Ο Saverio Costanzo στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: «Η Elena Ferrante είναι μια επικίνδυνη συγγραφέας»
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 13 λεπτά ┋

Την Κυριακή το πρωί, 2 Νοεμβρίου, στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας», βρέθηκε ο Σαβέριο Κοστάντσο (Saverio Costanzo), ο οποίος ανέλυσε τη δημιουργική διαδικασία που βίωσε ως σκηνοθέτης, δημιουργός και showrunner της σειράς «Η υπέροχη φίλη μου» (αγγλικός τίτλος «My Brilliant Friend»), της διεθνώς αναγνωρισμένης μεταφοράς του ομώνυμου μυθιστορήματος της Έλενα Φεράντε από το HBO και τη Rai.
Συγκεκριμένα, ο ιταλός δημιουργός μίλησε για τις καλλιτεχνικές προκλήσεις της μεταφοράς ενός τόσο πλούσια δομημένου λογοτεχνικού κόσμου στη μικρή οθόνη, καθώς και για τη δημιουργία μιας τηλεοπτικής αφήγησης που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Η κουβέντα ξεκίνησε με τη σχέση του Σαβέριο Κοστάντσο με το λογοτεχνικό έργο της Έλενα Φεράντε, αλλά και την ίδια τη συγγραφέα, καθώς η πρώτη του απόπειρα να μεταφέρει ένα δικό της μυθιστόρημα στην οθόνη ήταν το 2007, με τη «Χαμένη Κόρη», που τελικά αποτέλεσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μάγκι Τζίλενχαλ, το 2019.
«Πάντα αγαπούσα το έργο της Έλενα Φεράντε. Μετά τη δεύτερη ταινία μου ερωτεύτηκα τη Χαμένη κόρη, και έτσι προσπάθησα να την προσεγγίσω μέσω του εκδότη της και να μάθω αν είναι ελεύθερα τα δικαιώματα του βιβλίου προκειμένου να το μεταφέρω στο σινεμά. Η ίδια ήταν πολύ ευγενική και γενναιόδωρη, καθώς μου παραχώρησε δωρεάν τα δικαιώματα για έξι μήνες, προκειμένου να δουλέψω το σενάριο, ξεκαθαρίζοντάς μου πως είναι ανοιχτή σε κάθε συζήτηση εφόσον προέκυπτε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα».
Δυστυχώς, και παρά τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε, ο Σαβέριο Κοστάντσο δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τα flashbacks, κι έτσι δεν μπόρεσε να βρει τον τρόπο να κάνει την αφήγηση γραμμική. Όταν της εξήγησε πως λυπάται πολύ και ότι δεν μπορεί να το κάνει, εκείνη δεν του απάντησε.

Έπειτα από αυτή την όχι και τόσο επιτυχημένη πρώτη επαφή, το γεγονός ότι η συγγραφέας τον επέλεξε για τη μεταφορά της διάσημης τετραλογίας της ήταν μια αναμφίβολα αναπάντεχη έκπληξη για εκείνον. «Θυμάμαι πολύ καθαρά το πρωινό που έλαβα το τηλεφώνημα από τον εκδότη της Έλενα Φεράντε, ο οποίος με ενημέρωσε πως η συγγραφέας επιθυμεί να μεταφέρω την Τετραλογία της Νάπολης στην οθόνη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα διαβάσει τα συγκεκριμένα βιβλία μονάχα ως απλός αναγνώστης, χωρίς να υιοθετώ μια πιο σκηνοθετική οπτική», δήλωσε σχετικά.
«Φοβόμουν πολύ»
Η πρώτη εμπειρία του Σαβέριο Κοστάντσο στο συγκεκριμένο πεδίο είχε έρθει με την «εμπορικά αποτυχημένη», όπως τη χαρακτήρισε, μεταφορά του βιβλίου «Η μοναξιά των πρώτων αριθμών» του Πάολο Τζορντάνο, το 2010. «Οι φανατικοί αναγνώστες και θαυμαστές του βιβλίου θεωρούν πως το κατέστρεψα. Είχα μια δική μου ιδέα για το πώς ν' αναδομήσω την ιστορία, αλλά όταν απογοητεύεις τόσο κόσμο λες στον εαυτό σου ότι δεν θα δοκιμάσεις ποτέ ξανά την τύχη σου με κάποιο μπεστ σέλερ. Επομένως, αντιλαμβάνεστε πως όταν έλαβα το τηλεφώνημα από τον εκδότη της Έλενα Φεράντε, σκέφτηκα πως θα ξαναζήσω τα ίδια, και μάλιστα σε ακόμη χειρότερο βαθμό, μιας και το συγκεκριμένο βιβλίο έχει μια εξέχουσα σημασία ως απαρχή ενός νέου φεμινισμού», σχολίασε ο Σαβέριο Κοστάντσο. Εκείνη τη στιγμή, αποφάσισε να διαβάσει εκ νέου τα βιβλία, αλλά αυτή τη φορά με τη ματιά του σκηνοθέτη: «Σκέφτηκα ότι μπορώ να τα καταφέρω, κι αυτή η σκέψη μού το έκανε δύσκολο να αρνηθώ, την ίδια στιγμή όμως φοβόμουν πολύ. Ο βασικός λόγος που δέχτηκα είναι πως ένιωσα πολύ άνετα με τους χαρακτήρες, είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μοιράζομαι κάτι κοινό μαζί τους».
Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης στάθηκε στο ότι η σειρά δεν ήταν απλώς μια μεταφορά «βιβλίου σε οθόνη», αλλά μια «απόπειρα» να μάθει, να ωριμάσει κινηματογραφικά μέσα από αυτό το έργο. Όπως ανέφερε, η Φεράντε τον «κάλεσε» — με τον δικό της τρόπο — και εκείνος αποφάσισε πως δεν μπορούσε ν' αρνηθεί την ευκαιρία. «Αν πεις "όχι", χάνεις την ευκαιρία να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, με κάποιον τρόπο», είπε. Αμέσως μετά, παρέθεσε την ευρύτερη οπτική του για το λογοτεχνικό έργο της Έλενα Φεράντε: «Για μένα η Φεράντε ήταν κάτι επικίνδυνο, και τολμώ να πω ότι μου αρέσει ο κίνδυνος. Η θεωρία μου είναι ότι δημιουργεί κατά βάση βιβλία πολύ σύντομα σε έκταση, που κινούνται από τα έξω προς τα μέσα, στοιχείο που συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ αρέσκομαι ν' ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Ωστόσο, με το συγκεκριμένο βιβλίο η Έλενα Φεράντε έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Κατάφερε, γράφοντας 2.000 σελίδες αντί για 200, να κάνει τη μετάβαση από την τραγωδία στο έπος. Ένιωσα λοιπόν πως με παρακινούσε να κάνω το ίδιο, να μάθω πώς μετασχηματίζει κανείς την αλήθεια της τραγωδίας σε κάτι πιο ευχάριστο για το κοινό, χωρίς όμως να χάσει την ουσία της ιστορίας στην πορεία».
Η Ελενα Φεράντε και ο φεμινισμός
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της συζήτησης ήταν η αναφορά στη συχνά επαναλαμβανόμενη θεωρία ότι πίσω από το ψευδώνυμο «Έλενα Φεράντε» κρύβεται άνδρας συγγραφέας. «Στην πρώτη και στη δεύτερη σεζόν επικοινωνούσαμε αποκλειστικά μέσω email. Δεν ήταν εύκολο, ήταν όμως αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας. Η Έλενα Φεράντε ήταν πάντα στιβαρή στις απόψεις της, ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ συντηρητική. Αντίθετα, ήταν πάντα ανοιχτή στις αλλαγές γιατί κατανοούσε ότι σε μια τέτοια μεταφορά ο μόνος τρόπος να μην αλλάξεις τίποτα είναι να αλλάξεις τα πάντα. Όταν μοιράστηκα μαζί της τις επιλογές για το καστ, για παράδειγμα, είχε μεν ενστάσεις, αλλά ήταν παράλληλα σε θέση να δει πού είχα δίκιο και να με αφήσει να κάνω τα πράγματα με τον τρόπο που γνωρίζω. Φυσικά, συνήθως εκείνη ήταν που είχε δίκιο, αλλά με άφηνε να το αντιληφθώ μόνος μου δίχως να το επιδεικνύει».

Ο ίδιος έχει απορρίψει τη θεωρία που υποστηρίζει πως η πραγματική της ταυτότητα δεν είναι γυναικεία. «Θυμάμαι ότι στην τρίτη σεζόν δεν ήμουν έτοιμος να σκηνοθετήσω ξανά και σκεφτόμουν πως δεν θα συνεχίσω με τη σειρά. Τη ρώτησα, λοιπόν, γιατί δεν επέλεξε μια γυναίκα για τη σκηνοθεσία, και η απάντηση της ήταν η εξής: "Σε μια γυναίκα δεν μπορείς να προσάψεις τίποτα, ενώ σε σένα μπορώ". Στην ουσία, αυτό που κάναμε ήταν να δημιουργήσουμε την ένταση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, και αυτό που προέκυψε από αυτή την τριβή ήταν μια ισότιμη σχέση, στοιχείο που αναζητά κατά κάποιον τρόπο και ο φεμινισμός. Η Φεράντε αναπαρήγαγε μέσα στη συνεργασία μας αυτήν ακριβώς τη δυναμική. Ήταν σαν τις γυναίκες με τις οποίες μεγάλωσα. Προερχόμενος από μια μητριαρχική οικογένεια, έμαθα από παιδί να πρέπει να αποδεικνύω ότι έχω το δικαίωμα να είμαι "στην πλευρά του σωστού". Καταλαβαίνω γιατί με διάλεξε, αλλά και γιατί λειτούργησε αυτή η επιλογή», σχολίασε σχετικά.
Η επιλογή του cast
Στην συνέχεια, ο ομιλητής του masterclass αναφέρθηκε στην «αφήγηση των προσώπων», η οποία καθοδήγησε την επιλογή του καστ. «Η Rai, που είναι συμπαραγωγός με το HBO, ήθελε μεγάλα ονόματα, όμως τους εξήγησα πως έχουμε ήδη το μεγάλο όνομα που χρειαζόμαστε, και φυσικά αναφερόμουν στην Έλενα Φεράντε. Για να τους πείσω, βέβαια, προσποιήθηκα πως αυτό ήταν δίκη της επιθυμία. Μας πήρε έναν χρόνο η εύρεση του καστ, αλλά θέλαμε να δώσουμε αληθινούς ανθρώπους στον θεατή, και όχι μια ακόμα σειρά από πρόσωπα. Στην εποχή μας, οι οθόνες είναι γεμάτες με ίδια πρόσωπα, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις».
Η διαδικασία αναζήτησης των ηθοποιών κράτησε σχεδόν έναν χρόνο. «Θέλαμε πρόσωπα που να κουβαλούν ιστορία. Μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι έφεραν στο πρόσωπό τους τη φθορά, το τραύμα, τη φτώχεια. Δεν μπορούσαμε να βάλουμε μοντέλα να παίξουν ανθρώπους που έζησαν στην εξαθλίωση». Παρότι ο ίδιος κατάγεται από τη Ρώμη — «εμείς έχουμε απλώς προφορά, όχι διάλεκτο», όπως είπε χαριτολογώντας — επέμεινε να βρει ηθοποιούς από τη Νάπολη και τα περίχωρά της. Για έξι μήνες, οι νεαρές πρωταγωνίστριες και οι υπόλοιποι ηθοποιοί παρακολούθησαν εντατικά εργαστήρια εκμάθησης διαλέκτου, κίνησης και κοινωνικής παρατήρησης, προκειμένου να αποκτήσουν τη φυσικότητα της εποχής. «Όταν ακόμα και οι ίδιοι οι Ναπολιτάνοι μάς είπαν "έτσι μιλούσαμε τότε", καταλάβαμε ότι το πετύχαμε».
Στον καθένα από τους τέσσερις κύκλους της σειράς, μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθεί το ύφος της εκάστοτε εποχής, από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό μέχρι τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, σε μια προσπάθεια ν' απαντηθεί το άλυτο ερώτημα της μνήμης: τι είναι άραγε αυτό που θυμόμαστε από την κάθε εποχή; «Στην πρώτη σεζόν είπαμε να φτιάξουμε κάτι κοντινό στη γραμματική του κινηματογράφου του ’50, να έχουμε χρώμα χωρίς χρώμα, να δουλέψουμε δίχως πολλά κοντινά, να κινηθούμε στο πλαίσιο του Νεορεαλισμού. Βέβαια, λόγω της μαφίας δεν είχαμε τη δυνατότητα να γυρίσουμε σε ορισμένες τοποθεσίες, και έτσι "χτίσαμε" μια ολόκληρη γειτονιά, κάναμε δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τον Νεορεαλισμό, περπατήσαμε κατά κάποιον τρόπο στα μονοπάτια του Φελίνι. Στη δεύτερη σεζόν περνάμε στην εποχή της οικονομικής ανάκαμψης, επομένως τα χρώματα γίνονται πιο έντονα, καθώς "τρέχουμε" μαζί με τους χαρακτήρες. Στην τρίτη σεζόν έχουμε δύο κινηματογραφικές γραμματικές σε σύγκρουση, καθώς η πολυπόθητη ελευθερία του ’70 χάνεται ανεπιστρεπτί. Στην τέταρτη σεζόν αναρωτήθηκα ποια είναι η πιο κομβική ταινία του σινεμά στο τέλος του 20ού αιώνα. Το Pulp Fiction, για παράδειγμα, είναι μια μίξη όλων των προηγούμενων εποχών. Δεν μπορούσα να βρω μια ταινία που να χαρακτηρίζει αντίστοιχα την επόμενη εποχή. Για να το θέσω πιο απλά, πόσο εφικτό είναι να κατονομάσουμε μια ταινία που χαρακτηρίζει την εποχή από το 2000 έως το 2010; Ο κινηματογράφος ψάχνει την ταυτότητά του, καθότι εξ ορισμού αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που ζουν στο εδώ και στο τώρα, και η κρίση αποτυπώνεται στην έλλειψη ενός κανόνα», συμπλήρωσε ο σκηνοθέτης.
Η συνεργασία με το ΗΒΟ
Κατά τη διάρκεια της κουβέντας, ο Σαβέριο Κοστάντσο θυμήθηκε την πρώτη φορά που συνάντησε τα στελέχη του HBO. «Ημουν σπίτι, γύρω στις επτά το απόγευμα, είχα ήδη πιει δύο ποτήρια κρασί και χαλάρωνα» αφηγήθηκε. «Με παίρνει τηλέφωνο ο παραγωγός μου και μου λέει: "Πού είσαι;", του απαντώ: "Σπίτι. Γιατί;" Και μου λέει: "Έχουμε κλήση με το HBO". Νόμιζα ότι δεν θα ήμουν σε εκείνη τη συνάντηση, αλλά εκείνος μου λέει: "Όχι, δική σου είναι κι αυτή". Ευτυχώς, το γραφείο ήταν κοντά. Πάω λοιπόν εκεί, κάθομαι, σχεδόν "ζαλισμένος" από την ημέρα, και βλέπω δύο οθόνες. Στη μία έγραφε Νέα Υόρκη, στην άλλη Λος Άντζελες και δώδεκα ανθρώπους, όλοι με καφέδες στο χέρι να με κοιτάζουν. Και μου λένε: "Σαβέριο, πες μας τι θέλεις να κάνεις;" Ε, και τότε άρχισα να "pitchάρω", όπως λένε σήμερα» είπε, ξεσπώντας σε γέλια. «Στο τέλος είπαν: "Ήταν η καλύτερη παρουσίαση που έχουμε ακούσει ποτέ!" Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήταν απολύτως μαζί μου. Ενθουσιασμένοι, πρόθυμοι να ακολουθήσουν κάθε βήμα της διαδικασίας. Ήταν εξαιρετικοί συνεργάτες, τουλάχιστον τότε. Δεν ξέρω τώρα (γέλια), αλλά τότε ήταν πραγματικά υπέροχοι. Δουλέψαμε μαζί άψογα».
Κλείνοντας, ρωτήθηκε αν, μετά την επιτυχία της σειράς, δέχτηκε προτάσεις από αμερικανικά στούντιο να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες,— όπως συμβαίνει συχνά με ευρωπαίους δημιουργούς που ξεχωρίζουν. «Ναι», απάντησε γελώντας. «Έχω μια πολύ αστεία ιστορία γι’ αυτό». Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όπως διηγήθηκε, τον κάλεσε ο ατζέντης του από το πρακτορείο United Talent Agency (UTA) στο Λος Άντζελες. «Μου είπε πως ο ίδιος ο ιδρυτής του πρακτορείου ήθελε να με γνωρίσει. Ήταν από αυτές τις παράξενες διαδικτυακές συναντήσεις της εποχής της πανδημίας. Εμφανίζεται, λοιπόν, στην οθόνη ένας ηλικιωμένος κύριος, γύρω στα εκατόν είκοσι, καθισμένος στην πολυθρόνα του, με φως να τον περιλούζει, σαν να είχε βγει από άλλη εποχή. Και μου λέει: "Σαβέριο, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Άκουσέ με προσοχή. Θες να παίξεις το παιχνίδι που παίζουμε εμείς εδώ; Αν ναι, σε έναν χρόνο θα σε κάνω πλούσιο". Κι εγώ τον ρώτησα: "Κάνοντάς τι ακριβώς;" Κι εκείνος απαντά: "Cocktails. Πάρτι. Δικτύωση". Κι εγώ του είπα: "Φίλε μου, φυσικά και θέλω να είμαι πλούσιος, αλλά δεν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι. Δεν θέλω να περνώ τις μέρες μου πίνοντας καφέδες και πηγαίνοντας σε εκδηλώσεις. Αν υπάρχει ένα καλό σενάριο, αν υπάρχει εμπειρία, ναι, θα έρθω. Αλλιώς όχι. Δεν με ενδιαφέρει ο κόσμος αυτός"».
Η κουβέντα έπειτα άνοιξε προς το κοινό, με τον Σαβέριο Κοστάντσο να μιλά για τον συνθέτη Μαξ Ρίχτερ, ο οποίος έγραψε το soundtrack της σειράς: «Δεν ήθελα να έχω και ναπολιτάνικη μουσική, θα ήταν σαν να πρόσθετα ζάχαρο στη χοληστερίνη μου, ήταν υποχρεωτικό για μένα να υπάρχει κάτι σαν αντιστάθμισμα από την βόρεια Ευρώπη. Ο Ρίχτερ μού απάντησε αρχικά αρνητικά, όμως επέμεινα και τον παρακάλεσα, και στο τέλος έγραψε τρία κομμάτια με τα οποία έμεινε και ο ίδιος πολύ ευχαριστημένος. Αντίστοιχα, στη δεύτερη σεζόν έβλεπα πολλές ταινίες του ’60, ανάμεσα σε αυτές και μια ταινία του Μπερτολούτσι όπου χρησιμοποιεί το τραγούδι "Vivere ancora" του Τζίνο Πάολι. Αυτή λοιπόν ήταν μια εικόνα που ήθελα οπωσδήποτε να μεταφέρω», ολοκλήρωσε ο σκηνοθέτης.
Η σφαίρα που πήρε την αθωότητα μιας γενιάς: 17 χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξη και η μνήμη δεν σβήνει
Kακοκαιρία Byron: «Κοκκίνησε» το Καστελόριζο από τα λασπόνερα - Αίτημα για κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης
Δώρο Χριστουγέννων: Πότε θα πληρωθεί, σε ποιους και πώς να το υπολογίσετε
Αυτά είναι τα ακριβά φάρμακα που θα διατίθενται και σε ιδιωτικά φαρμακεία από τον Ιανουάριο
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



