Λιγότερο από 24 ώρες χρειάστηκαν για να εξαφανιστούν τα εισιτήρια της συναυλίας του ΛΕΞ στο ΟΑΚΑ. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι επιθυμούν να δώσουν το «παρών» σ' ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά γεγονότα της χρονιάς. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι ιστορικό, όχι μόνο για την ελληνική ραπ σκηνή, αλλά για ολόκληρη τη σύγχρονη κουλτούρα της χώρας. Όμως όσο εύκολο είναι να πανηγυρίσει κανείς το επίτευγμα, άλλο τόσο δύσκολο – και αναγκαίο – είναι να αναρωτηθεί: σε τι είδους μηνύματα ανταποκρίνεται σήμερα μαζικά η νεολαία; Ποια πρότυπα γεμίζουν στάδια;
Ο ΛΕΞ, με ρίζες από τη Θεσσαλονίκη, κατάφερε να καθιερωθεί ως η πιο επιδραστική φιγούρα του λεγόμενου «συνειδητού rap» στην Ελλάδα, χωρίς προώθηση από τα media, χωρίς δηλώσεις, χωρίς «παραδόσεις» στη δημοσιότητα. Το κοινό τον αποθέωσε ακριβώς γι’ αυτό. Γιατί δεν είναι εμπορικός, γιατί δεν θέλει να γίνει αποδεκτός από το «σύστημα». Όμως, όσο κι αν μιλάμε για αυθεντικότητα, δεν μπορούμε ν' αγνοήσουμε ότι αυτή η ανεξάρτητη πορεία σήμερα καταλήγει σε κάτι μαζικό και κάθε τι μαζικό πρέπει να ελέγχεται για το τι σημαίνει.
Από τα σκοτεινά beats στην επιβεβαίωση του περιθωρίου
Ο ΛΕΞ έγινε γνωστός γιατί μίλησε με τη γλώσσα του δρόμου. Όχι του mainstream, αλλά του αληθινού περιθωρίου. Και αυτό του αναγνωρίζεται. Στυλιστική συνέπεια, αυθεντικότητα, αποφυγή των φώτων της δημοσιότητας. Όμως το τίμημα αυτής της αυθεντικότητας είναι μεγάλο, ειδικά όταν η γλώσσα που χρησιμοποιείται δεν είναι απλώς ωμή, αλλά συστηματικά επιθετική, βίαιη, μισαλλόδοξη.
«ΛΕΞ, όρμα τους, γ@μ@ την εικόνα τους» λέει ο ίδιος στο τραγούδι «Μουσική για τσόγλανους». Η αισθητική της επιθετικότητας δεν είναι απλώς ένα στυλ, είναι το ίδιο το μήνυμα. Και όταν αυτό το μήνυμα καταλήγει σε τόσους χιλιάδες ανθρώπους να το φωνάζουν μαζί, δεν μιλάμε πλέον για «προσωπική έκφραση». Μιλάμε για κοινωνική επιρροή.
Από την καταγγελία στην αποθέωση της παραβατικότητας
Υπάρχει μια λεπτή, αλλά κρίσιμη διαφορά μεταξύ τού «καταγγέλλω τη βία της κοινωνίας» και «δοξάζω τη βία ως μέσο επιβίωσης». Ο ΛΕΞ – όπως και άλλοι καλλιτέχνες της σκηνής – έχει ξεπεράσει προ πολλού αυτό το όριο.
Στα τραγούδια του, η βία δεν είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Είναι τρόπος ζωής, αναγκαίο κακό, σχεδόν προτέρημα. Η δικαιολογημένη αγανάκτηση απέναντι στο κράτος, την αδικία και την καταστολή μετατρέπεται εύκολα σε πρόσκληση για αντεκδίκηση, όχι διεκδίκηση. Το πρότυπο που χτίζεται δεν είναι αυτό του ανθρώπου που αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο, αλλά εκείνου που «δεν μασάει», «δεν χρωστάει σε κανέναν», «θα τα πάρει όλα με το ζόρι».
Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Όχι μόνο γιατί φουσκώνει τα στήθη μιας γενιάς με κυνισμό, αλλά κυρίως γιατί μπορεί να νομιμοποιήσει έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης που βασίζεται στην επιθετικότητα αντί για τον διάλογο. Στο ίδιο τραγούδι λέει: «Ενώ κ@ριόλες κυνηγάνε εξασφάλιση, καθόλου αγάπη, μόνο πούτσ@ κι εκμετάλλευση».
Μια κοινωνία που βαφτίζει τον κυνισμό «αντίσταση»
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο, ίσως, δεν είναι οι ίδιοι οι στίχοι, αλλά η κοινωνική αποδοχή τους. Ο ΛΕΞ προβάλλεται ως αντιπρόσωπος μιας καταπιεσμένης γενιάς και έτσι ο λόγος του προστατεύεται από κάθε σοβαρή κριτική, ακόμα κι όταν ξεφεύγει.
Δεν είναι «μόνο μουσική» όταν το ακροατήριο περιλαμβάνει εφήβους και νέους που βρίσκονται σε φάσεις διαμόρφωσης ταυτότητας. Όταν το πρότυπο που υιοθετείται λέει πως «όλα είναι μάταια, τίποτα δεν αλλάζει, άρα ας βρίζουμε, ας κάνουμε ό,τι να ‘ναι, ας ζήσουμε σκληρά», τότε δημιουργείται μια νέα «αντικουλτούρα», όχι του ονείρου, αλλά της επιθετικής επιβίωσης. Και η κοινωνία; Επιλέγει να δει μόνο το sold out. Όχι το περιεχόμενο.
Η κουλτούρα της βίας δεν είναι αντίσταση
Η βία στα λόγια γίνεται βία στη στάση, και μετά –αναπόφευκτα– βία στη ζωή. Όταν τραγούδια μιλάνε ανοιχτά για «νύχτες με μπλέ φώτα», για «όπλα που βγήκαν για πλάκα», το μήνυμα που περνάει δεν είναι πλέον εσωτερικής έκφρασης, αλλά εξωτερικής επιθετικότητας.
Οι νέοι που υιοθετούν αυτόν τον λόγο, μετατρέπουν την αγανάκτηση σε θυμό χωρίς κατεύθυνση. Αντί να οργανώνονται για ν' αλλάξουν τις συνθήκες τους, αναπαράγουν ένα ύφος που τελικά εγκαθιστά τον παραβατικό τρόπο ζωής ως «τιμή» και «αυθεντικότητα».
Όταν η βωμολοχία γίνεται mainstream
Δεν είναι που τα παιδιά ακούν βρισιές. Είναι που τις αποδέχονται ως φυσικό λεξιλόγιο. Και όταν αυτό το λεξιλόγιο γίνεται mainstream, η χυδαιότητα παύει να είναι εξαίρεση, γίνεται κανόνας. Όχι, η τέχνη δεν έχει όρια. Αλλά όταν απευθύνεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, έχει ευθύνη.
Η μουσική του ΛΕΞ και άλλων καλλιτεχνών αυτού του ύφους δημιουργεί ένα ιδιότυπο «γλωσσικό θόρυβο» μέσα στον οποίο δεν ακούγονται πλέον λέξεις για αγώνα, αξιοπρέπεια, δημιουργία. Μόνο για νύχτες, ποτά, μίσος, προδοσία και επιβίωση «με τον δικό μας τρόπο». Ένα λεξιλόγιο που σταδιακά διαμορφώνει νοοτροπίες.
Ενας σύγχρονος αντι-ήρωας
Στη μετα-πανδημική εποχή, όπου οι νέοι δυσκολεύονται να βρουν νόημα, εργασία ή προοπτική, η μουσική μετατρέπεται σε πολιτιστικό παυσίπονο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα live έχουν αποκτήσει διαστάσεις σχεδόν τελετουργικές. Ο ΛΕΞ, με το προφίλ του εσωστρεφούς παρατηρητή και «ανθρώπου του δρόμου», προβάλλεται σαν ένας σύγχρονος αντι-ήρωας. Κάποιος που τους καταλαβαίνει ή τουλάχιστον αυτό νομίζουν.
Όμως πίσω από το «μας καταλαβαίνει», κρύβεται ένα συλλογικό αίσθημα παθητικότητας. Αντί να λειτουργεί λυτρωτικά, η ταύτιση με τον σκοτεινό του κόσμο μοιάζει να γίνεται βούρκος. Το sold out στο ΟΑΚΑ είναι το αποκορύφωμα αυτής της τάσης. Χιλιάδες νέοι να βρίσκονται εκεί όχι για να τραγουδήσουν, αλλά για ν' αποσυρθούν, να βυθιστούν στο συναίσθημα της ματαιότητας με άλλους όμοιους. Μια κοινότητα που δεν διεκδικεί, αλλά επιβεβαιώνει την ήττα της. «Κι αν βάλω τέλος, ποιοι θα κλάψουνε για πάρτη μου; Σκέφτομαι τη ζωή μου με τα μούτρα στην παλάμη μου, τώρα μονάχος σ' ένα βρώμικο διαμέρισμα».
Το φαινόμενο ΛΕΞ
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ένα βαθύ και καθόλου αθώο παράδοξο. Το φαινόμενο ΛΕΞ, αυτό που πολλοί περιγράφουν ως «αντισυστημική φωνή», ως μια ακατέργαστη έκφραση του δρόμου, σήμερα τροφοδοτείται ακριβώς από εκείνους τους μηχανισμούς που κάποτε αμφισβητούσε, ακόμη και σαρκαστικά. Τα μεγάλα stages, οι εταιρείες παραγωγής, οι στρατηγικές marketing, οι επίσημοι χορηγοί. Η εμπορική μηχανή δεν έχει απλώς χωρέσει τον ΛΕΞ, τον έχει τοποθετήσει με χειρουργική ακρίβεια στο ράφι του «premium alternative».
Η αισθητική του δρόμου, κάποτε αυθόρμητη, λασπωμένη και προσωπική, έχει γίνει πλέον συσκευασία. Οι στίχοι του αγοριού από την Τούμπα, που κάποτε τραγουδούσε τη μοναξιά του και την εγκατάλειψη, έγιναν soundtrack της μαζικής αποδοχής. Κι εκεί που άλλοτε υπήρχε μια αληθινή πείνα για αναγνώριση, σήμερα υπάρχει ένα επαγγελματικό «μοναχικό» brand που παίζει με τη σκιά του.
Η κοινωνία δεν δείχνει μόνο ν' αποδέχεται αυτόν τον μετασχηματισμό, τον χειροκροτεί. Χιλιάδες σπεύδουν να συμμετέχουν, να φωτογραφηθούν, να γίνουν μέρος του φαινομένου. Και κάπου εκεί εγείρεται το πιο ενδιαφέρον ερώτημα. Μήπως τελικά, χωρίς καν να το επιδιώκει, ο ΛΕΞ έγινε το πιο καλοστημένο branding της γενιάς του; Όχι με όρους pop star. Αλλά ακριβώς επειδή φαίνεται να τους απορρίπτει.
Γιατί σήμερα, ακόμα και η απόρριψη της δημοσιότητας μπορεί να μετατραπεί σε σόου. Η απόσταση από τα media μπορεί να γίνει πόζα. Η έλλειψη συνεντεύξεων, μια στρατηγική προβολής. Η σιωπή, ένα δυνατό μήνυμα που όμως κι αυτό αποθεώνεται. Και όταν το μήνυμα δεν αμφισβητείται αλλά καταναλώνεται άκριτα, τότε, ναι, μετατρέπεται σε εργαλείο. Όχι απαραίτητα απελευθέρωσης, αλλά εξουσίας. Το κίνημα γίνεται εμπορικό ρεύμα. Το περιθώριο, lifestyle. Η εναλλακτική φωνή, μέρος του soundtrack της κυρίαρχης κουλτούρας. Και μέσα σε όλο αυτό, δύσκολα ξεχωρίζεις αν βλέπεις μια γενιά που εκφράζεται ή μια γενιά που κατανάλωσε και αυτό, όπως όλα τα άλλα.
Ένας ράπερ, πολλά ερωτήματα
Ο ΛΕΞ δεν είναι το πρόβλημα. Είναι η επιφάνεια. Κάτω από την οποία υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα: Πώς φτάσαμε να θεωρούμε αυθεντικό, μόνο ό,τι μιλάει για βία; Γιατί η κοινωνία μας αποδέχεται ευκολότερα την επιθετικότητα από την ελπίδα; Πού είναι οι σύγχρονοι δημιουργοί που μιλούν για αλληλεγγύη, πρόοδο, όνειρα;
Δεν ζητάμε από τον ΛΕΞ να γράψει ύμνους για την ειρήνη. Ζητάμε όμως από εμάς –την κοινωνία– να μη βαφτίζουμε κάθε σκοτεινό είδωλο «εκπρόσωπο της αλήθειας» χωρίς να το εξετάσουμε. Το sold out στο ΟΑΚΑ είναι εντυπωσιακό. Αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκη λόγος πανηγυρισμού. Είναι ευκαιρία προβληματισμού. Γιατί αν τα πρότυπα που χειροκροτούμε διδάσκουν ότι το να είσαι «κόντρα σε όλα» σημαίνει να είσαι βίαιος, χυδαίος και ακραίος, τότε το κοινό δεν ακολουθεί έναν ήρωα. Ακολουθεί μια στρεβλή εικόνα ελευθερίας. Και μια κοινωνία που χαρίζει χειροκρότημα σε λάθος αφηγήσεις, πολύ γρήγορα θα καταλάβει ότι χειροκροτά τον καθρέφτη της.


