Συναισθηματικός και ευαίσθητος, σταθερός και πιστός στις επιλογές του, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος μετρά πολλά χρόνια δημιουργικής διαδρομής στο σανίδι, αλλά και στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Γεννημένος στον Βύρωνα, κουβαλά ακόμη μέσα του εκείνο το παιδί που μαγευόταν από τις ασπρόμαυρες ταινίες της τηλεόρασης. Τους ηθοποιούς που έβγαιναν από «ένα κουτί στο σαλόνι» και γίνονταν κομμάτι της οικογένειας, παρέα μετά το σχολείο, συντροφιά στο φαγητό, παρουσία καθημερινή και οικεία. Από τότε, όπως λέει και ο ίδιος, ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Η πρώτη του ζωντανή επαφή με το θέατρο ήρθε γύρω στα δέκα του χρόνια, σε μια αλάνα απέναντι από το γυμναστήριο του Βύρωνα. Ένα πρόχειρο πατάρι, στημένο από τον δήμο, και ο Μίμης Φωτόπουλος στον «Δον Καμίλο». Ο μικρός Βασίλης, σκαρφαλωμένος σ’ ένα δέντρο, παρακολουθούσε μαγεμένος και στο τέλος κατέβηκε για να δει από κοντά πόσο αληθινοί ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μέχρι τότε ζούσαν μόνο μέσα στην οθόνη. Ήταν ένα παιδί χωρίς γνωριμίες και χωρίς βοήθεια, που αποφάσισε ν' ακολουθήσει ένα δύσκολο ταξίδι, βασισμένο μόνο στο όνειρο και την αγάπη του για την τέχνη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, εκεί όπου απέκτησε τα πρώτα, ουσιαστικά «κλειδιά» της υποκριτικής.
Στη διαδρομή του γνώρισε την επιβράβευση πολλές φορές, όμως η σχέση του με την επιτυχία παραμένει βαθιά ανθρώπινη. Για τον ίδιο, η επιτυχία μετριέται στα χαμόγελα των θεατών, στα λόγια που του απευθύνουν στον δρόμο για μια παράσταση που είδαν χρόνια πριν, στην εμπιστοσύνη που του δείχνει το κοινό. Κι αυτή η εμπιστοσύνη είναι που τον κατατάσσει όχι μόνο ανάμεσα στους πιο αγαπητούς, αλλά και στους πιο ουσιαστικούς και ταπεινούς ηθοποιούς της γενιάς του. Στη ζωή του, σταθερό σημείο αναφοράς είναι και η σύντροφός του, η Λίνα, με την οποία μοιράζεται χρόνια ζωής και πορείας.
Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στη νέα σειρά «ΡΙΦΙΦΙ», που κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου στις 23:00, αποκλειστικά στο COSMOTE CINEMA 1. Κάθε επεισόδιο θα βρίσκεται αμέσως διαθέσιμο On Demand, σε 4K ανάλυση. Η νέα παραγωγή της COSMOTE TV, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια και σενάριο των Βασίλη Ρίσβα και Δήμητρας Σακαλή, εμπνέεται από τη μυθική ληστεία τράπεζας του 1992 στην Αθήνα — το περίφημο «ριφιφί του αιώνα». Ένα τούνελ 25 μέτρων κάτω από τον Ιλισό, 301 θυρίδες, περίπου 5 δισεκατομμύρια δραχμές και ένα μυστήριο που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, με τους δράστες να μην έχουν ποτέ ταυτοποιηθεί.
«Η αλήθεια είναι το πιο ισχυρό εργαλείο για να αγγίξεις τον θεατή»
«Υπήρχε εδώ και καιρό μια αμοιβαία επιθυμία να συνεργαστούμε με τον Σωτήρη Τσαφούλια, που για διάφορους λόγους δεν είχε πραγματοποιηθεί» λέει ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος στο ethnos.gr. «Τον εκτιμούσα βαθιά και θαύμαζα τη δουλειά του. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους και δημιουργούς με τους οποίους νιώθεις ότι θα ήθελες να συναντηθείς επαγγελματικά, ειδικά σε μια τόσο απαιτητική δουλειά. Αυτό από μόνο του ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να δω σοβαρά το ενδεχόμενο αυτής της σειράς.
Το σενάριο, η κεντρική ιδέα —εμπνευσμένη από μια πραγματική ιστορία που όσοι είμαστε λίγο μεγαλύτεροι θυμόμαστε με δέος και έκπληξη— έδειχναν ότι πρόκειται για κάτι ξεχωριστό. Μιλάω για το ριφιφί του ’92, ένα γεγονός που έμοιαζε σχεδόν κινηματογραφικό, κάτι που μέχρι τότε πιστεύαμε ότι συμβαίνει μόνο στις ταινίες, κι όμως συνέβη εδώ, στην Ελλάδα. Σιγά - σιγά άρχισαν να προστίθενται και εξαιρετικοί συνεργάτες. Ηθοποιοί με τους οποίους είχα ξαναδουλέψει στο θέατρο ή στην τηλεόραση, αλλά και άλλοι με τους οποίους θα συνεργαζόμουν για πρώτη φορά. Όλο αυτό, έτσι όπως το έζησα, ήταν μια μεγάλη χαρά και μια εμπειρία που με γέμισε δημιουργικά.
Όσον αφορά για τον Σωτήρη, έχει μια ματιά που ακουμπά ουσιαστικά τον άνθρωπο και την αλήθεια του. Μέσα από τη δουλειά μας έγινε ξεκάθαρο ότι αφήνεται στην αλήθεια κάθε χαρακτήρα και ενδιαφέρεται πραγματικά να την καταγράψει. Και η αλήθεια είναι το πιο ισχυρό εργαλείο για να αγγίξεις τον θεατή, γιατί τον οδηγεί στην ταύτιση. Βλέπεις ανθρώπους πραγματικούς, όχι κατασκευασμένους. Αυτό ξεκινά από τη ματιά του Σωτήρη. Θέλει ν' αφηγηθεί ιστορίες που δεν είναι μακριά από την καθημερινότητά μας. Οι ήρωες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πρόσωπα με τα οποία ο θεατής μπορεί ν' αναγνωρίσει κομμάτια του εαυτού του. Και πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν καθοριστική για τη δύναμη και την αλήθεια του τελικού αποτελέσματος» προσθέτει.
Τι σας συγκίνησε περισσότερο στον ήρωα που υποδύεστε; Υπήρξε κάποιο στοιχείο του Νίκου που νιώσατε ότι «κουμπώνει» με δικούς σας προβληματισμούς;
Θ' απαντήσω, όπως και νωρίτερα. Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο ήταν η αλήθεια του χαρακτήρα. Η ωμή, ανθρώπινη πραγματικότητα που θα μπορούσε ν' αφορά τον καθένα μας. Η εμπειρία της απώλειας και ο τρόπος που ο κάθε άνθρωπος καλείται να τη διαχειριστεί. Το αίσθημα του άδικου, που λίγο ή πολύ όλοι βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, είτε σε αυτή τη χώρα είτε οπουδήποτε αλλού.
Ο Νίκος κουβαλά μια βαθιά αλήθεια, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες της σειράς, αλλά σ' εκείνον με άγγιξε ιδιαίτερα ο πόνος του και η αγωνιώδης προσπάθειά του να βρει ένα φως μέσα στο σκοτάδι. Να βγει από το τούνελ μιας κατάθλιψης που γεννιέται μετά από μια τόσο βαριά απώλεια. Χάνει τη σύζυγό του — και μάλιστα από καρκίνο— κάτι που δυστυχώς πολλοί από εμάς έχουμε βιώσει άμεσα ή έμμεσα, μέσα από ανθρώπους του περιβάλλοντός μας.
Αυτός ο ρόλος μου έδωσε τη δυνατότητα να διαχειριστώ καταστάσεις πολύ βαθιές, σχεδόν προσωπικές. Ν' αφεθώ. Να ξεχάσω ότι «υποδύομαι». Γιατί είναι παράξενο και δύσκολο να ενσαρκώσεις έναν χαρακτήρα με τόση αλήθεια. Προϋποθέτει να βρεις πρώτα τη δική σου. Και μετά, να την εμπιστευτείς.
Και στον δικό σας ρόλο, αλλά και σε εκείνον της κυρίας Μουμούρη, η απώλεια είναι κεντρικό στοιχείο. Λένε πως ο χρόνος γιατρεύει, αλλά εδώ οι ήρωες φαίνεται ν' αναζητούν μια δικαίωση, έναν τρόπο να συνεχίσουν...
Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο χρόνος δεν γιατρεύει πραγματικά. Το σημάδι μένει. Απλώς, με τα χρόνια, ο πόνος μαλακώνει. Η απώλεια δεν εξαφανίζεται, αλλά αλλάζει μορφή. Με τον καιρό, η συνειδητοποίησή της γίνεται διαφορετική και ίσως κάποια στιγμή καταφέρνεις ν' αποδεχτείς ότι αυτό που συνέβη, συνέβη. Και βέβαια, όλα εξαρτώνται από τη φύση της απώλειας.
Μια άδικη απώλεια είναι πολύ δύσκολο να γιατρευτεί. Διαφορετικά διαχειρίζεσαι τον θάνατο ενός ανθρώπου που έφυγε πλήρης ημερών και διαφορετικά τον άδικο χαμό ενός νέου ανθρώπου, πόσο μάλλον ενός παιδιού, όπως στον ρόλο της Ευαγγελίας στη σειρά. Το ίδιο ισχύει και για τον δικό μου ήρωα, που χάνει τη σύζυγό του. Ενα νέο ζευγάρι, μια ζωή που κόβεται απότομα. Αυτές οι απώλειες δεν ξεπερνιούνται εύκολα.
Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει πως «θεραπεύεται» από μια απώλεια. Πάντα θα υπάρχουν στιγμές που ξυπνούν ξανά τον πόνο. Όχι τον οξύ πόνο του πρώτου σοκ, αλλά έναν πιο υπόγειο, πιο σιωπηλό. Η απώλεια είναι ίσως η χειρότερη λέξη στην ελληνική γλώσσα, γιατί δεν κουβαλά μέσα της τίποτα θετικό.
Έχετε κι εσείς βιώσει μεγάλες απώλειες; Έχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να μιλά σε ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή;
Ναι, το έχω κάνει. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μου που ανοίγω κανονικά κουβέντα μαζί τους. Ίσως αυτό να είναι μια μορφή μη αποδοχής της απώλειας ή απλώς μια ανάγκη. Το κάνεις γιατί σου λείπουν. Δεν θέλεις ν' αποδεχτείς ότι δεν μπορείς πια να τους μιλήσεις. Και αυτό δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το να βρίσκεσαι στον τάφο τους. Μπορεί να συμβεί όταν είσαι μόνος, όταν οδηγείς και κάνεις ένα ταξίδι, όταν το μυαλό αφήνεται ελεύθερο. Εκεί αρχίζεις να μιλάς, να λες πράγματα, να συζητάς. Πιστεύω πως ο καθένας έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις απώλειες με τον τρόπο που μπορεί και αντέχει. Ειδικά, όταν πρόκειται για ανθρώπους πολύ δικούς του.
Στη συνέντευξη Τύπου είπατε ότι «ο στόχος δεν είναι η ληστεία, αλλά να ξεπεράσουν οι ήρωες ένα εμπόδιο στην καθημερινή τους ζωή». Τι σημαίνει σήμερα αυτό το «εμπόδιο» για τους πολίτες; Πόσο μας περιορίζουν οι θεσμοί ή οι κοινωνικές συνθήκες;
Είναι παράξενο αυτό που ζούμε. Εκεί που πιστεύεις ότι κάποια πράγματα μπορούν να βελτιωθούν, βλέπεις να φτιάχνει ένα και να χαλάνε δέκα. Μιλάω για την καθημερινότητά μας και για το αν η λεγόμενη «αγκαλιά του κράτους» μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως αγκαλιά. Να προλάβει, να διευκολύνει, να σταθεί δίπλα σου στα απλά, καθημερινά ζητήματα της ζωής. Αντί γι’ αυτό, πολλές φορές νιώθεις πως βρίσκεσαι ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες. Σαν να σκοντάφτεις διαρκώς σ' εμπόδια που σε αναγκάζουν να τρέχεις, ν' απορείς, ν' αναρωτιέσαι γιατί υπάρχει τόση αδικία, γιατί όλα είναι τόσο δύσκολα, τόσο πολύπλοκα. Αυτά τα διαρκή «γιατί» βαραίνουν την καθημερινότητα όλων μας.
Νομίζω πως αυτή η αίσθηση είναι κοινή για τους περισσότερους πολίτες. Γιατί όλα πρέπει να είναι τόσο περίπλοκα, τόσο γραφειοκρατικά, τόσο εξαντλητικά στις λεπτομέρειες; Είναι ερωτήματα που δεν αφορούν μία μόνο πλευρά της ζωής μας, αλλά σχεδόν κάθε πτυχή της. Και τελικά, αυτά τα εμπόδια είναι που μας περιορίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Πιστεύετε ότι οι τηλεθεατές θα συμπαθήσουν αυτούς τους χαρακτήρες ή θα τους αντιμετωπίσουν με καχυποψία;
Πιστεύω ότι θα τους συμπαθήσουν. Και ο λόγος είναι ότι, παρότι προχωρούν σε μια παράνομη πράξη —κάνουν ένα ριφιφί, ληστεύουν μια τράπεζα— το κίνητρό τους δεν είναι τα χρήματα, αλλά να στείλουν ένα μήνυμα. Να χτυπήσουν ένα σύστημα που είναι αρρωστημένο. Ένα σύστημα που έχει ξεχάσει τι σημαίνει να φροντίζεις και να υπηρετείς τον πολίτη. Και νομίζω πως σε αυτό το σημείο θα υπάρξει μεγάλη ταύτιση από τον κόσμο. Όχι απαραίτητα με την ίδια τη ληστεία, αλλά με τη φωνή πίσω από αυτήν. Με την ανάγκη απλών ανθρώπων να βροντοφωνάξουν ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι αλλιώς. Ότι η ζωή μας θα έπρεπε να είναι διαφορετική και ο τρόπος με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν επίσης. Γι’ αυτό θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι το κοινό θ' αγαπήσει τους χαρακτήρες της σειράς.
Νιώθω ότι πολλές φορές εμείς οι ίδιοι κάνουμε τη ζωή μας πιο δύσκολη...
Δεν θα έλεγα ότι φταίμε αποκλειστικά εμείς οι ίδιοι. Σίγουρα έχουμε κι εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας, αλλά σ' ένα πιο γενικό επίπεδο. Από τη στιγμή που αποφασίζουμε ποιοι μας εκπροσωπούν, ποιους ψηφίζουμε, ποιους φέρνουμε στη θέση να «υπηρετήσουν» τους πολίτες, συμμετέχουμε κι εμείς στο αποτέλεσμα. Όμως ταυτόχρονα, το ίδιο το σύστημα μοιάζει να έχει μπλεχτεί, να έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Είναι τόσο περίπλοκα και διαπλεκόμενα όλα, που πολλές φορές φαίνεται ξεκάθαρα πως ο ένας χρωστά στον άλλον και τελικά χάνεται η ουσία, το να γίνει κάτι πραγματικά σωστό. Μέσα σε αυτό το κουβάρι, η μπάλα χάνεται και η καθημερινότητα των ανθρώπων γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Νιώθετε ότι η δική σας γενιά είχε πιο έντονες κοινωνικές ευαισθησίες σε σχέση με τους νέους σήμερα;
Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Θεωρώ πως κάθε νέα γενιά βρίσκει τον δικό της τρόπο να επιβιώσει και να σταθεί μέσα σ' ένα παρόν και σ' ένα σύστημα που είναι φανερό πως δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για εκείνη. Κάθε γενιά, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιες συνθήκες, αναγκάζεται να χαράξει τον δικό της δρόμο. Κουβαλά μέσα της το δικό της κομμάτι ηρωισμού. Εκείνο που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μπορεί ν' αλλάξει τα πράγματα. Θα ήταν άδικο και λάθος, από τη θέση της παλαιότερης γενιάς, να πούμε ότι «στον καιρό μας ήταν καλύτερα». Δεν ήταν καλύτερα, ήταν απλώς διαφορετικά. Οι δυσκολίες είχαν άλλη μορφή.
Σήμερα, οι δυσκολίες των νέων δεν είναι απαραίτητα η έλλειψη φαγητού. Είναι πολύ πιο ύπουλες. Χτυπούν κατευθείαν στο μυαλό και στην ψυχή. Δεν έχουν να παλέψουν μόνο με την εύρεση μιας δουλειάς, αλλά με κάτι πολύ βαθύτερο, με την έλλειψη ελπίδας. Μεγαλώνουν βλέποντας γύρω τους ότι δεν υπάρχει προοπτική, ότι το μέλλον μοιάζει κλειστό. Κι εδώ είναι που μπαίνει η δική μας ευθύνη. Εμείς οφείλουμε να τους αποδείξουμε ότι η ελπίδα μπορεί να γεννηθεί ξανά. Ότι υπάρχει ένας σκοπός για τον οποίο αξίζει να ζεις και να παλεύεις. Αν αυτός ο σκοπός έχει χαθεί ή αν τον έχουμε σκοτώσει εμείς οι παλαιότεροι, τότε έχουμε αποτύχει. Αν η νέα γενιά πάψει να είναι ζωντανή, ενεργή και διεκδικητική, τότε πραγματικά έχουμε χαθεί όλοι.
Τι σας αρέσει περισσότερο στις μίνι σειρές;
Αυτό που αγαπώ στις μίνι σειρές —όπως και στο «ΡΙΦΙΦΙ»— είναι ότι σου δίνουν τη δυνατότητα να κάνεις κινηματογράφο και όχι απλώς τηλεόραση. Να ξεφύγεις από τα στενά όρια του τηλεοπτικού φορμάτ, ακόμα κι αν το έργο προβάλλεται τελικά στη μικρή οθόνη. Είναι πολύ όμορφο το συναίσθημα να ξέρεις ότι έχεις συμμετάσχει σε κάτι που μπορεί να σταθεί κινηματογραφικά. Εμείς είχαμε τη χαρά να το ζήσουμε αυτό όταν προβλήθηκαν τα δύο πρώτα επεισόδια σε κινηματογραφική αίθουσα. Και αυτό που μας έκανε ιδιαίτερα περήφανους ήταν το γεγονός ότι το έργο λειτούργησε απόλυτα στη μεγάλη οθόνη. Για λίγη ώρα, ξεχάσαμε ότι παρακολουθούμε ένα τηλεοπτικό προϊόν. Ήταν κινηματογραφικό θέαμα. Και αυτό, για όλους μας, ήταν μια μεγάλη δικαίωση.
Η χημεία ανάμεσα στους ηθοποιούς είναι ιδιαίτερα σημαντική, ειδικά σε μίνι σειρές. Πώς ήταν η συνεργασία με τους συμπρωταγωνιστές σας;
Η συνεύρεσή μας ήταν πραγματικά μαγική. Όπως ανέφερα και πριν, με κάποιους γνωριζόμασταν ήδη, όμως ακόμα και με εκείνους που δεν είχαμε ξανασυναντηθεί, υπήρχε από την πρώτη στιγμή η αίσθηση μιας παρέας. Σαν να είχαμε περάσει πολύ καιρό μαζί σε πρόβες, ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Υπήρχε μια σύμπνοια, ένα πολύ όμορφο συναίσθημα κάθε φορά που βρισκόμασταν όλοι μαζί. Ήταν σαν —σε εισαγωγικά— να είχαμε συνωμοτήσει για να κάνουμε πραγματικά ένα ριφιφί. Σαν να επιχειρούσαμε ένα μικρό «ριφιφί» μέσα στους κόλπους της τηλεόρασης, κλέβοντας και αναδεικνύοντας ταυτόχρονα λίγη από την ποιότητα που μπορεί και αξίζει να έχει.
Στον χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης πιστεύετε ότι μπορούν να υπάρξουν αληθινές φιλίες;
Πιστεύω ότι αληθινές φιλίες μπορούν να υπάρξουν παντού. Δεν είναι πολλές, αλλά υπάρχουν. Και φυσικά υπάρχουν και στον δικό μας χώρο. Έχω δημιουργήσει πολύ όμορφες, βαθιές, σχεδόν αδελφικές φιλίες μέσα από τη δουλειά μου. Δεν ισχύει ότι ο χώρος μας στερείται αυθεντικών σχέσεων. Απλώς είναι ένας χώρος που βρίσκεται περισσότερο στο φως της δημοσιότητας, οπότε ακούγονται και προβάλλονται πολλά. Οχι πάντα αντιπροσωπευτικά της πραγματικότητας. Πιστέψτε με όμως, υπάρχουν αληθινές, ουσιαστικές φιλίες.

Από πάντα θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Νομίζω πως ναι. Από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ τον εαυτό μου. Για έναν περίεργο λόγο, που ούτε ο ίδιος μπορώ να εξηγήσω απόλυτα.
Τι πιστεύετε ότι σας προσφέρει αυτό το επάγγελμα με τα χρόνια;
Μου προσφέρει έναν ουσιαστικό λόγο για να ζω. Μέσα από αυτό το επάγγελμα, ανεξάρτητα από τον ρόλο που καλούμαι να υπηρετήσω —κωμικό, δραματικό ή οτιδήποτε άλλο— μου δίνεται η δυνατότητα ν' αγγίζω την ψυχή των ανθρώπων. Μου αρέσει η ιδέα ότι μπορώ να κάνω έναν θεατή να χαμογελάσει. Είτε στο θέατρο, είτε στην τηλεόραση, είτε στον κινηματογράφο. Είναι κάτι βαθιά όμορφο να μπορείς να προσφέρεις αυτό το συναίσθημα. Και, τελικά, δεν χρειάζεται καν να είσαι ηθοποιός για να το πετύχεις. Σημασία έχει η πρόθεση και η ανθρώπινη επαφή.
Αποπνέετε μια ταπεινότητα και σεμνότητα. Είχατε παιδικά πρότυπα ή καλλιτέχνες που σας έκαναν να πείτε «θέλω να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο»;
Αυτό συχνά συμβαίνει ερήμην μας. Δεν είναι κάτι που το αποφασίζεις συνειδητά, ούτε λες «έτσι θα είμαι στη ζωή μου». Παίζει όμως καθοριστικό ρόλο το με ποιους ανθρώπους βρίσκεσαι στα πρώτα σου καλλιτεχνικά βήματα. Εκείνοι που θαυμάζεις, εκείνοι που σε εμπνέουν, επηρεάζουν τον τρόπο που σκέφτεσαι και που στέκεσαι απέναντι στη δουλειά. Εγώ είχα τη χαρά και την τιμή να ξεκινήσω δίπλα σε ανθρώπους που αγαπούσαν βαθιά το θέατρο. Ένας από αυτούς ήταν η Ξένια Καλογεροπούλου, την οποία θεωρώ —ας το πούμε— τη θεατρική μου μητέρα. Στα πρώτα μου βήματα είδα πώς λειτουργούσε, πώς σεβόταν το θέατρο και τους ανθρώπους του. Κι όπως λέει και η παροιμία, «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις» και ευτυχώς, στη δική μου περίπτωση, αυτό λειτούργησε ευεργετικά.
Από εκεί και πέρα, έχω ξεκάθαρα διαχωρίσει τη σημασία του ανθρώπου από τη σημασία του καλλιτέχνη. Αν καταφέρω να κάνω κάτι σημαντικό μέσα από αυτή τη δουλειά, αυτό δεν με κάνει αυτομάτως σημαντικότερο ως άνθρωπο. Ούτε επιδιώκω ν' αποδείξω την αξία μου μέσα από την τέχνη. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Είμαι αυτός που είμαι και κάνω μια δουλειά που αγαπώ και λατρεύω. Αλλά δεν θέλω μέσα από αυτή να αποδείξω ότι είμαι πιο σημαντικός άνθρωπος επειδή είμαι καλλιτέχνης.
Υπάρχει κάτι από όσα έχετε κάνει ως ηθοποιός για το οποίο αισθάνεστε ιδιαίτερα υπερήφανος;
Νιώθω γενικότερα περήφανος για τη διαδρομή μου μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να ξεχωρίζω περισσότερο. Περισσότερο θα έλεγα ότι αισθάνομαι υπερηφάνεια για τον τρόπο που έχω εργαστεί. Δεν αναπολώ τόσο τις επιτυχίες, όσο τις όμορφες συνεργασίες. Το ότι με συναδέλφους με τους οποίους έχω δουλέψει, θυμόμαστε κυρίως πόσο καλά δουλέψαμε μαζί. Αυτό, για μένα, είναι το πιο ουσιαστικό και το πιο τίμιο αίσθημα υπερηφάνειας.
Οι τηλεοπτικές σας εμφανίσεις είναι με το σταγονόμετρο. Γιατί επιλέγετε τόσο προσεκτικά τις δουλειές στην τηλεόραση;
Ίσως απλώς έτυχε έτσι. Δεν είναι ότι το σχεδίασα συνειδητά. Σίγουρα, όμως, δεν θέλω να κάνω τηλεόραση αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους. Υπήρξε και μια μεγάλη περίοδος όπου η τηλεόραση πρακτικά απουσίαζε, λόγω της οικονομικής κρίσης δεν υπήρχαν σειρές.
Από την άλλη, αν το σκεφτώ συνολικά, στα τελευταία περίπου 25 χρόνια έχω συμμετάσχει σε έξι σειρές. Δεν ήταν κάτι που το κυνήγησα. Ήταν περισσότερο αποτέλεσμα συγκυριών. Για μένα έχει σημασία να νιώθω ότι έχω κάτι να πω. Μπορεί να μου γίνει μια ωραία πρόταση, με καλό σενάριο ή ενδιαφέρον ρόλο, αλλά αν αισθανθώ ότι δεν έχω κάτι καινούργιο να προσθέσω —ότι θυμίζει κάτι από παλιότερα— τότε δεν με αφορά.
Θέλω να νιώθω πως κάνω κάτι νέο. Και, όπως είπαμε και πριν, η τηλεόραση είναι μια ιδιόμορφη συνθήκη. Πολλές φορές μιλάμε για πολλά επεισόδια, για ιστορίες που πλατιάζουν. Αντίθετα, στα λιγότερα επεισόδια έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο συμπυκνωμένο να υπηρετήσεις.
Βρισκόμαστε σε εορταστική περίοδο. Τι σκέψεις κάνετε τις ημέρες των Χριστουγέννων;
Πόσο θα ήθελα να ξυπνήσω ένα πρωί και να είμαι ξανά παιδί, για να τις χαρώ πολύ περισσότερο. Τα Χριστούγεννα έχουν αυτή τη μαγική ιδιότητα να ταξιδεύουν τα παιδιά και, όταν έρχονται αυθόρμητα, μας γυρίζουν κι εμάς πίσω στην παιδική μας ηλικία. Αναπολούμε τα παιδικά μας Χριστούγεννα, τον τρόπο που τα ζούσαμε τότε. Τα δικά μου ήταν πολύ όμορφα, πολύ οικογενειακά. Ίσως ακούγεται κοινότοπο, αλλά ήταν απλά και ζεστά και γι’ αυτό τόσο πολύτιμα.
Θεωρείτε ότι μεγαλώνοντας έχετε χάσει κάτι από την παιδική αθωότητα;
Ένα κομμάτι της, ναι, το έχω χάσει. Ευτυχώς, όχι ολόκληρο. Πολλές φορές νιώθω σαν να ξύπνησα ξαφνικά σε αυτή τη μεγάλη ηλικία που είμαι σήμερα, ενώ μέσα μου αισθάνομαι ακόμα 20 ή 25 χρονών. Είναι πολύ όμορφο να μη σκέφτεσαι διαρκώς τον χρόνο που περνάει. Μέχρι στιγμής, νομίζω πως το έχω καταφέρει. Δεν με απασχολεί πραγματικά ο χρόνος. Ίσως γιατί, αν κάτσω και συνειδητοποιήσω πόσο λίγος είναι, προτιμώ να τον χαίρομαι. Να δημιουργώ μέσα σε κάθε στιγμή που μου δίνεται. Οσες κι αν είναι αυτές, γιατί έτσι κι αλλιώς το πέρασμά μας είναι μικρό. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να φροντίσουμε αυτό το πέρασμα να έχει αξία. Πρώτα απ’ όλα για εμάς τους ίδιους.


