Η Μύκονος, από σύμβολο ελευθερίας σε τόπο προνομιούχων και υπερτουρισμού
Ο σκηνοθέτης Στηβ Κρικρής μιλάει στο ethnos.gr για το ντοκιμαντέρ «Super Paradise», το οποίο ταξιδεύει από την ένδεια της μεταπολεμικής Μυκόνου στις ανέμελες μέρες της δεκαετίας του ’70 και από εκεί στην ακραία εμπορευματοποίηση και τον μαζικό τουρισμό του σήμερα🕛 χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια η Μύκονος γνώρισε ριζικές μεταμορφώσεις. Από φτωχικό νησί έγινε ένας από τους ακριβότερους προορισμούς του κόσμου, από άγνωστη γωνιά του Αιγαίου, παγκόσμιος πόλος έλξης, από σύμβολο ελευθερίας, τόπος των προνομιούχων. Πώς ένα μικρό νησί κατόρθωσε, σε τόσο σύντομο διάστημα, να βιώσει τόσο καταιγιστικές αλλαγές;
Το «Super Paradise» του σκηνοθέτη Στηβ Κρικρή ταξιδεύει από την ένδεια της μεταπολεμικής Μυκόνου στις ανέμελες μέρες της δεκαετίας του ’70 και από εκεί στην ακραία εμπορευματοποίηση και τον μαζικό τουρισμό του σήμερα. Όλες οι αντιφατικές όψεις του νησιού ζωντανεύουν μέσα από μοναδικές αφηγήσεις ντόπιων και ξένων – διανοούμενων, καλλιτεχνών, ψαράδων, επιχειρηματιών – που προσφέρουν μια ανεπανάληπτη ματιά στη μυκονιάτικη εμπειρία και αποκαλύπτουν το παρασκήνιο ενός σύνθετου και συναρπαστικού τόπου.
Με σπάνιο αρχειακό υλικό και απολαυστικές αφηγήσεις, το «Super Paradise» δεν σκιαγραφεί απλώς τη Μύκονο, αλλά καταθέτει ένα καίριο, σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ, case study για το πώς ένας «παράδεισος» ανακαλύπτεται, πωλείται και αγοράζεται ξανά και ξανά, μέχρι να αποσυντεθεί.
Μετά την πρεμιέρα του, στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, και τη συμμετοχή του σε διεθνή φεστιβάλ –μεταξύ των οποίων το Los Angeles Greek Film Festival, όπου απέσπασε το Βραβείο Κοινού– το «Super Paradise» συναντά το αθηναϊκό κοινό στον κινηματογράφο Δαναό, την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου, σε μια πολύχρωμη πρεμιέρα. Θ' ακολουθήσουν περιορισμένες προβολές (19/10 στις 17:00 και 19:00, 20/10 στις 19:00, 21/10 στις 19:00), παρουσία του σκηνοθέτη και των συντελεστών, οι οποίες θα συνοδεύονται από θεματικές συζητήσεις με εκλεκτούς καλεσμένους.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το «Super Paradise» και πόσο καιρό κράτησαν τα γυρίσματα;
Η ιδέα γεννήθηκε πριν από περίπου πέντε χρόνια, όταν ένας πολύ καλός φίλος και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, ο Paul Typaldos, με πλησίασε με την ιδέα να κάνουμε μια ταινία για τη Μύκονο του '60 και '70, τις ένδοξες εποχές της νησιού. Αμέσως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον και του έφερα κάποιες φωτογραφίες μου από τις πρώτες μου διακοπές στη Μύκονο, το 1979! Ετσι, ξεκίνησαν όλα και φτάσαμε μέχρι εδώ σήμερα. Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου τρία χρόνια. Πηγαίναμε κατά διαστήματα στη Μύκονο (7- 8 φορές) από μια εβδομάδα περίπου κάθε φορά.
Πώς ήταν για εσάς να επιστρέφετε στη Μύκονο, όχι ως ταξιδιώτης αλλά ως αφηγητής της ιστορίας της;
Η επιστροφή αυτή ήταν σαν καθρέφτης. Είδα όχι μόνο τη Μύκονο που άλλαξε, αλλά και τον εαυτό μου που μεγάλωσε μαζί της. Κατάλαβα ότι το ν' αφηγείσαι για έναν τόπο που αγαπάς, σημαίνει ν' αποδέχεσαι και τις αντιφάσεις του — γιατί μέσα σε αυτές κρύβεται η αλήθεια του. Ως αφηγητής, δεν είχα την πολυτέλεια της νοσταλγίας. Έπρεπε να κρατήσω μια απόσταση αγάπης. Να δω το νησί όπως είναι, όχι όπως θα ήθελα να 'ναι.

Ποια είναι η πιο ζωντανή ανάμνηση που κρατάτε από τη Μύκονο των χρόνων που τη ζήσατε; Τι εικόνα ή συναίσθημα σάς έχει μείνει πιο έντονα;
Πιο ζωντανή ανάμνηση είναι οι νύχτες στα σοκάκια, στα Ματογιάννια. Οι μουσικές, τα υπέροχα λιγοστά μαγαζιά, οι παρέες, τα γέλια και η απόλυτη ευδαιμονία χωρίς καμία επιτήδευση. Ένα μείγμα ελευθερίας, οικειότητας και ερωτισμού. Η αίσθηση ότι είσαι σ' ένα μικρό νησί αλλά γύρω σου υπάρχει ολόκληρος ο κόσμος, κι όμως, όλα χωράνε. Αυτό το συναίσθημα, νομίζω, ήταν η ψυχή της Μυκόνου κι αυτό είναι που προσπαθώ να ξαναβρώ, να το καταγράψω, να μην το αφήσω να χαθεί μέσα στη φασαρία.
Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε σπάνιο αρχειακό υλικό. Πόσο δύσκολο ήταν να το εντοπίσετε και να το «ζωντανέψετε» μέσα στην ταινία;
Ήταν μια μακρά και απαιτητική διαδικασία. Η Μύκονος έχει φωτογραφηθεί και κινηματογραφηθεί πολύ, αλλά το υλικό που δείχνει την αληθινή, καθημερινή ζωή — πριν από τον μαζικό τουρισμό — είναι ελάχιστο και διάσπαρτο. Πολλά από τα πλάνα που βλέπετε στο ντοκιμαντέρ βρέθηκαν μέσα από προσωπικές συλλογές, ξεχασμένα Super 8 film ή κασέτες VHS. Χρειάστηκε υπομονή, εμπιστοσύνη και συγκίνηση, γιατί κάθε φορά που κάποιος μας έδινε το υλικό του ένιωθες πως σου εμπιστευόταν ένα κομμάτι της ζωής του.
Πόσο επηρέασε η αισθητική των δεκαετιών του ’70 και του ’80 τη φωτογραφία και τον τόνο του έργου;
Αυτές οι δεκαετίες επηρέασαν βαθιά τη φωτογραφία και το ύφος του ντοκιμαντέρ. Η δεκαετία του ’70 είχε θερμότητα, αναλογικότητα, φυσικό φως, μια αίσθηση ανεμελιάς. Τα ’80s έφεραν ενέργεια, αντίθεση, υπερβολή. Το πέρασμα στη «σκηνή» της Μυκόνου όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Προσπαθήσαμε ν' αφήσουμε αυτή την αισθητική να περάσει στην εικόνα, να γίνει σχεδόν συναισθηματικό φίλτρο. Να νιώθεις τον ήλιο, τη σκόνη, τη μουσική, την όλη ατμόσφαιρα του νησιού.
Πώς βιώνουν οι ίδιοι οι κάτοικοι τη μετάβαση από τη «Μύκονο των ψαράδων» στη «Μύκονο των μεγάλων brands»;
Η Μύκονος για τους ντόπιους δεν είναι ούτε μόνο νοσταλγία ούτε μόνο απογοήτευση. Είναι ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στο πριν και το τώρα. Και ίσως, πίσω από αυτή τη σύγκρουση, να κρύβεται και η ελπίδα. Οτι κάποια στιγμή ο τόπος θα ξαναβρεί την ισορροπία του. Όχι επιστρέφοντας πίσω, αλλά θυμούμενος ποιος είναι στην ουσία του. Αυτό που επανέρχεται συχνά είναι μια σιωπηλή μελαγχολία. Η αίσθηση ότι ο τόπος τους «ξέφυγε από τα χέρια». Αλλά ταυτόχρονα υπάρχει υπερηφάνεια , γιατί ξέρουν πως η Μύκονος έγινε παγκόσμιο φαινόμενο χάρη στο φως, τη φιλοξενία και την ελευθερία που οι ίδιοι γέννησαν.
Θα λέγατε ότι το «Super Paradise» είναι μια ιστορία μόνο για τη Μύκονο ή για μια ολόκληρη Ελλάδα που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στη δίνη της εμπορευματοποίησης και του υπερτουρισμού;
Ναι, το ντοκιμαντέρ έχει ως αφετηρία τη Μύκονο — την πιο αναγνωρίσιμη, την πιο «ακραία» περίπτωση. Αλλά πίσω από τα πλάνα του νησιού, κρύβεται μια μεγαλύτερη ιστορία. Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, που παλεύει να βρει ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και στην ταυτότητά της. Η Μύκονος λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός. Εκεί βλέπεις σε γρήγορη, σχεδόν ωμή μορφή, όσα συμβαίνουν σιωπηλά και αλλού, σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το «Super Paradise» είναι μια ιστορία για τη Μύκονο αλλά και για όλους τους τόπους που έγιναν «προϊόν» πριν προλάβουν να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό.
Υπάρχει τρόπος ένας τόπος να διατηρήσει την ψυχή και τον χαρακτήρα του, χωρίς να τα θυσιάσει στον τουρισμό;
Ναι, πιστεύω πως υπάρχει τρόπος ένας τόπος να κρατήσει την ψυχή του, αρκεί να θυμάται ποιος είναι. Ο τουρισμός δεν είναι εχθρός. Γίνεται εχθρός, όταν ξεχνάμε ότι ο τόπος δεν είναι προϊόν, αλλά ζωντανός οργανισμός με ανθρώπους, ιστορία και ρυθμό. Όσο οι ίδιοι οι κάτοικοι συμμετέχουν, όσο υπάρχει σεβασμός στην κλίμακα, στην παράδοση και στη φύση, η ανάπτυξη μπορεί να συνυπάρξει με την ταυτότητα. Το δύσκολο δεν είναι να προσελκύσεις τον κόσμο, αλλά να μην χαθείς μέσα του. Κι αυτό απαιτεί μέτρο, επίγνωση και κυρίως αγάπη. Βεβαίως στην θεωρία πολλά μπορούν να ειπωθούν, στην πράξη είναι το μεγάλο στοίχημα!
Για τη Μύκονο μπορεί να υπάρξει ξανά μια εποχή ελευθερίας και αυθεντικότητας, όπως τις δεκαετίες του '70 και '80;
Οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 στη Μύκονο ήταν πράγματι μοναδικές. Ήταν μια εποχή αθωότητας και ανακάλυψης, όταν η ελευθερία δεν ήταν στάση αλλά φυσική κατάσταση. Οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς φίλτρα, χωρίς branding, χωρίς σκηνικό. Η Μύκονος τότε δεν «πουλούσε» ελευθερία, αλλά την ενσάρκωνε. Εκείνη η εποχή ανήκει πια στο παρελθόν. Όμως, η ουσία της μπορεί να επιστρέψει, αν ξαναθυμηθούμε τι την έκανε ξεχωριστή.

Αν η Μύκονος μπορούσε να «μιλήσει», τι νομίζετε πως θα μας έλεγε σήμερα;
Αν η Μύκονος μπορούσε να μιλήσει, νομίζω θα μας έλεγε: «Με κοιτάτε, αλλά δεν με βλέπετε πια. Μου αλλάξατε πρόσωπο, μα η ψυχή μου είναι ακόμα εδώ — μέσα στον άνεμο, στη θάλασσα, τον ήλιο, το φως, στα μάτια των λίγων που θυμούνται».
Και τέλος, τι θα θέλατε να κρατήσει ο θεατής φεύγοντας από την αίθουσα;
Δεν θα ήθελα να κρατήσει μια εικόνα της Μυκόνου, αλλά ένα αίσθημα. Να σκεφτεί τι σημαίνει ελευθερία, τι σημαίνει ταυτότητα, τι σημαίνει ν' αγαπάς έναν τόπο χωρίς να τον καταναλώνεις. Αν φύγει με μια μικρή νοσταλγία, αλλά και με μια νέα επίγνωση, τότε η Μύκονος θα έχει «μιλήσει».
Αυτά είναι τα πρόσωπα που αναζήτησαν περισσότερο οι Έλληνες στη Google - «Πρωτιά» για την Klavdia
Είναι επίσημο: Η Netflix εξαγοράζει την Warner Bros για αστρονομικό ποσό
Παράνομες συνταγογραφήσεις με κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ: Τρεις συλλήψεις - Η ανακοίνωση του ΕΟΠΥΥ
Έφηβος εξομολογείται πώς κατέληξε να κάνει 11 γραμμαρία κεταμίνης τη μέρα στα 13 του
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



