Βγαίνει ξανά στον... αφρό η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια
Συγκρατηµένη αισιοδοξία επικρατεί στον κλάδο µετά τα ενθαρρυντικά στοιχεία για την πορεία της παραγωγής και των εξαγωγών το 2017 και εν αναµονή της µεγάλης συγχώνευσης Σελόντα και Νηρέα🕛 χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά ┋
Επιστρέφουν σταδιακά τα «χαµόγελα» και η αισιοδοξία στον κλάδο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς ύστερα από ένα παρατεταµένο διάστηµα δυσκολιών η παραγωγή δείχνει να ανακάµπτει και οι µεγάλες εταιρείες του χώρου να ξαναστέκονται στα πόδια τους. Η συγχώνευση των Σελόντα και Νηρέα, η οποία θα οδηγήσει σε µια εταιρεία-κολοσσό, έχει µπει, σύµφωνα µε πληροφορίες, στην τελική ευθεία, ενώ σύντοµα εκτιµάται ότι θα δοθεί το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισµού. Αποκαλυπτικά της δυναµικής που εµφανίζει και πάλι ο κλάδος είναι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην ετήσια έκθεση του Συνδέσµου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), όπου αποτυπώνεται ξεκάθαρα το δυναµικό «comeback» του κλάδου, αλλά και οι προκλήσεις που έχει να αντιµετωπίσει τα επόµενα χρόνια.
Πιο συγκεκριµένα, έπειτα από µια τετραετή περίοδο προσαρµογής, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου τo 2017 ανήλθε στους 112.000 τόνους (64.000 τόνοι τσιπούρας και 48.000 τόνοι λαβρακιού), παρουσιάζοντας αύξηση 6,6%, ενώ περαιτέρω άνοδος αναµένεται και για φέτος, µε τις εκτιµήσεις να κάνουν λόγο για αύξηση της παραγωγής κατά 4,5% στους 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακίου. Παρήχθησαν, επίσης, και 3.070 τόνοι νέων ειδών, που αντιστοιχούν στο 3% της παραγωγής.
Τι λένε τα νούμερα
Ενισχυµένη αλλά σε µικρότερο βαθµό, λόγω κάµψης της µέσης τιµής πώλησης των δύο ειδών, ήταν η αξία των πωλήσεων, που έφθασε σε 546 εκατ. ευρώ, σηµειώνοντας οριακή άνοδο 0,5%, λόγω της µείωσης της µέσης τιµής των δύο ειδών. Ειδικότερα, η µέση τιµή των δύο ειδών υποχώρησε κατά 6,99%, διαµορφούµενη στα 4,93 ευρώ το κιλό, ενώ η τάση αυτή αναµένεται να ενταθεί το 2018. Να σηµειωθεί πως η µέση τιµή πώλησης της τσιπούρας το 2017 ανήλθε στα 4,6 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας µείωση 9,09% σε σχέση µε το 2016.
Συγχρόνως για το λαβράκι η µέση τιµή πώλησης κυµάνθηκε στα 5,24€/ κιλό, µειωµένη κατά 5,24% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Θετική ήταν η πορεία που διέγραψαν οι εξαγωγές του κλάδου κατά την περσινή χρονιά, καθώς αυξήθηκαν κατά 10% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος και ανήλθαν σχεδόν στους 91.000 τόνους, εκ των οποίων το 57,34% ήταν τσιπούρα και το 42,66% λαβράκι. Ενθαρρυντικά είναι τα µηνύµατα για τη συνέχεια. Μάλιστα, σύµφωνα µε τα διαθέσιµα στοιχεία του α’ εξαµήνου του 2018, η εξαγωγική δραστηριότητα θα παραµείνει στα ίδια επίπεδα. Οσον αφορά στην κατανοµή των εξαγωγών, το 98% πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης, µε την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία να καταλαµβάνουν τη «µερίδα του λέοντος» και το 2% στη Βόρειο Αµερική και σε τρίτες χώρες.
Η «τουρκική απειλή»
Παρ’ όλα αυτά, σύµφωνα µε την έκθεση του ΣΕΘ, προκαλεί έντονο προβληµατισµό η αύξηση των µεριδίων αγοράς της Τουρκίας, κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές. Μάλιστα, το 2017 η γειτονική χώρα κατάφερε να καταγράψει άλλο ένα ρεκόρ παραγωγής µεσογειακών ιχθύων και εξαγωγών στην ΕΕ. Η ανάπτυξη της τουρκικής ιχθυοκαλλιέργειας συνδέεται άµεσα µε τις κρατικές ενισχύσεις που λάµβαναν µέχρι πρόσφατα οι Τούρκοι παραγωγοί, οι οποίες τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαµηλότερες τιµές.
Σε ορισµένες αγορές η διαφορά µπορεί να πλησιάσει και το 1 ευρώ/ κιλό, γεγονός που δηµιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισµού έναντι των Ευρωπαίων παραγωγών. Την ίδια ώρα, γίνεται όλο και πιο έντονος ο ανταγωνισµός από τις ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως την Ισπανία και την Κροατία, οι οποίες αυξάνουν σταδιακά την παραγωγή τους, υλοποιώντας στοχευµένες εκστρατείες προώθησης.
Τα βλέµµατα όλων στον κλάδο στρέφονται στη συγχώνευση των Νηρέα και Σελόντα, κάτω από την οµπρέλα του αµερικανικού fund Amera Capital Management, που επίσης ελέγχει την Ανδροµέδα. Σύµφωνα µε πληροφορίες, η διαδικασία προχωρά βάσει σχεδίου, ενώ παράλληλα αναµένονται οι εγκρίσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισµού (DG Comp).
Το παραπάνω εγχείρηµα υπερβαίνει τα στενά όρια του κλάδου και λαµβάνει εθνικές διαστάσεις, καθώς η ιχθυοκαλλιέργεια συνεισφέρει στην εθνική οικονοµία χάρη στην έντονη εξωστρέφειά του, µε πάνω από το 80% της παραγωγής να διοχετεύεται στο εξωτερικό και το υπόλοιπο 20% να διατίθεται στην εγχώρια αγορά, το µέγεθος της οποίας κυµαίνεται µεταξύ 20.000 - 23.000 τόνων.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της ΕΕ, ενώ η αξία των εξαγωγών αλιευτικών προϊόντων ανήλθε σε 653,5 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 11,4% των συνολικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων της χώρας (6,1 δισ. ευρώ).
Όσον αφορά την καθαρή συµβολή στο εµπορικό ισοζύγιο, τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας κατατάσσονται το 2017 στην τρίτη πιο σηµαντική θέση µετά τα φρούτα και τα έλαια, µε καθαρή συµµετοχή στο ΑΕΠ της τάξης των 221,6 εκατ. ευρώ. Κρίσιµη είναι η συµβολή του κλάδου στην απασχόληση. Συνολικά απασχολούνται άµεσα και έµµεσα περίπου 12.000 εργαζόµενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστηµονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό).
Το σηµαντικότερο όλων είναι ότι µεγάλος αριθµός αυτών των θέσεων απασχόλησης δηµιουργούνται σε αποµακρυσµένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, κυρίως νησιωτικές, γεγονός το οποίο συµβάλλει σηµαντικά στην οικονοµική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Αριθμός εκμεταλλεύσεων
Σύµφωνα µε τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία (2016), ο αριθµός εκµεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα εκτιµάται σε 1.065 εκατ., εκ των οποίων το 85% βρίσκεται σε θαλάσσια ύδατα (911 µονάδες για παραγωγή ψαριών και µυδιών), το υπόλοιπο 8% είναι εκτροφές σε εσωτερικά ύδατα (χερσαίες εγκαταστάσεις) και το 7% εκτροφές σε υφάλµυρα νερά (λιµνοθάλασσες).
Στην παραπάνω ανάλυση δεν συµπεριλαµβάνονται οι 29 ιχθυογεννητικοί σταθµοί που υποστηρίζουν τις µονάδες ιχθυοκαλλιέργειας. Οσον αφορά στην προσπάθεια που ξεκίνησε το 2014 για τον εκσυγχρονισµό του θεσµικού πλαισίου λειτουργίας του κλάδου, το 2017, όπως και το 2016, καταγράφηκε µικρή πρόοδος, χωρίς να ολοκληρωθούν οι περισσότερες από τις προγραµµατισµένες µεταρρυθµίσεις που προβλέπονταν στο «Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, 2014-2020».
Οµοίως και ο χωροταξικός σχεδιασµός του κλάδου προχώρησε µε εξαιρετικά αργά βήµατα. Το 2017 κατατέθηκαν 10 νέες αιτήσεις ίδρυσης ΠΟΑΥ (Περιοχή Οργανωµένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών), ανεβάζοντας τον αριθµό αιτήσεων που πρέπει να αξιολογηθούν µέχρι τον Νοέµβριο του 2019 στις 25. Αναλυτικότερα και σύµφωνα µε την κατηγορία εκτροφής υπάρχουν:
- 318 µονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας όπου εκτρέφονται κυρίως τσιπούρα και λαβράκι
- 590 µονάδες οστρακοκαλλιέργειας
- 85 µονάδες εσωτερικών υδάτων όπου εκτρέφονται πέστροφες, κυπρίνοι, χέλια κ.λπ.
- 72 εκµεταλλεύσεις σε υφάλµυρα νερά.
- 29 ιχθυογεννητικοί σταθµοί µεσογειακών ιχθύων (τσιπούρας, λαβρακίου και λοιπών µεσογειακών ειδών).
ΣΥΡΙΖΑ: Η απώλεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το τάιμινγκ και οι κινήσεις των στρατοπέδων
ΠΑΣΟΚ: Restart στην Αξιωματική Αντιπολίτευση - Το μεγάλο crash test
Γιατί ο ΟΑΣΑ προσανατολίζεται σε περισσότερους ιδιώτες στις συγκοινωνίες - Οι γραμμές... ανά παραγγελία
Στεγαστικό επίδομα για τους σπουδαστές των ΙΕΚ: Οι προθεσμίες για τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr