε ότι θα είναι στο εξής η σχέση μας με την Ευρώπη, στην οποία ανήκουμε πολιτικά και οικονομικά;
Η σχέση μας δεν μπορεί να μείνει μόνο στο επίπεδο του τουρισμού. Αλλωστε, ο τουρισμός δεν παράγει, καταναλώνει. Σίγουρα χρειάζεται να μπούμε ξανά στον τροχό της ανάπτυξης. Το 3,5% του πλεονάσματος είναι υπερβολικό. Τι να το κάνεις το πλεόνασμα όταν υπολειτουργεί η παραγωγή;
Εχετε ισχυρισθεί ότι «ένας συγγραφέας είναι ο ερμηνευτής της αγωνίας των συνανθρώπων του». Ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της σε αυτήν τη συγκυρία; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο;
Η αγωνία μου είναι η εξής: Δεν μπορείς να είσαι μόνο «μαγαζί γωνία». Πρέπει να μπορείς να προσφέρεις και δουλειά. Δηλαδή, δεν γίνεται φοιτητές και φοιτήτριες με πανεπιστημιακά πτυχία και μεταπτυχιακά, που δεν έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα, να δουλεύουν έναντι πινακίου φακής σαν γκαρσόνια στον τόπο τους ή να μοιράζουν διαφημιστικά σε πολυκατοικίες και παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Αυτό στη χώρα μας τροφοδοτεί τη Χρυσή Αυγή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η καλπάζουσα ανεργία στη Γερμανία -μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- ανέδειξε τον Χίτλερ.
Υπάρχουν, πλέον, περιθώρια για μια εμπράγματη αισιοδοξία;
Η αισιοδοξία προέρχεται από ένα αίσιο τέλος. Και αν αυτό το αίσιο τέλος συμπέσει με τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, θα είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί.
Ενας λογοτέχνης εξακολουθεί να ασκεί επίδραση στον κόσμο;
Δυστυχώς, όχι πια. Υπάρχουν, όμως, βιβλία που ακόμα επηρεάζουν το αναγνωστικό κοινό. Και δεν είναι πάντα αυτά που λέμε «ευπώλητα». Είναι βιβλία που λειτουργούν υποδόρια και αυτά δεν βγαίνουν στον αφρό. Δεν είναι, δηλαδή, αφρόψαρα. Ζουν στον βυθό. Και ο βυθός είναι το βάθος του κόσμου.
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους ανθρώπους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εκείνοι στην εποχή τους;
Δεν μου αρέσει ούτε να παίρνω ούτε να δίνω συμβουλές. Βοήθεια ναι, συμβουλές όχι! Οι συμβολισμοί, όμως, μου αρέσουν. Οπως είναι ο φοίνικας, το πουλί που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Αλλά και αυτό, για τη δική μου γενιά, ακυρώθηκε ως σύμβολο των συνταγματαρχών. Πάντως, οι νέοι μπορούν και οφείλουν να το αναστήσουν. Γιατί το μεγαλείο του ανθρωπίνου όντος είναι ότι μπορεί να επιβιώσει – ακόμα και σε παγετώνες ή κατακλυσμούς. Και να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες.
Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήμερα;
Την επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Το βιβλίο «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη ήταν, δυστυχώς, προφητικό. Τώρα ήρθε η στιγμή τού «Ανασταίνομαι σαν χώρα», το οποίο κάποιος θα έπρεπε να γράψει για να γεμίσουμε τις εξαντλημένες μπαταρίες μας. Ηδη, ο Χρήστος Χωμενίδης το επιχείρησε με το μυθιστόρημα «Ο φοίνικας». Και μέσα από αυτό, ως εκπρόσωπος της νεότερης πεζογραφικής γενιάς, έφερε μιαν ανάσα αισιοδοξίας. Θα προστεθούν κι άλλοι. Το ελπίζω.
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr