Σπύρος Πετρουλάκης στο ethnos.gr: Στην Κρήτη μεγαλώνεις ακούγοντας πως «ο λόγος είναι συμβόλαιο»
Μιλήσαμε με τον Σπύρο Πετρουλάκη, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Η σονάτα των αθέατων πουλιών»🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋

Ο Σπύρος Πετρουλάκης είναι ένας άνθρωπος που δύσκολα χωρά σε έναν μόνο τίτλο. Συγγραφέας, συνθέτης, στιχουργός, φωτογράφος, αθλητής, μια ανήσυχη δημιουργική ψυχή που αντλεί έμπνευση από τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα, με ρίζες βαθιά φυτεμένες στην κρητική γη, έχει ζήσει στο Ρέθυμνο και στα Χανιά. Τόπους που τον διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να καθρεφτίζονται στο έργο του.
Η Κρήτη, με τις μυρωδιές, τις γεύσεις και τα χρώματά της, αποτελεί γι’ αυτόν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Πολλοί τον γνώρισαν καλύτερα μέσα από την επιτυχημένη τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματός του «Σασμός» στον ALPHA, μια σειρά που καθήλωσε το κοινό και ανέδειξε τη δύναμη της κρητικής ψυχής και του ανθρώπινου δράματος. Με καταγωγή από την Κρήτη, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να στραφεί σε εκείνη την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του νησιού, έναν τόπο που για πολλούς μοιάζει με «άλλο κόσμο».
Για τον ίδιο, η ουσία βρίσκεται στο «τίμιο», σε εκείνο το αληθινό, αγνό συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί παντού. Σε μια κουβέντα, σε έναν έρωτα, σε ένα ξωκλήσι σκαλισμένο στον βράχο. Αυτή την αλήθεια αναζητά και στη γραφή του, επιδιώκοντας κάθε φορά να τη μεταδώσει στους αναγνώστες του. Αφορφή για την κουβέντα μας ήταν η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, με τίτλο «Η σονάτα των αθέατων πουλιών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας. Ένα μυθιστόρημα για τα αόρατα νήματα που ενώνουν τις ψυχές, ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να χάνονται. Για τους ανθρώπους που, σαν αθέατα πουλιά, αφήνουν στο πέρασμά τους μελωδίες οι οποίες αντέχουν στον χρόνο.
Λένε πως το άρωμα της καταγωγής κάθε δημιουργού τον επηρεάζει και τον οδηγεί σε συγκεκριμένα θέματα για έμπνευση. Ισχύει;
Το «άρωμα» είναι μια όμορφη, λυρική λέξη. Αλλά για μένα, ο ρόλος της καταγωγής είναι πιο βαθύς. Δεν είναι κάτι που απλώς μοσχοβολά. Η κρητική καταγωγή είναι η υποδομή μου, το χώμα που πατάω, ακόμη κι αν βρίσκομαι στην άλλη άκρη της Γης. Δεν με οδηγεί σε συγκεκριμένα θέματα, αλλά στο πώς αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Στην Κρήτη μεγαλώνεις ακούγοντας πως «ο λόγος είναι συμβόλαιο». Σκεφτείτε, λοιπόν, πόσο σοβαρά παίρνω τον λόγο, την κάθε πρόταση που γράφω. Αυτή η αυστηρότητα, αυτό το ήθος, είναι ο φακός μέσα από τον οποίο παρατηρώ και μάχομαι με τον κόσμο. Είναι ο δικός μου τρόπος να παλεύω για την αλήθεια μέσα από μια δουλειά που χρειάζεται τον μύθο για να γεννηθεί.
Η ιστορία του βιβλίου «Η σονάτα των αθέατων πουλιών» κινείται ανάμεσα στο 1833 και το σήμερα. Γιατί επιλέξατε αυτές τις δύο χρονικές στιγμές;
Η επιλογή των δύο εποχών δεν είναι τυχαία ούτε έγινε απλώς για τη δραματουργία. Είναι συμβολική και φιλοσοφική. Το 1833 σηματοδοτεί την τυπική απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και το τέλος της οθωμανικής σκλαβιάς, αλλά όχι και το τέλος της εσωτερικής σκλαβιάς. Εκείνη την εποχή η πειρατεία, με την οποία ασχολούμαι στο βιβλίο, δεν ήταν μόνο έγκλημα, ήταν μια ακραία μορφή ελευθερίας. Μια ανυποταξία που ζούσε πέρα από τον νόμο των ισχυρών.
Το σήμερα, αντίθετα, μας φέρνει αντιμέτωπους με μια νέα μορφή σκλαβιάς: τη λήθη, τη φθορά, τον σιωπηλό αφανισμό της μνήμης. Ο Φραγκίσκος, παλεύοντας με τη νόσο Αλτσχάιμερ, ζει μια σύγχρονη εκδοχή πειρατείας. Εκεί όπου ο «πειρατής» δεν του κλέβει χρυσάφι, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Η συνύπαρξη αυτών των δύο εποχών δείχνει πως ο αγώνας για την ελευθερία δεν τελείωσε, μα άλλαξε πεδίο μάχης. Είτε απέναντι σε ένα καράβι σκλάβων του 1833, είτε απέναντι στην απώλεια της μνήμης στο σήμερα, η ουσία μένει ίδια: το πνεύμα του ανθρώπου που αρνείται να παραδοθεί.
Η πειρατεία είναι ένα σχεδόν ξεχασμένο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Τι σας τράβηξε σε αυτό το θέμα;
Αυτό που με τράβηξε δεν ήταν τόσο η περιπέτεια, αλλά η «ανάγκη» για ιστορική δικαίωση. Η πειρατεία, βέβαια, ήταν μια πράξη ανυποταξίας απέναντι στους νόμους, μια ακραία μορφή ελευθερίας που ζούσε στα όρια. Μα όταν άρχισα να μελετώ το φαινόμενο στο Αιγαίο, είδα πως οι χριστιανοί πειρατές, έκαναν κάτι ανάλογο με όσα πρέσβευαν στα βουνά οι περιβόητοι «κλέφτες» (κλέφτες και αρματολοί) όπου στάθηκαν στο πλευρό των επαναστατών του ’21. Έτσι κι αυτοί, με τη ναυτοσύνη και την τόλμη τους βοήθησαν, πολλές φορές με αυταπάρνηση, στην απελευθέρωση. Αυτό το πείσμα με συγκινεί. Πάντα με έλκυαν οι άνθρωποι που η επίσημη ιστορία τους άφηνε στην άκρη κι ας πάλευαν στην πραγματικότητα πολλοί απ’ αυτούς για την επιβίωση, την αξιοπρέπεια και το κοινό καλό.

Η γλώσσα σας αποπνέει νησιωτική αύρα και λυρισμό. Είναι συνειδητή αυτή η ποιητική προσέγγιση της αφήγησης;
Είναι συνειδητή, αλλά μ' έναν τρόπο που ίσως δεν φαντάζεστε. Ο λυρισμός και ο ρυθμός στη γλώσσα μου δεν είναι στολίδι. Είναι και λύση και άρνηση μαζί. Ως άνθρωπος που παλεύει με τη δυσλεξία, η σχέση μου με τον λόγο ήταν πάντα δύσκολη, επίπονη. Οι λέξεις μέσα μου στριμώχνονται και πολλές φορές δεν βρίσκουν τον δρόμο.
Έτσι, επειδή η γραφή και ο λόγος δεν ήταν ποτέ αυτονόητα για μένα, έπρεπε να τα κερδίσω. Και τα κέρδισα μέσα από την ενασχόλησή μου με τη μουσική. Έμαθα να κυνηγώ τον εσωτερικό ρυθμό της πρότασης, τη μελωδία των λέξεων, ώστε η ροή τους να υπερνικά κάθε εμπόδιο. Ο λυρισμός, λοιπόν, δεν είναι αισθητική επιλογή, είναι τεχνική επιβίωσης. Είναι το γινάτι να βάλω τις λέξεις σε τάξη, να τις κάνω να ρέουν στο χαρτί και αποκεί στην ψυχή του αναγνώστη.
Ο Φραγκίσκος, με τη μάχη του απέναντι στο Αλτσχάιμερ, αντιπροσωπεύει κάτι πολύ σύγχρονο. Πώς προσεγγίσατε τη θεματική της νόσου;
Η προσέγγιση αυτής της νόσου ήταν το πιο επίπονο και δύσκολο κομμάτι της συγγραφής. Για να είμαι ειλικρινής, με τάραξε βαθιά. Δεν ήθελα να το αγγίξω, γιατί η μνήμη μ’ έφερε πίσω. Στον παππού μου, στις θείες μου, σε ανθρώπους που αγάπησα και τους είδα να χάνονται τελικά.
Κι όμως, ακριβώς επειδή ένιωθα αυτόν τον πόνο, ένιωσα και ένα χρέος. Όχι απέναντι στην αγορά ή στο κοινό, αλλά απέναντι σ’ εκείνους. Σκέφτηκα πως εγώ που έχω την πολυτέλεια να θυμάμαι και να έχω φωνή, δεν πρέπει να σωπάσω. Ο Φραγκίσκος δεν γεννήθηκε ως κοινωνική θεματική, αλλά ως υπόσχεση. Έγραψα για να μη ξεχάσω πρώτα εγώ και μετά ο κόσμος την αξία του ανθρώπου, ακόμα κι όταν αυτός χάνει τον εαυτό του.
Για μένα, ο Φραγκίσκος και οι φροντιστές του είναι οι μαχητές του σήμερα. Εκείνοι που πολεμούν από το δικό τους κάστρο, την πιο ύπουλη μορφή σκλαβιάς. Την πειρατεία του ίδιου του εαυτού του. Και η μόνη τους αντίσταση είναι η αγάπη και η μουσική. Εκεί βρίσκεται η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στη λήθη.
Οι γυναίκες στα βιβλία σας είναι πάντα δυνατές, αν και πληγωμένες. Είναι συνειδητή επιλογή να πρωταγωνιστούν εκείνες;
Δεν είναι μόνο μια συνειδητή επιλογή, αλλά είναι και πνευματική αναγκαιότητα. Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η επιφανειακή δύναμη, αλλά το πώς γεννιέται αυτή η δύναμη. Και στους χαρακτήρες μου, γεννιέται κυρίως μέσα από την πληγή. Η πληγή είναι το εφαλτήριο, η πρώτη ύλη της ανθεκτικότητας.
Επιλέγω να πρωταγωνιστούν οι γυναίκες γιατί, ιστορικά και κοινωνικά, η θυσία και η αντοχή δοκιμάστηκαν πιο σκληρά, πιο αθόρυβα, πάνω τους. Η γυναίκα κρατάει την οικογένεια, κουβαλάει τη μνήμη, τη συνέχεια και το «πρεπό» μέσα από τον πόνο, χωρίς να επιζητά αναγνώριση. Γράφοντας για εκείνες, θέλω να αναδείξω αυτή τη ασίγαστη επιμονή, το πείσμα της γυναίκας να συνεχίσει, ακόμα κι όταν όλα γύρω της διαλύονται. Αυτός είναι για μένα ο πιο αληθινός ηρωισμός.
Υπάρχει στο βιβλίο μια συνεχής αναζήτηση ελευθερίας – από τη σκλαβιά, τη λήθη, τη φθορά. Είναι αυτό το βασικό του μήνυμα;
Η αναζήτηση της ελευθερίας είναι ο κεντρικός πυρήνας, αλλά το βασικό μήνυμα δεν είναι η κατάκτηση της ελευθερίας, μα η άρνηση της παράδοσης και η υποχρέωση της ελπίδας. Η σκλαβιά, η λήθη, η φθορά, είναι κάποια από τα μεγάλα κακά που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Όμως, σύμφωνα και με μια φράση από το βιβλίο: «Όσο μεγάλο κι αν είναι το κακό που μας έχει βρει, πάντα κρύβει μέσα του κι ένα καλό, που ο καθένας μας έχει την υποχρέωση να ανακαλύψει».
Αυτό το «καλό» δεν είναι η εύκολη νίκη, είναι η ανθεκτικότητα που γεννιέται μέσα στον αγώνα. Είναι η αγάπη που δυναμώνει απέναντι στο Αλτσχάιμερ, είναι η ελευθερία της ψυχής που δεν σκύβει το κεφάλι, ακόμα και στα πιο δύσκολα. Το βιβλίο, στην πραγματικότητα, δεν μιλά για τη νίκη, αλλά για τη μεταμόρφωση. Για τη στιγμή που, μέσα στη μάχη, ο άνθρωπος γίνεται κάτι βαθύτερο. Εκεί βρίσκεται η ελευθερία.
Υπάρχει κάποια φράση ή σκηνή από το βιβλίο που σας «πόνεσε» ιδιαίτερα όταν τη γράφατε;
Ναι, υπάρχει μια στιγμή που με αποδόμησε εντελώς. Η σκηνή της διάγνωσης. Όταν η νευρολόγος αποκαλύπτει στον Φραγκίσκο ότι πάσχει από Αλτσχάιμερ. Εκεί δεν έγραφα για τον ήρωα, έγραφα για μένα. Το έζησα πολύ δυνατά. Ο πόνος δεν ήταν στη λέξη της διάγνωσης, αλλά στη σιωπή που ακολούθησε. Στο ερώτημα: «Και τώρα τι;» Με τσάκισε η σκέψη πως αυτός ο άνθρωπος θα χάσει τους αγαπημένους του επειδή θα τους ξεχάσει ο ίδιος. Κι εκεί μπήκα στη θέση του. Σκέφτηκα: «Αν ξεχάσω τα παιδιά μου; Την αγαπημένη μου; Ποιος θα είμαι τότε;»
Αυτός ο υπαρξιακός φόβος, η απώλεια του ίδιου του εαυτού, ήταν το σημείο που με λύγισε. Πολλές φορές σταματούσα τη συγγραφή αφού δεν μπορούσα να συνεχίσω. Εκεί αντιλήφθηκα πως αυτή η ιστορία δεν γράφεται χωρίς να πληρώσεις κάτι. Ήταν το τίμημα για ν' αποδώσω την αλήθεια και τη βαρύτητα αυτής της κλοπής της μνήμης.
Πώς βλέπετε τον ρόλο του συγγραφέα στη σημερινή κοινωνία;
Βλέπω μια μεγάλη απόσταση από τον συγγραφέα του χθες. Πιστεύω ότι ρόλος του σήμερα, βρίσκεται σε κρίση. Όχι εξαιτίας των εξωτερικών δυσκολιών, αλλά εξαιτίας μιας εσωτερικής παραίτησης. Δύσκολα πια ο συγγραφέας σηκώνει το βλέμμα του από τα εγώ του. Δύσκολα τολμά να σπάσει τον προσωπικό του καθρέφτη και να ρίξει τη γροθιά του στο μαχαίρι. Έχουμε μάθει να αυτολογοκρινόμαστε, να φοβόμαστε την αιχμηρή αλήθεια.
Ίσως είναι τα σημεία των καιρών, ίσως επειδή «γράφουμε όλοι» και κανείς δεν θέλει να δυσαρεστήσει. Όλο και πιο συχνά μας βλέπω να λειτουργούμε ως influencers, επιδιώκοντας να είμαστε αρεστοί κι όχι αληθινοί. Κι όμως, ο ρόλος του συγγραφέα δεν έχει αλλάξει. Παραμένει ένας φύλακας της μνήμης και της γλώσσας. Όταν πάψουμε να φοβόμαστε την αντιδημοφιλία και ξαναθυμηθούμε ότι ο λόγος είναι συμβόλαιο, τότε ο συγγραφέας, εμείς, θα ξαναβρούμε το πραγματικό μας βάρος.
Έχετε πει ότι σας αρέσει να «μπαίνετε στη ψυχή» των χαρακτήρων σας. Τι ανακαλύπτετε εκεί;
Όταν λέω ότι «μπαίνω στην ψυχή» των χαρακτήρων μου, στην πραγματικότητα κάνω μια πράξη πνευματικής βουτιάς. Δεν ανακαλύπτω εκείνους. Όσο κι αν ακουστεί κλισέ, ανακαλύπτω εμένα. Δοκιμάζω τις δικές μου αντοχές και τα δικά μου όρια. Βλέπω πώς θ' αντιδρούσα αν ήμουν ο Καπετάν Δράκος του 1833, ο Φραγκίσκος που χάνει τη μνήμη του ή η πληγωμένη, αλλά δυνατή, Γωγώ.
Αυτό που ανακαλύπτω, τελικά, είναι οι κοινοί μας δρόμοι. Τα ευάλωτά μας. Βλέπω ότι, πέρα από εποχές και φύλα, κάτω από κάθε χαρακτήρα, ακόμα και τον πιο σκληρό υπάρχει ο ίδιος πυρήνας φόβου, ανάγκης για αγάπη και πείσματος για επιβίωση. Η συγγραφή είναι μια τελετή καθαρμού. Όταν μπαίνεις στην ψυχή του άλλου, αναγκαστικά εκθέτεις κομμάτια από τη δική σου. Κι αυτό που παίρνω πίσω είναι μια σειρά από ακριβά μαθήματα και συναισθήματα.

Όταν σας πρότειναν να δουν οι ιστορίες σας το φως της κάμερας, υπήρξε κάποια στιγμή δισταγμού; Το να εμπιστευτείτε τα «πνευματικά σας παιδιά» σε μια άλλη τέχνη δεν είναι πάντα εύκολο…
Ο δισταγμός ήταν τεράστιος. Ναι, οι ιστορίες είναι τα «πνευματικά μου παιδιά», αλλά ο φόβος μου δεν ήταν συναισθηματικός, ήταν καθαρά καλλιτεχνικός. Σκέψου, έχω παλέψει με την κάθε λέξη, με το κάθε νόημα. Ο λυρισμός μου είναι αποτέλεσμα δουλειάς και ρυθμού. Ο φόβος μου ήταν μήπως η κάμερα, δίνοντας μια στατική εικόνα, αφαιρέσει τον εσωτερικό ρυθμό και τη μελωδία που κουβαλά η πρόταση. Έτρεμα μήπως η εικόνα γίνει «φασαρία» και χαθεί η μαγεία. Δεν είναι εύκολο να εμπιστευτείς έναν κόσμο που έχτισες με τόσο κόπο, σε μια τέχνη που μιλάει με την εικόνα.
Τελικά, το έκανα επειδή είδα σεβασμό. Η εταιρία παραγωγής και όλοι οι συμμετέχοντες στάθηκαν με ευαισθησία απέναντι στον πυρήνα και στο ήθος της ιστορίας. Τόσο στον «Σασμό» όσο και στο «Ναυάγιο». Κατάλαβα πως η κάμερα δεν ήρθε να αντικαταστήσει τη λέξη, αλλά να τη μεγεθύνει. Να φωτίσει αυτά όπου τελικά μόνο η εικόνα μπορεί να προσφέρει. Το ρίσκο, βέβαια, παρέμεινε. Αλλά χωρίς ρίσκο, καμία ιστορία δεν θα έφτανε ποτέ ως το κοινό της.
Πιστεύετε πως η τηλεόραση βοηθά ή «φθείρει» έναν συγγραφέα;
Η τηλεόραση είναι ένας μεγεθυντικός φακός και ταυτόχρονα, ένας σκληρός καθρέφτης. Μπορεί να βοηθήσει πολύ. Φέρνει χιλιάδες νέους αναγνώστες πίσω στην πρωτότυπη ιστορία, στο βιβλίο. Για πολλούς, η τηλεοπτική μεταφορά λειτουργεί σαν γέφυρα. Τους οδηγεί να ανακαλύψουν την ανάγνωση και να φτάσουν στην πηγή της ιστορίας.
Ωστόσο η τηλεόραση φθείρει όταν ο συγγραφέας αρχίζει να γράφει για την κάμερα και όχι για την ψυχή. Η φθορά δεν έρχεται από το μέσο, αλλά από μέσα. Από τη στιγμή που θα χάσεις την πειθαρχία σου και θα υποκύψεις στην ευκολία, στην εμπορικότητα ή στην ανάγκη να γίνεις «αναγνωρίσιμο πρόσωπο». Εκεί δοκιμάζεται ο συγγραφέας. Πρέπει να έχει τους δικούς του κανόνες, να στέκεται απέναντι στα φώτα με την πειθαρχία ενός αθλητή Taekwondo. Σταθερός, νηφάλιος, χωρίς να χάνει τον έλεγχο.
Αν έπρεπε να επιλέξετε ένα ακόμη βιβλίο σας για μεταφορά στη μικρή οθόνη, ποιο θα ήταν;
Οφείλω να είμαι ειλικρινής. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να απαντήσω τεχνικά. Εγώ ασχολούμαι με το βιβλίο και δεν κατέχω την τέχνη της τηλεόρασης, παρότι έχω παρακολουθήσει σεμινάρια σεναριογραφίας. Είμαι ρομαντικός, αγαπώ όλα μου τα έργα το ίδιο.
Αν, όμως, έπρεπε να επιλέξω ένα, αυτό θα ήταν «Η Αυγή, Το θαμμένο τετράδιο». Ο λόγος δεν είναι εμπορικός. Το επιλέγω γιατί μιλά για τα πάθη των εξόριστων γυναικών κατά και μετά τον Εμφύλιο. Ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας που οφείλουμε να φωτίσουμε. Εκεί βρίσκεται στο επίκεντρο η γυναικεία ανθεκτικότητα, η ίδια δύναμη που διατρέχει όλα τα έργα μου.
Ο μεγάλος μου δισταγμός και ταυτόχρονα η πρόκληση, είναι πως δεν ξέρω αν η ελληνική τηλεόραση είναι έτοιμη να αγγίξει ένα τόσο βαρύ και απαιτητικό θέμα. Μια τέτοια μεταφορά θα απαιτούσε σθένος, τόλμη και φυσικά ανθρώπους που δεν θα φοβηθούν την ιστορία.
Κραυγή απόγνωσης Έλληνα κτηνοτρόφου στο OPEN: «Ποια φέτα; Σε λίγο δε θα έχουμε γάλα ούτε για γιαούρτι»
Δύσκολες ώρες για τον πατέρα της Μέγκαν Μαρκλ - Ακρωτηριάστηκε το πόδι του και νοσηλεύεται στην εντατική
Κλήρωση Μουντιάλ 2026: Οι 12 όμιλοι για το μεγάλο ποδοσφαιρικό ραντεβού του καλοκαιριού
«Η Τουρκία εγκαταλείπει τα S-400 και ξεκινάει να προμηθεύεται F-35», λέει ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



