Ο Τραϊανός Χατζηδημητρίου και ο Γιώργος Λογοθέτης συζητούν με τον Μίκη Θεοδωράκη Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός. Ο τόσο αμφιλεγόμενος κάποιες εποχές. Ο οραματιστής. Ο «αδιάκοπα ανταποκρινόμενος και στο πιο ανεπαίσθητο νεύμα της Ιστορίας, σε κάθε νεύμα από το ‘μέσα’ του κόσμου», όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος. Ο δρων πολίτης. Ο μουσικός και ο πολιτικός. Η γενιά μου, δεν έτυχε να ζήσει τον Μίκη στις μεγάλες εξάρσεις της δεκαετίας του ’60 και του αντιδικτατορικού αγώνα. Γαλουχήθηκε όμως, από τα τραγούδια και τη μουσική του μετά το ’74. Ένιωθα ότι τον γνώριζα χρόνια πολλά, από τις συναυλίες και τα ακούσματά του, όταν τον γνώρισα από κοντά το 1980 στο πείραμα της Κίνησης για την Ενιαία Αριστερά, το οποίο γρήγορα εκφυλίστηκε και μια δεκαετία αργότερα, το 1990 στη Βουλή ζώντας μια αντίφαση: να ’μαι βουλευτής της Ενιαίας Αριστεράς με τη μορφή του τότε ΣΥΝασπισμού -για την οποία ο Μίκης αφιέρωσε δεκαετίες από τη ζωή του και η οποία τότε δεν τον ήθελε στις γραμμές της- και ο διάσημος μουσικοσυνθέτης να ’ναι βουλευτής και υπουργός της ΝΔ, του πατρός Κωστή Μητσοτάκη. Η πολιτική διαδρομή του Μίκη σημάδεψε την μουσική του διαδρομή, πολλές φορές την επισκίασε. Ωστόσο, αυτό που μένει ως καταστάλαγμα είναι μία αδιαίρετη ένωση αρχών και αξιών που διέπουν και τις δύο δραστηριότητές του, σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία να είναι πρόδρομος και στα μουσικά και στα πολιτικά πράγματα. Να βλέπει ενορατικά, με τη διαίσθηση εκείνη που έχουν μόνο τα μεγάλα ταλέντα, που έχουν την τύχη να αποτυπώσουν την εποχή τους ανεξίτηλα σε μία μορφή τέχνης. Και να δέχεται να παίζει κάθε φορά το ρόλο του Προμηθέα, ή του Σίσυφου, το ρόλο του αποδιωγμένου ή του στιγματισμένου, επειδή έφερνε συχνά το φως της τέχνης κοντύτερα στους ανθρώπους και στις πολιτικές συγκυρίες απ’ ό,τι αυτοί κάθε φορά άντεχαν... ΥΓ: Η συζήτηση με τον Μίκη, που παραθέτουμε, έχει μια γενικότερη αξία και δείχνει σε μεγάλο βαθμό τις σκέψεις του. Από το τεράστιο υλικό, δημοσιεύουμε ένα μεγάλο τμήμα. Η συζήτηση - συνέντευξη έγινε το 2000, στο Makedonia Palace. Δημοσιεύθηκε κατά ένα μέρος στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», στην οποία ήμουν τότε Διευθυντής και ο Γ.Λ. συνεργάτης. Οι δύο ερωτώντες, συνδέονταν με φιλία με τον Μίκη. Ιδιαίτερα ο Γιώργος Λογοθέτης που έχει ασχοληθεί από τα χρόνια της δικτατορίας και τη Σουηδία όπου διέπρεψε επαγγελματικά, συστηματικά με το έργο και τη ζωή του. Τ.Χ. Σήμερα αισθάνεσαι οικουμενικός; Σε αποδέχονται όλοι. Υπήρξαν περίοδοι που σε αισθανόταν δικό τους ένα κομμάτι του ελληνικού λαού και απέναντι ήσαν κάποιοι άλλοι, είτε τμήματα του ελληνικού λαού, είτε πολιτικές ηγεσίες. Αυτήν την καταξίωση την θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν δημιουργό; «Αυτό συναισθηματικά είναι κάτι που ήθελα πάντοτε πολύ. Κάθε άνθρωπος δηλαδή ζητά τη γενική αποδοχή. Νομίζω όμως ότι υπάρχουν δύο ειδών αποδοχές. Η μία είναι η αποδοχή που απορρέει από συγκεκριμένες ιδέες τις οποίες έχεις διακηρύξει σε όλη τη ζωή σου. Και υπάρχει μία αποδοχή από το σύνολο του έργου σου, από τη φήμη που έχεις βγάλει, από το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις που πείθουν και τους πιο άπιστους και τους πιο επιφυλακτικούς για την αξία σου. Τ.Χ. Νοιώθεις να έκανες πράξη όσα ήθελες; Αισθάνεσαι δηλαδή και έτσι δικαιωμένος; Αυτές οι ιδέες που είχα και άρχιζα σιγά - σιγά να τις τακτοποιώ και να τις βγάζω προς τα έξω ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 και που κορυφώθηκαν τη δεκαετία του ’70 και του ’80, κατά ένα μέρος μόνον μπορώ να πω ότι πραγματοποιήθηκαν. Βέβαια, αυτό δεν είναι μόνο μία δική μου αποτυχία. Είναι μία αποτυχία όλων των ιδεολόγων της Αριστεράς, είτε σε εθνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο. Δεν πραγματοποιήσαμε τα οράματά μας, αλλά ένα μέρος τους. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι εάν αρχή της πραγματοποίησης των οραμάτων ήταν ορισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή, κοινωνική δικαιοσύνη για περισσότερους, ανάπτυξη, εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών κλπ. Αυτά ως ένα βαθμό έχουν πραγματοποιηθεί, ως ένα βαθμό. Έχουμε δημοκρατία, έχουμε κοινωνική δικαιοσύνη, κλπ. Ωστόσο, ένα προοδευτικό κίνημα θα μπορούσε να στηρίξει τους αγώνες για την επίτευξη ελεύθερου χρόνου. Μέσα στον ελεύθερο χρόνο κρύβονται τα πάντα. Αυτό θέλησα να κάνω και δεν το πέτυχα. Προσπάθησα όμως στον τομέα του πολιτισμού και της τέχνης να υψώσω έναν ολόκληρο λαό σε ισότιμο συνομιλητή για την επίτευξη μιας καινούργιας πολιτιστικής πραγματικότητας». «Βρισκόμουν όπου υπήρχε ένταση και κρίση» Τ.Χ. Νιώθεις ταυτισμένος κάπως με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας; «Παρ’ ότι ήμουν άνθρωπος που απομονώθηκα, ας πούμε, και από τα γεγονότα και είχα τη δική μου πορεία στη μουσική, αισθανόμουν δηλαδή ολοκληρωμένος με τη μουσική, εντούτοις ίσως η αγωγή την οποία είχα από τον πατέρα μου, για τη συμμετοχή μου στον αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη με οδήγησε ότι πρέπει να βιώνω τα γεγονότα στις ακραίες τους στιγμές. Και έτσι από το 1940, που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ηθελημένα, οπουδήποτε υπήρχε ένταση και κρίση, εκεί βρισκόμουν κι εγώ». Τ.Χ. Με τη μουσική σου, τη δημιουργία σου, πώς αισθάνεσαι τώρα, κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό, να επέδρασες στα πολιτικά πράγματα; «Νομίζω ότι μόνον την περίοδο του ’60 με το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, επιλέγοντας τότε τον τρόπο ενδυμασίας της μουσικής μου, το λαϊκό ήχο, με το μπουζούκι, τον Μπιθικώτση, όλα αυτά, είχα μια άμεση πρόσβαση πλέον στην αισθητική και στην αγωγή της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα στον εργαζόμενο. Τότε ναι». Τ.Χ. Μήπως αυτό δημιούργησε κάποιο υπόστρωμα γενικά στην κουλτούρα μας; Εγώ, ας πούμε, που γεννήθηκα εκείνη την εποχή μεγάλωσα και γαλουχήθηκα κατά κάποιον τρόπο με τα δικά σου τραγούδια... Και πιστεύω το ίδιο για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. «Για την επαφή με τον λαό, θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασπαστείς τα δικά του ακούσματα, τις δικές του ανάγκες, να τον βιώσεις. Και μετά να μπολιάσεις αυτές τις ανάγκες με τη δική σου προσωπικότητα, ώστε να μπορέσεις να τις πας παραπέρα. Εγώ το έκανα στο βαθμό που μπορούσα». Τ.Χ. Πιστεύεις ότι ακούγεται η μουσική σου με τον ίδιο τρόπο που ακουγόταν πριν 20-30 χρόνια. Πώς νομίζεις ότι την κατανοεί σήμερα ο νέος; «Οι πρώτοι 6-7 μήνες ενός πολύ σφοδρού έρωτα δύο ανθρώπων, δεν ξανάρχονται ποτέ. Όσο και να αγαπάς τον άλλον χάνουν αυτή την ενεργητικότητα την οποία έχουν. Τότε ήταν μία σφοδρή σχέση. Αισθανόμουν ότι επικοινωνούσα σχεδόν σωματικά, σαρκικά με τους άλλους. Ο κόσμος δεν έβλεπε το τραγούδι μου σαν τραγούδι. Ήταν γι’ αυτόν μια πνευματική πράξη. Τότε το τραγούδι λειτουργούσε σαν αναγεννητικό στοιχείο. Αυτά δεν μπορούμε να τα έχουμε σήμερα. Όμως το θέμα είναι αν μέσα στα τραγούδια αυτά υπήρχε μόνον το επίκαιρο στοιχείο ή το διαχρονικό. Αν είναι διαχρονικό το τραγούδι τότε η ουσία αυτή δεν χάνεται... Δηλαδή δεν θα πρέπει πια ο κόσμος να σκοτώνεται στις διαδηλώσεις, να πεινάει και να πονάει για να δένεται με τη μουσική μου. Αυτό το καινούργιο κοίταγμα μπορεί να είναι και πιο ολοκληρωμένο ακόμη. Με μια απόσταση από τα πράγματα. Με μια πιο καθαρή ματιά». Οι εποχές έχουν αλλάξει. Και εγώ είχα πάθει έναν ψυχικό μαρασμό θα έλεγα, γιατί καταλαβαίνετε ότι μετά από τόσα χρόνια αγώνων, βλέπω τελικά ότι ό,τι καλύτερο φτιάξαμε, το νεοέλληνα με το δικό του ήθος, το δικό του οπλοστάσιο απόψεων, σκέψεων, συναισθημάτων, να έχει καταστραφεί από μια κυριαρχούσα ιδεολογία που κάνει ως κύριο αγαθό το χρήμα, την καλοπέραση, την διασκέδαση στα σκυλάδικα κλπ. Ήρθαν όμως τα γεγονότα της Γιουγκοσλαβίας. Τι έγινε; Ολόκληρη η Ευρώπη και πάλι και εννοώ τους λαούς, ήταν υπέρ των βομβαρδισμών, οι διανοούμενοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες της Ευρώπης τους άρεσε να βλέπουν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ να σκοτώνουν τα γυναικόπαιδα. Με ένα πρόσχημα ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των Αλβανών Κοσοβάρων. Στην Ελλάδα μέσα σ’ αυτή την πλύση εγκεφάλου που γινόταν, φάνηκε ότι κάτι συμβαίνει. Και επειδή έχουμε περάσει πολλά πράγματα, και εγώ σαν ένας πολίτης που ζω στο πετσί μου όλα τα ιστορικά βιώματα από το ‘40 μέχρι τώρα, βλέπω ότι υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που θα έπρεπε να γονατίσει αυτός ο λαός και να χάσει την ψυχή του, την αξιοπρέπειά του, την τιμή του και δεν το έκανε. Πρώτη φορά όμως φοβήθηκα. Γιατί τα όπλα αυτή τη φορά ήταν γλυκά. Δεν ήταν η βία που μας κάνει να σηκωνόμαστε πάνω. Ο καινούργιος εχθρός ήρθε με καραμέλες, με γλυκά, με τη διαφήμιση, με τα αυτοκίνητα, ένα μοντέλο ζωής που σε όλους μας αρέσει. Ποιος δεν θέλει να έχει μια Μαζεράτι, ποιος δεν θέλει να έχει μια εξοχική κατοικία ονειρώδη όπως στο Χόλυγουντ. Αν δούμε ότι οι Έλληνες ήταν στερημένος λαός επί εκατοντάδες χρόνια, το φυσιολογικό θα ήταν να έχει αλλοτριωθεί πλήρως. Κι όμως, η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας και η ομόθυμη αντίδραση των Ελλήνων έδειξε ότι «επιμένουμε». Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει λοιπόν η μνήμη η οποία καλλιεργείται, πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο. Πιστεύω ότι στα σπίτια ότι είναι οι φωλεές που διατηρούν τη μνήμη και μια από αυτές τις μνήμες είναι η μουσική. Γι’ αυτό βλέπετε ότι σε μια εποχή που θα έβλεπε κανείς ότι δεν θα με ήξερε κανένας νέος εμένα, θα με είχαν ξεχάσει και εμένα και τη μουσική μου, ξαφνικά ο κόσμος βγαίνει και τα θυμάται αυτά. Το «Άξιον Εστί» και το μουλάρι... Τ.Χ. Πρόσφατα πάντως οι νέοι της Θεσσαλονίκης σε ένα άτυπο δημοψήφισμα, ψήφισαν ως καλύτερο τραγούδι του αιώνα το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ» από το «Άξιον Εστί». Το Άξιον Εστί το θεωρώ σαν ποίημα, τη Βίβλο του ελληνικού λαού. Και γι’ αυτό όλοι αγαπούμε τον Ελύτη και γ’ αυτό ο Ελύτης είναι πρώτος στις προτιμήσεις διότι υπήρχαν ισάξιοι ποιητές. Έκανε ένα έργο που είναι η σύνθεση, ξεκινά από τη Γέννηση, πάει στα Πάθη και μετά το Δοξαστικό. Σ’ όλο αυτό ήθελε ο ίδιος να αποτυπώσει την ιστορία, ξεκινάει από την δημιουργία αυτού του κόσμου, του μικρού του μέγα, ονοματίζει ο,τιδήποτε αγαπούμε από τα ονόματα των γυναικών, των βουνών, των νησιών, μέχρι και των πλοίων και έκανε την βίβλο του ελληνικού λαού η οποία τιμήθηκε με Νόμπελ. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: Στις Σέρρες, έκανα μια περιοδεία όταν βγήκε το Άξιον Εστί. Το ’64 κυκλοφόρησε ο δίσκος και αυτές οι συναυλίες που κάναμε τότε, όσοι τις έχουν ζήσει, δεν μπορεί κανείς τώρα να φανταστεί την τρομοκρατία που υπήρχε. Θυμάμαι ότι ήμουν σε έναν κινηματογράφο μπροστά, μαζεμένοι πολλοί φαντάροι απ’ έξω οι οποίοι δεν είχαν να πληρώσουν τις 5 δραχμές. Και θυμάμαι ότι είπα στον θεατρώνη να μετράς κεφάλια, να μπουν μέσα τσάμπα οι φαντάροι και θα πληρώσω μετά εγώ. Ήρθε μετά όμως ένας ασφαλίτης, και λέει και το φόρο... Και ενώ κάναμε αυτές τις διαπραγματεύσεις και έμπαιναν οι φαντάροι μέσα, βλέπω μια μεγάλη ουρά έξω και ρωτάω τι είναι αυτή η ουρά; Μου είπαν είναι ένα δισκάδικο εδώ, ήρθε το Άξιον Εστί και κάνουν ουρά για να πάρουν το δίσκο. Βλέπω και έναν χωριάτη με ένα μουλάρι να κάθεται στην ουρά. Τον πλησίασα, δεν με γνώρισε και του λέω τι πουλάνε εδώ πατριώτη; Τι σε νοιάζει μου λέει. Ένας άλλος με γνώρισε και του λέει πές του... Να, λέει, στο χωριό έμαθαν για το Άξιον Εστί και μ’ έστειλαν να το αγοράσω... Τ. Χ. Τι είναι το ταλέντο, πόσο βαρύνει τη ζωή κάποιου που το έχει... «Εγώ από τη δική μου πείρα νομίζω ότι είναι κληρονομικό. Δεν έρχεται από έξω αλλά υπάρχει μέσα σου. Διαμορφώνεται πλέον ανάλογα με τη δική σου προσωπική διαδρομή, την προσωπικότητά σου, τα ακούσματά σου. Όσο ακούς περισσότερο και βλέπεις πράγματα, τόσο κι αυτό το περιεχόμενο που έχεις μέσα σου πλουτίζει. Υπάρχει δηλαδή, μέσα σου μια δεξαμενή με μουσική, αυτήν μπορείς να την μαζεύεις, να την παίρνεις με ένα ποτήρι, ένα μπουκάλι, έναν κουβά ή με ένα βαρέλι. Σε εμένα τουλάχιστον έβγαινε και μόνο του, δηλαδή χωρίς ερέθισμα, είχα μια ανάγκη σε τακτά χρονικά διαστήματα να γράφω μουσική». Τ.Χ. Αυτό που κάνεις κάθε μήνα να κρατάς τις μουσικές σημειώσεις και μετά να τις επεξεργάζεσαι κλπ. είναι κάτι αυθόρμητο ή το νιώθεις σαν επάγγελμα, δηλαδή, επειδή είσαι μουσικός πρέπει να γράφεις μουσική... «Όχι είναι αυθόρμητο. Αυτό είναι τροφή. Μετά αυτή την τροφή που βάζεις επάνω στο τραπέζι, για να μπορέσει να αξιοποιηθεί θα πρέπει από εκεί και πέρα να τη δουλέψεις. Δηλαδή είναι σαν ένα λουλούδι το οποίο το πετάς και φεύγεις. Ένα άλλο το κάνεις μια χάρτινη βάρκα το αφήνεις στο νερό και φεύγει. Ένα τρίτο το κάνεις ένα υπερωκεάνιο. Αλλά όταν κάνεις ένα υπερωκεάνιο δεν μπορείς πια να το πετάξεις σαν ένα λουλούδι. Πρέπει για να το κάνεις να στήσεις κι ένα ναυπηγείο ολόκληρο. Αυτό έκανα». T.X. Πάντως τα μεγάλα σου τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ, νομίζω ότι βγήκαν σε στιγμές όχι μόνο έμπνευσης, αλλά που θα ήθελες να εκφράσεις άμεσα κάτι πιο συγκεκριμένο, μια πολιτική συγκυρία... «Ακριβώς δέκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, αντιλαμβάνομαι ότι τα βιώματα που είχα τη δεκαετία του ’40 ήταν συγκλονιστικά, εκρηκτικά μέσα μου. Παρόλο που το διάστημα αυτό εξακολουθούσα να γράφω συμφωνική μουσική, σιγά - σιγά με την επαφή μου με τους απλούς ανθρώπους της εξορίας, άρχισα να επηρεάζομαι από το λαϊκό τραγούδι. Γιατί το μεν πρώτο ήταν μια διανοητική εγκεφαλική ανάγκη, το συμφωνικό, το άλλο όμως ήταν κάτι το οποίο σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές απάλυνε τον πόνο μας. Δηλαδή τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια αισθανόμασταν μια ψυχική ανακούφιση. Το λαϊκό τραγούδι ήταν ένα φάρμακο, το οποίο το πίνεις και σιγά - σιγά εθίζεσαι σ’ αυτό. Πέρασαν δέκα χρόνια λοιπόν, ήμουν στο Παρίσι το 1958, εξακολουθούσα να γράφω συμφωνική μουσική, αλλά μέσα μου είχα όλες αυτές τις ψυχικές εμπειρίες απ’ όλα αυτά τα πράγματα που περάσαμε, ανακατεμένα με το λαϊκό τραγούδι. Ξαφνικά άνοιξε αυτή η πληγή και άρχισε να ρέει το λαϊκό τραγούδι. Έπρεπε να βγουν αυτά... Όταν υπήρχαν περίοδοι ή συνθήκες ή αφορμές που έμοιαζαν με τα εμφυλιοπολεμικά, υπήρχαν αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, ήταν κορυφαίες στιγμές, αυτό με ερέθιζε πιο πολύ και έβγαιναν όλα τα τραγούδια αυτά. Και τα πιο λαϊκά, τα πιο αποστασιοποιημένα από πολιτικές σημάνσεις ή ιδεολογήματα έχουν μέσα αυτόν τον πόνο, αυτή την πληγή που για μένα είναι η μεγάλη εμπειρία των δέκα ετών του ’40. Αυτό βγήκε και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Εκεί μάλιστα που είναι και πιο επιτυχής σ’ αυτό είναι όταν βγαίνει με μεγάλους στίχους όπως το «Άξιον Εστί», η «Ρωμιοσύνη», ο «Επιτάφιος», τα «Επιφάνεια» που είναι τα πιο γνήσια». Μπαμπά τρώμε! Με τη «Ρωμιοσύνη» έγινε το εξής σημαδιακό... Το 1962-’63 υπήρχαν ακόμη μέσα στις φυλακές 5.000 αριστεροί. Είχε γίνει μια οργάνωση των γυναικών των φυλακισμένων οι οποίες ήθελαν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και της κυβέρνησης για να βγουν οι άντρες που ήταν μέσα φυλακή από το ’45. Πήγαν στον Ρίτσο λοιπόν και λένε ότι έχουμε ένα σχέδιο, να κάνεις εσύ 7 ποιήματα να τα δώσουμε στον Θεοδωράκη να τα κάνει τραγούδια, να τραγουδήσει ο Μπιθικότσης, να είναι αφιερωμένα στην απελευθέρωση των φυλακισμένων, να ακουστούν. Πράγματι λοιπόν, ο Ρίτσος μου τα έδωσε. Ήταν και πολύ δύσκολη εποχή τότε με τους Λαμπράκηδες και εγώ ήμουν πολύ απασχολημένος και όπως συνηθίζω να έχω τα χαρτιά πάνω στο γραφείο μου, μπαίνει το ένα χαρτί πάνω στο άλλο και σκεπάζονται και αυτό πνίγηκε μέσα στα χαρτιά και το ξέχασα. Κα έρχεται τώρα το 1965, σχεδόν δύο χρόνια μετά και έχουμε μια κυβέρνηση με τον Στεφανόπουλο. Ο Γιώργος Παπανδρέου και η ΕΔΑ είναι αντιπολίτευση. Τον Ιανουάριο του 1965, των Φώτων, αποφασίζει τότε η ΕΔΑ και η Ένωση Κέντρου να κάνουν τον αγιασμό στα νερά του Πειραιά, δεδομένου ότι και ο τότε μητροπολίτης ήταν φίλος του Παπανδρέου. Ο Γλύξμπουργκ μαζί με την κυβέρνηση θα πήγαιναν στο Τουρκολίμανο. Μαζευτήκαμε 100.000 κόσμος. Όλοι είμαστε επάνω στην εξέδρα, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε χαθεί, ο μητροπολίτης πετούσε τον σταυρό και τον μάζευε περιμένοντας τον Παπανδρέου. Ήρθε μια στιγμή κοντά μου ο Ανδρέας και μου λέει ότι φοβάμαι ότι χάσαμε τον πατέρα μου. Πράγματι τον είχαν πάρει στους ώμους τον Παπανδρέου και τον περιφέρανε και αυτός όπως ήταν και γέρος μπορούσε να μείνει στα χέρια τους. Λέω σε ορισμένους Λαμπράκηδες, τρέχουν προς τα εκεί και σε λίγο καμαρωτά τον φέρουν. Όταν τον ανέβαζαν επάνω του λέω «έλα πάλι η ΕΔΑ σε σηκώνει»... (γέλια). Όταν τελείωσε λοιπόν αυτή η γιορτή οι κεντρώοι βγήκαν καμαρωτά μπροστά, εμείς πίσω οπισθοφυλακή... Περνούσαμε μέσα από τους αστυφύλακες που μας κοίταζαν βλοσυρά και άγρια και όταν είδαν ότι δεν υπήρχε κανένας κεντρώος και ότι είμασταν μόνον οι αριστεροί, μπροστά στο δημοτικό θέατρο του Πειραιά έπεσαν επάνω μας απότομα. Εγώ τα έχασα. Να με κλωτσούν, να με σέρνουν, δεν κατάλαβα τι γινόταν, ξύλο φοβερό... όταν τελείωσε όλο αυτό το πάρτι και πήγα σπίτι, ήμουν μέσα στις λάσπες, στα αίματα, ήταν γιορτή, η οικογένεια έτρωγε, ανοίγω την πόρτα, λέω πού να πάω μέσα θα με δουν και θα τρομάξουν. Μπαίνω στο γραφείο μου και εκεί άρχιζα να σκουπίζω τα αίματα και τις λάσπες, βλέπω επάνω στο αναλόγιο «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται...». Κάποιος είχε βρει αυτό που είχε χαθεί εδώ και δύο χρόνια μέσα στα χαρτιά μου και τα είχε βάλει μπροστά μου. Και όταν τα είδα, επειδή ήταν τέτοια η ψυχολογική μου κατάσταση κάθισα και άρχισα να το γράφω. Άκουσαν από μέσα ότι εγώ παίζω πιάνο, και μου στέλνουν το Γιώργο, μπαμπά τρώμε, του λέω έρχομαι, γράφω το πρώτο τραγούδι, μετά το δεύτερο τραγούδι, έρχεται η Μαργαρίτα, μπαμπά τρώμε, τρίτο τραγούδι, μπαμπά τρώμε, μ’ αυτή την αγωνία του μπαμπά τρώμε (γέλια)... γράφηκε όλη η «Ρωμιοσύνη». Η διαφορά με τον Χατζιδάκι Τ.Χ. Έχεις πει κάποτε για τη συνεισφορά του Χατζιδάκι, ότι πήρε το λαϊκό τραγούδι και το έντυσε στα καλά του... «Ο Χατζιδάκις, όπως και οι άλλοι διανοούμενοι όλες τις πρώτες ύλες τις είδε απ’ έξω. Τις είδε σαν ένας άνθρωπος, ο οποίος βρίσκει ένα πρώτο υλικό, το οποίο μπορεί να είναι ένα τραγούδι από την Ελλάδα... Το έπαιρνε και το επεξεργαζόταν σύμφωνα με την αισθητική εκείνης της εποχής. Ο Χατζιδάκις ενώ συνέθετε π.χ. τον «Αετό χωρίς φτερά», το ’63, όταν συνεργαζόμασταν μαζί όπου τραγούδησε μάλιστα και ο Μπιθικώτσης και το διεύθυνα εγώ με την ορχήστρα μου, δεν είχε χρησιμοποιήσει μέχρι τότε το μπουζούκι, συνέθετε λαϊκές ζωγραφιές που ήταν για πιάνο. Δεν πίστευε σ’ αυτό και δεν το ήθελε καθόλου. Με εμένα ήταν τελείως διαφορετικό. Είχα συνδεθεί με αυτά. Σαν άνθρωπος που είχα ζήσει με την Αριστερά το ’40 το ’50 είχα κάποιες προκαταλήψεις. Ήμασταν κάθετα ενάντια σ’ αυτούς που έκαναν χρήση ναρκωτικών, χασίς κλπ., για μας ήταν κάτι το αποτρόπαιο. Δεν μας άρεσε ο τρόπος διασκέδασης, ακόμη και τα λαϊκά κέντρα τα χρόνια εκείνα. Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ξεκινάω το λαϊκό τραγούδι, μελοποιώντας στίχους ποιητών. Έτσι έκλεισα την πόρτα σ’ αυτό που τότε θεωρείτο και ήταν λαϊκό τραγούδι. Απόδειξη είναι ότι οι λαϊκοί συνθέτες ποτέ δεν με παραδέχτηκαν. Σε κάποιο κέντρο, δηλαδή, που έπαιζε ο Τσιτσάνης, δεν παίζανε ποτέ δικό μου τραγούδι. Πάντοτε μπορούσα να κάνω λαϊκά τραγούδια πολύ πιο πιασάρικα ας το πούμε έτσι, σου λέω μόνο ένα πράγμα: Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που είχε κάνει το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», είχε γράψει ωραία τραγούδια, ήταν κάθε μέρα σπίτι μου, γιατί έπαιζε χαρτιά και ήθελε να ξοδεύει λεφτά και μου έφερνε τραγούδια. Ήταν καταπληκτικά τα τραγούδια της. Εγώ ήθελα να δώσω στον ελληνικό λαό τη μεγάλη ποίηση. Κι αυτό ήταν με θυσία της εμπορικότητας γιατί αλλιώς τραγουδάει ένα εύκολο στίχο, ευκολόπεπτο, κι άλλο είναι να κάνεις ποίηση. Δεν θεώρησα ποτέ ότι είμαστε διασκεδαστές, ότι πάμε δηλαδή να γεμίσουμε την ανία και τις άδειες ώρες αυτών που πηγαίνουν εκεί. Εγώ το θεωρούσα υποτιμητικό αυτό. Δεν μπορείς δηλαδή με το «Μέρα Μαγιού» που είναι ζεϊμπέκικο να σπας πιάτα ή να χορεύεις στο τραπέζι το χορό της κοιλιάς. Εγώ έδωσα στη μουσική ένα θρησκευτικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αυτός που θα πάει σε κάποιο κέντρο να ακούσει τη μουσική μου, εκεί θα μεταλάβει. Θα μεταλάβει με τη μουσική. Την έκανα κάτι σαν θρησκεία τη μουσική». Γ.Λ. Πριν από 15 χρόνια μου είχες πει στη Στοκχόλμη σε μια συνέντευξη ότι ένα κιλό αγάπη έχει ένα κιλό μίσος. Αναφερόσουν στον τρόπο που σε μεταχειρίζονταν τότε στην Ελλάδα και μου είχες εκφράσει την επιθυμία ότι θα ήθελες, το όραμά σου ήταν να παίζεται η μουσική σου σε έναν σταθερό χώρο, μερικούς μήνες το χρόνο. Σήμερα έχουμε μία πρόταση για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης και φαίνεται ότι έφθασε η ώρα της αναγνώρισης. Αισθάνεσαι ότι μπήκαμε σ’ αυτήν την περίοδο ότι θα σου δοθεί η δυνατότητα από εδώ και πέρα να παρουσιάζεις τα έργα σου, αφού τα περισσότερα είναι ακόμη άγνωστα στην Ελλάδα... «Τώρα αισθάνομαι ότι δεν έχω τη δύναμη τη βιωματική-βιολογική να το κάνω. Θα τα έκανα πολύ πιο πριν όταν είχα μεγάλη δύναμη μέσα μου. Ίσως τώρα να μου λείπει η ώθηση». Γ.Λ. Εκτός συνόρων είσαι αποδεκτός από τους πάντες. Αυτή η αναγνώριση πιστεύεις ότι είναι ειλικρινής ή έχει σκοπιμότητες... «Μεσολάβησαν πολλά. Εγώ ήμουν πολύ φανατικός τη δεκαετία του ’40. Θεωρούσα όλους όσους τότε συνεργαζόντουσαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ως εχθρούς που έπρεπε να τους χτυπήσω. Όταν αργότερα ήρθε η αμερικανοκρατία στην Ελλάδα με το παλάτι κλπ. και εμπόδιζαν τον κόσμο να πάει μπροστά, κρατούσαν τον κόσμο σε υπανάπτυξη στα χωριά, τότε καταλάβαινα τα τείχη. Αλλά μετά την χούντα όταν έπεσαν τα τείχη, δηλαδή συνθέσαμε στον τόπο μας τη δημοκρατία, τότε δεν καταλάβαινα τα τείχη. Είχαμε βέβαια το πρόβλημα της Τουρκίας, της ανοικοδόμησης κλπ. Απόδειξη ότι τότε με λιθοβολούσαν και τώρα δεν υπάρχει μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ καμιά διαφορά. Και από τα τρία κόμματα θεωρούμουν προδότης. Ξεκίνησα με την ΚΕΑ το 1977, εάν τότε γινόταν ο Συνασπισμός... Εδώ έγινε ο Συνασπισμός το 1989 και έπαιξε ρόλο καθοριστικό στα ελληνικά πράγματα μέσα. Εάν είχε ο Συνασπισμός ένα 20%. Το έλεγα εγώ τότε. Εμένα οι σύντροφοί μου όταν πρότεινα να πάρω μέρος το 1989 μου είπαν όχι. Και πήγα με το Μητσοτάκη. Γιατί εγώ δεν μπορούσα να μείνω απ’ έξω. έπρεπε να έχω ένα πόστο. Η στάση μου δεν ήταν υπέρ της ΝΔ ή του Συνασπισμού. Σήμερα το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ντρέπεται για τον αυριανισμό του, τότε όμως ήταν η κύρια ιδεολογία του. Αλλά ως προς την τέχνη το γεγονός ότι εγώ έσπασα τα τείχη του έντεχνου με το λαϊκό, με είχε φέρει σε αντίθεση με τους ευρωπαϊστές να θεωρούν ότι είμαι αποστάτης και με τους λαϊκούς να θεωρούν ότι είμαι αριστοκράτης. Και έτσι έμεινα πάλι μόνος μου». Τ.Χ. Ίσως όμως τελικά αυτή η μοναχική πορεία σε βοήθησε... Ναι με βοήθησε... Δεν είχα πρόβλημα. Όταν βλέπω ότι και σήμερα η νεολαία διψάει για να ακούσει τα τραγούδια μου. Όταν βλέπω πως ο κόσμος έρχεται για να ακούσει τα τραγούδια μου. Να σας πω κάτι ακόμη. Όταν πολιτεύτηκα με την Αριστερά το 1964, ό,τι είχα από την άλλη μεριά, ήταν πάρα πολλοί άνθρωποι που αγαπούσαν τη μουσική μου, έγιναν εχθροί μου. Άρχισε λοιπόν, αυτή η μικρή μου πολιτική παρουσία με την οποία μάλιστα εγώ δεν είχα παντρευτεί κανένα κόμμα, είχα παντρευτεί μια ιδεολογία: την αγάπη μου στην ελευθερία, την αγάπη μου στην αλήθεια, την αγάπη μου στην ομορφιά. Και όταν νόμισα ότι ο οποιοδήποτε και ο Διάβολος την εξυπηρετεί, πήγαινα μαζί του. Δεν είχα δεσμεύσεις. Έτσι όταν ήμουν με ένα κόμμα έλεγαν ότι είμαι ημίθεος. Όλοι οι άλλοι λέγανε ότι είμαι προδότης. Μετά πήγαινα στο άλλο κόμμα, πάλι τα ίδια. Κι έτσι έγινα ημίθεος σε όλα τα κόμματα και προδότης σε όλα τα κόμματα. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο ρεκόρ, δεν το έχει κανένας άλλος. Παντού να είμαι ημίθεος και παντού να είμαι προδότης. Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε τη μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό, είναι η ενότητα του έθνους. Όχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, τακτική, αλλά ενότητα ουσιαστική. Ενότητα όλων των Ελλήνων! Σήκωσα τα βάρη του διχασμού. Για να πετύχω την εθνική αφύπνιση, χωρίς να πω ψέματα ούτε να ξεγελάσω κανένα, χρησιμοποιώ τρόπους οξείς, αλήθειες πικρές και μεθόδους καυτερές που πολλές φορές σοκάρουν. Γιατί πιστεύω στη δύναμη της αλήθειας όσο πικρή κι αν είναι. Κι ακόμα πιστεύω πως η ζωή δίνει τη νίκη σ’ αυτούς που την υπηρετούν και την πιστεύουν. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή υπηρεσία προς το λαό αν δεν είσαι αγνός σαν την ιδέα, μεστός σαν την ανθρωπιά, δυνατός σαν την ορθή σκέψη! Έδωσα μια τροφή στην ελληνική νεολαία αποδεδειγμένα το 1960 και μπορώ να δώσω και τώρα. Με απομόνωσαν όλοι όμως... Δεν θέλουν αυτή την ανύψωση της τέχνης σε έναν καθοριστικό παράγοντα της ελληνικής ζωής. Θέλουν να έχουν το στρατό, την εκκλησία, την οικονομία, την κυβέρνηση, αλλά την τέχνη την φοβούνται. Δεν την θέλουν»... Τ.Χ. Άλλωστε όλες οι εξουσίες φοβούνται τους δημιουργούς... Έτσι είναι. Έγινα γνωστή προσωπικότητα χωρίς να ελέγχομαι από πουθενά. Σου λέει αυτουνού από πού κρατάει η σκούφια του... Εγώ είμαι ανεξάρτητος τελείως και ένας ανεξάρτητος άνθρωπος στην Ελλάδα είναι επικίνδυνος, σκοτώστε τον, απομονώστε τον. Γ.Λ. Διαβάζοντας τα παλιά σου κείμενα φαίνεται ότι πραγματικά ήσουν προφήτης. Είναι πράγματα που άλλοι υλοποίησαν μετά... Αυτό λειτουργεί στο υποσυνείδητο του κόσμου επειδή έχουν εμπιστοσύνη στον Μίκη, αυτό πρέπει να σου δίνει μια μεγάλη ικανοποίηση... Θα μπορούσα να κλειστώ στον εαυτό μου μετά απ’ όλα αυτά και να μην μιλώ καθόλου αλλά βλέπεις ότι εγώ πονάω τον κόσμο και πολλές φορές ξεχνάω τον εαυτό μου... Και βλέπεις ότι πολλές φορές παίζω το ρόλο ενός ανθρώπου που θυσιάζεται ή εκτίθεται εν γνώσι του μόνο και μόνο για να βοηθάω τον ελληνικό λαό. Αυτό είναι όλο. Πες ότι η Ελλάδα είναι ένα αεροπλάνο και επεμβαίνεις όταν κάτι δεν πάει καλά στη μηχανή... Αλλά πιλότο δεν με κάνουν με τίποτε (γέλια). Στιγμιότυπα: Ο ενωτικός και οικουμενικός Μίκης «Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε τη μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό, είναι η ενότητα του έθνους. Όχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, τακτική, αλλά ενότητα ουσιαστική. Ενότητα όλων των Ελλήνων! Σήκωσα τα βάρη του διχασμού. Όμως είμαι έτοιμος να δώσω το χέρι και να ξεχάσω για πάντα τα απάνθρωπα μαρτύρια και τις εξορίες, της αναγέννησης της Πατρίδας. Για να πετύχω την εθνική αφύπνιση, χωρίς να πω ψέματα ούτε να ξεγελάσω κανένα, χρησιμοποιώ τρόπους οξείς, αλήθειες πικρές και μεθόδους καυτερές που πολλές φορές σοκάρουν. Γιατί πιστεύω στη δύναμη της αλήθειας όσο πικρή κι αν είναι. Κι ακόμα πιστεύω πως η ζωή δίνει τη νίκη σ’ αυτούς που την υπηρετούν και την πιστεύουν. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή υπηρεσία προς το λαό αν δεν είσαι αγνός σαν την ιδέα, μεστός σαν την ανθρωπιά, δυνατός σαν την ορθή σκέψη»! Σικελιανός και Πνευματικό Εμβατήριο στη Ζάτουνα «Είμαι εξόριστος στη Ζάτουνα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, στο κέντρο της Αρκαδίας. Έξω χιονίζει. Κάνει φοβερό κρύο. Οι φρουροί μου τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω να μπούνε μέσα. Τους κερνώ τσικουδιά. Βγάζουν τις χλαίνες. Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω. Γουρλώνουν τα μάτια. -Για ξαναπαίχτο μου λένε. Ξαναπαίζω από την αρχή και ξανακερνώ τσικουδιά. -Παίξε κι άλλο μου λένε! Το μπουκάλι άδειασε. Το χιόνι σταμάτησε... Βγαίνουμε έξω ροδοκόκκινοι, γιομάτοι οινόπνευμα και μουσική... Ανοίγουμε δρόμο στο χιόνι και μπαίνουμε στο καφενείο. -Γιάννη κερνώ όλο τον κόσμο φωνάζω... «Ομπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», φωνάζει ο φρουρός...» Ο Πάμπλο Νερούδα και η φοβερή σύμπτωση «Όταν μελοποίησα το 1972 το Κάντο Χενεράλ, που είναι η Βίβλος των λαών της Λατινικής Αμερικής, ένα έργο με πολλές αναλογίες με το «Άξιον Εστί», είχα καλέσει τότε τον Νερούδα, Πρέσβη της Χιλής στο Παρίσι σε ένα στούντιο να παρακολουθήσει την πρόβα. Μετά όταν επρόκειτο να γίνει η συναυλία στο Παρίσι έφυγε στη Χιλή εκτάκτως. Έτσι δεν άκουσε ολόκληρο το Κάντο Χενεράλ, ούτε το τραγούδι Βιένος λος Πάχαρος, που αναφέρεται στα πουλιά και τα ζωντανά της νότιας Αμερικής. Το 1973 κάναμε περιοδεία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και ο Νερούδα θα ερχόταν να απαγγείλει στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Δεν ήρθε τελικά. Μετά το Κάντο τον πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του, ήταν αδύνατη η φωνή του, μου λέει πάλι έχω τους ρευματισμούς μου δεν ήξερε ότι έχει λευχαιμία, αλλά σας υπόσχομαι ότι θα είμαι στο στάδιο του Σαντιάγκο να απαγγείλω μαζί σας. Μετά εμείς κάναμε τις συναυλίες στο Μπουένος Άϊρες και θα παίρναμε το αεροπλάνο να πάμε στο Σαντιάγο της Χιλής. Πριν όμως μου τηλεφώνησε ο γραμματέας του Αλλιέντε και μου λέει ότι έχουμε μερικά προβληματάκια και γι’ αυτό να μην έρθετε τώρα, πηγαίνετε κάντε ένα γύρο στη Νότιο Αμερική και μετά να έρθετε εδώ. Και τα προβληματάκια ήταν το πραξικόπημα, όπου σκοτώθηκε ο Αλλιέντε, εμείς πήγαμε στη Βενεζουέλα, όταν ήμασταν στο Μέξικο μάθαμε και το θάνατο του Νερούντα. Πέρασε πολύς καιρός. Όταν έγινε πρόεδρος ο Μιτεράν με είχε καλέσει με μερικούς άλλους φίλους του τη μέρα της ορκωμοσίας του και ανάμεσά τους ήταν η γυναίκα του Αλιέντε και η γυναίκα του Νερούδα. Μετά όταν πίναμε τον καφέ όρθιοι, λέω στη Ματίλντ Νερούδα, μια πολύ γλυκιά γυναίκα, θα ήθελα πολύ να ακούσει ο Πάμπλο Νερούντα αυτό ειδικά το μέρος, το Βιένος λος Πάχαρος που δεν το άκουσε. Θέλω μια μέρα να πάω στον τάφο του, να είσαι και εσύ μαζί μου, να το βάλουμε να το ακούσει... Η πρόσκληση ήρθε πλέον μετά την πτώση του Πινοτσέτ. Και την άλλη μέρα πήγα στον τάφο του Νερούδα, η Ματίλντ ήταν στο πλευρό του νεκρή. Το σπίτι τους ήταν στην Isla Negra, δηλαδή μαύρο νησί, δεν είναι νησί, είναι στην ακτή του Ειρηνικού και όλοι οι βράχοι εκεί είναι κατάμαυροι και μετά το πέλαγο... Σ’ αυτό το συγκρότημα με πολλά μικρά σπιτάκια, στα εκατό μέτρα είναι ο τάφος του, σ’ ένα ανάχωμα προς τον ωκεανό. Πήγαμε λοιπόν εκεί, ήταν δημοσιογράφοι Έλληνες και Χιλιανοί με κάμερες και είχαμε ετοιμάσει εμείς σ’ ένα μαγνητόφωνο το Βιένος λος Πάχαρος για να το βάλουμε την ώρα που θα βάζαμε τα λουλούδια να ακούσει και ο Νερούντα το τραγούδι αυτό. Βάλαμε τα λουλούδια και η Ρένα Παρμενίδου η γραμματέας μου που είναι και από τη Θεσσαλονίκη πάτησε το κουμπί και άρχισε να παίζει η μουσική και τραβούσαν οι κάμερες κλπ. Και εκεί που οι στίχοι λένε ότι οραματιζόταν τα πουλιά, ένα από αυτά ακριβώς που περιγράφει στο ποίημα, μεγάλο και πολύχρωμο, έπεσε από τους ουρανούς επάνω στον τάφο του Νερούντα. Αυτά είναι σημαδιακά πράγματα και σε κάνουν να ανατριχιάζεις...» Η καταγωγή και η περιπλάνηση «Κι εγώ υπήρξα γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία. Δείτε πίνακα πόλεων και ημερομηνιών για να καταλάβετε καλύτερα: Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα 1930-32. Αργοστόλι, 1933-36. Πάτρα 1937-38. Πύργος, 1938-39. Τρίπολη, 1939-43. Αθήνα, 1943. Μόνο σ’ ένα καπρίτσιο -να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»;- θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα, τα πρώτα του δεκαοχτώ χρόνια, οδηγήθηκε στη μουσική... επομένως συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωσή μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφέρον...» «Εγώ ήμουν πάντα ο ξένος. Στα Γιάννενα, Αθηναίος. Στο Αργοστόλι, Ηπειρώτης. Στην Πάτρα, Κεφαλλονίτης και ούτω καθεξής». Το γενεαλογικό δέντρο του Μίκη (από τον Ν.Β.Πιμπλή) Εις ομιλίαν σχετικήν προς την καταγωγήν του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη ελέχθη ότι κατάγεται πιθανώς από τους Θεοδωράκηδες του χωρίου Μάζα Σελήνου. Η σύγχυση οφείλεται εις άγνοιαν και εις την ύπαρξιν πολλών οικογενειών με το αυτό επώνυμο εις τον νομόν Χανίων. Γενάρχης του είναι ένας Γραμπουσιανός επαναστάτης, από το χωριόν Κάμπος της Κισάμου και από τον συνοικισμό Μπερμπατιανά, όπως τον ονόμασαν οι Τούρκοι που έλεγαν μπερμπάντες τους αγωνιζόμενους εναντίον των. Ακόμη και σήμερον η συνοικία αυτή διατηρεί την ονομασία αυτήν, το δε περίεργον είναι, ότι απ’ αυτό πήραν οι απόγονοι του Γραμπουτσιανού το επίθετον Μπερμπαντάκηδες ή Μπερμπάντηδες, το δε επίθετον Θεοδώρηδες ή Θεοδωράκηδες διετήρησαν μόνον ως επίσημον. Η οικογένεια διατηρεί σήμερον τα επίθετα από τους προγόνους της, τον Αδάμη, Αδαμάκηδες, τον Κυριάκο, Κυριακάκηδες, διατηρεί δε και τα παλιά Θεοδωράκηδες ή Μπερμπαντάκηδες. Ένας εκ των απογόνων της οικογενείας αυτής, ο Μπερμπατογιώργης, έλαβε σύζυγον μια Θεοδωροπούλαν, ασχέτου οικογενείας, από τον συνοικισμός Θεοδωριανά της κοινότητας Κεφάλι, απόθεν και εγώ κατάγομαι, όπου και εγκατεστάθη. Κατά την επανάστασιν του 1866-69, ο Μπερμπατογιώργης αυτός, μετέχων της μάχης των Σταυρακών, υπό την σημαίαν του Σκαλίδη εφονεύθη. Αφήκε την γυναίκαν του χήραν, ήν εγώ, μικρό παιδί, ενθυμούμαι μετά το έτος 1875. Εγνώρισα δε δύο τέκνα της, τον Μανώλη, που πέθανε νέος, και την Χρυσή, που έμεινε κοντά της μετά την εξ Αθηνών επάνοδόν της εκ της προσφυγίας. Αργότερον εγνώρισα τρεις υιούς της, τον Γιώργη, που εργάζετο στο Καστέλλι της Κισάμου, ως μάγειρος, το Θόδωρο, ο οποίος εργάζετο εν καιρώ ειρήνης ως Κλητήρ εις την Εθνική Τράπεζαν της Ελλάδος, εν καιρώ δε Κρητικής Επαναστάσεως ως οπλαρχηγός, υπό την σημαίαν του αρχηγού Σκαλίδη, και τον Μιχάλη, όστις ειδικευθείς εις την ραπτική, εις τον Ορφανοτροφείον του κράτους, ως υιός φονευθέντος εν πολέμω, ήσκησε εις τα Χανιά το επάγγελμα του εμποροράπτου. Ούτος νυμφευθείς, από το χωρίον Γαλατά, την θυγατέρα του οπλαρχηγού Σπυριδάκη απέκτησαν μίαν κόρην και δύο άρρενα τέκνα, τον Πέτρον, ήδη πολιτικόν συνταξιούχον και τον Γιώργον, δικηγόρον και νομάρχην, ούτινος υιός είναι ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Γ. Θεοδωράκης. Για τη Μουσική 1. Στον ίδιο κινηματογράφο εκείνη την εποχή (Τρίπολη, 1942), παίχτηκε ένα γερμανικό φιλμ με φόντο την εκτέλεση της «Ενάτης» του Μπετόβεν. Θυμάμαι ακόμη το σκηνικό. Ένα μεγάλο χολ, με άσπρες μαρμάρινες σκάλες, γεμάτες γυναίκες και άνδρες τραγουδιστές. Έχασα τα μυαλά μου. Από την άλλη μέρα κιόλας σηκώθηκα στην τάξη και δήλωσα στον κ. Λυκάκη, το μαθηματικό, που με εκτιμούσε ξεχωριστά, γιατί ως τότε παρακολουθούσα με πάθος την άλγεβρα και την τριγωνομετρία (ως και για τη θεωρία της Σχετικότητας κουβεντιάζαμε μαζί) -και του λέω: «Επειδή δεν θέλω να σας κοροϊδέψω, σας δηλώνω ότι από δω και στο εξής μ’ ενδιαφέρει μόνο η μουσική. Αυτό το βιβλίο που κρατώ είναι βιβλίο μουσικής. Κι εδώ θα διαβάζω τέτοια βιβλία. Τα μαθήματα του σχολείου δε μ’ ενδιαφέρουν. Ούτε τα μαθηματικά. Έρχομαι υποχρεωτικά. Αν θέλετε, μπορείτε να με αποβάλετε...». Ήταν βλακεία. Κι αυτό μου το είπαν όλοι οι συμμαθητές μου. Το ’ξερα κι εγώ. Όμως γιατί το έκανα; Μήπως για να «ρίξω μάγια» στη μουσική; Ήταν παράλογο κι όμως αληθινό. Για δύο χρόνια το γυμνάσιο έγινε πολύ δύσκολη υπόθεση, γιατί οι καθηγητές με σήκωναν κι εγώ συνήθως δεν απαντούσα και με μηδένιζαν. Με τα πολλά και με παρέμβαση του πατέρα και των φίλων μου, δέχτηκα να κάνω το μίνιμουμ για να προβιβαστώ. Σ’ αυτό βοήθησαν και οι καθηγητές. 2.Και τότε πιάστηκα από τη Μουσική. Όμως, ποιά μουσική; Την Αρμονία, που ήταν μια ξένη κατάκτηση, ένα ξένο δώρο από μέρους κάποιων μεγάλων μουσικών, που είχαν ζήσει σε χώρες μακρινές, υγρές, με παραμυθένια σπίτια, ζεστά δωμάτια, γεμάτα μουσικά όργανα και πρόσωπα ζωηρά και έξυπνα, ικανά να λάβουν το μήνυμα και να το εκτιμήσουν. Νομίζω ότι η επιλογή της συμφωνικής (κλασικής) μουσικής εκείνη την εποχή -στο μέσον της πολιτιστικής ερημιάς της ελληνικής επαρχίας- ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια που περιέκλειε το στοιχείο της άρνησης στην ελληνική πραγματικότητα, με το αποκρουστικό της για μένα πρόσωπο. Ούτε λαϊκά ούτε δημοτικά, ούτε ελαφρά: Κλασικά. Πού; Στον Πύργο του 1939 και στην Τρίπολη του 1940! Σ’ αυτή τη γραμμή της αποστασιοποίησης θα έμενα σταθερός έως τα 1960, παρ’ ότι στην εξωτερική μου ζωή θα ζούσα, όσο λίγοι Έλληνες, τα γεγονότα μέσα στην καρδιά των γεγονότων, μοιράζοντας το ψωμί και την αγωνία μου με ό,τι πιο πολύ μπορεί να ονομαστεί λαός. Έχοντας στη μια τσέπη τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπρας, θα μοιραζόμουνα παρανομίες, μάχες, φυλακές και εξορίες, με το μικροπωλητή, τον υδραυλικό, τον σκαφτιά, τον ψαρά, που δεν είχαν φανταστεί την ύπαρξή τους. Ζωή παρανοϊκή. Σίγουρα. Βρήκα όμως δύο δασκάλους. Δύο Έλληνες. Τα μεγαλύτερα μυαλά, για να με οδηγήσουν. Τον Κωστή Παλαμά και τον Διονύσιο Σολωμό. 3. Θέλω να υπενθυμίσω μόνο -για να φωτίσω περισσότερο τις απόψεις μου- ότι κινήθηκα πάντοτε ανάμεσα στην ελληνική και τη ευρωπαϊκή μουσική, ανάμεσα στο τραγούδι που εκφράζει βασικά την πρώτη και το συμφωνικό έργο που εκπροσωπεί τη δεύτερη. Ότι ακόμα για 20 χρόνια μεταξύ του 1960 και 1980 έστρεψα την πλάτη μου στη μουσική Ευρώπη για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, μουσικούς ιδεολογικούς προπαντός, αλλά και γενικότερους. Μετά το 1960 επιχείρησα να συγκεράσω αυτούς τους δύο ξεχωριστούς κόσμους με αποκορύφωμα το Λαϊκό Ορατόριο «Άξιον Εστί». Στην προσπάθεια αυτή έδωσα το όνομα Μετασυμφωνική Μουσική. Όλες οι ειδήσεις Μίκης Θεοδωράκης: Ο Κρητικός, o Έλληνας, ο Οικουμενικός Μίκης Θεοδωράκης: Όταν η Εντίθ Πιάφ ερμήνευσε την «Όμορφη Πόλη» στα γαλλικά Κορονοϊός: Οι γιατροί του ΕΚΠΑ καταρρίπτουν 5 μύθους για την εξάπλωση Mad Clip: Πώς σημειώθηκε το τροχαίο δυστύχημα – Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα