article background image

Από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, τα παραμύθια ταξιδεύουν στο χρόνο, μεταφέροντας μαγεία, σοφία και διαχρονικές αλήθειες. Είναι ιστορίες που γεννήθηκαν μέσα από τη λαϊκή παράδοση, γεμάτες περιπέτειες, φανταστικά στοιχεία και μυστήριο. Όπως το μυθιστόρημα στη λογοτεχνία, έτσι και το παραμύθι στη λαογραφία λειτουργεί ως καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής, πλάθοντας κόσμους όπου το πραγματικό συναντά το υπερφυσικό και το αδύνατο γίνεται εφικτό.

Μέσα από την ελεύθερη φαντασιακή του αφήγηση, ζωντανεύει αντικείμενα, παραβιάζει τη λογική του χρόνου και του χώρου και μεταφέρει τον αναγνώστη σε κόσμους όπου το φυσικό και το υπερφυσικό συνυπάρχουν. Επιπλέον, τα παραμύθια συχνά βασίζονται στη σύγκρουση, είτε αυτή αφορά τον άνθρωπο απέναντι σε μια ανώτερη δύναμη είτε εκφράζει μια αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη.

Αν και το παραμύθι έχει ομοιότητες με τον μύθο, διαφοροποιείται ως προς το μήνυμα, τον σκοπό και την έκτασή του. Ο μύθος είναι πιο σύντομος και έχει κυρίως διδακτικό χαρακτήρα, ενώ το παραμύθι στοχεύει τόσο στην ψυχαγωγία όσο και στη διαπαιδαγώγηση.

Μέσα από το φαντασιακό του πλαίσιο, το παραμύθι επιτρέπει στο παιδί να ταξιδέψει νοερά, ν' ανακαλύψει άγνωστες πτυχές του εαυτού του και να τις αποδεχθεί. Σύμφωνα με τον Bruno Bettelheim, τα παραμύθια αποτυπώνουν με συμβολικό τρόπο βαθύτερες ψυχικές συγκρούσεις που βιώνει κάθε άνθρωπος, ενώ οι ήρωές τους αντιπροσωπεύουν διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης ψυχής. Το παιδί ταυτίζεται με αυτούς τους χαρακτήρες, μαθαίνοντας πώς ν' αντιμετωπίζει τις εσωτερικές του ανησυχίες. Για παράδειγμα, ένα παιδί που νιώθει θυμό μπορεί να δει τον εαυτό του, στο «τέρας» ενός παραμυθιού, εκτονώνοντας έτσι τα συναισθήματά του.

Παράλληλα, το παραμύθι διδάσκει στο παιδί ότι η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες και αντιφάσεις. Σύμφωνα με τον Carl G. Jung, οι μύθοι και τα παραμύθια πηγάζουν από το συλλογικό ασυνείδητο, βοηθώντας το παιδί ν' αναγνωρίσει τα αρχέτυπα που ενυπάρχουν στη σκέψη του. Έτσι, μέσα από τις πράξεις των ηρώων, το παιδί διαμορφώνει αντίληψη για το καλό και το κακό. Τα παραμύθια δεν αποφεύγουν τα αρνητικά συναισθήματα – φόβο, λύπη, αδικία – αλλά παράλληλα προσφέρουν μια ισορροπία, καθώς προβάλλουν αξίες όπως η αισιοδοξία, το θάρρος και η ελπίδα. Διδάσκουν πως, παρά τις δυσκολίες, η ζωή μπορεί να έχει θετική έκβαση, αρκεί κανείς να μη φοβηθεί ν' αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της.

Η απεικόνιση του «κακού» στα παραμύθια

Η περιγραφή και η απεικόνιση του «κακού» στα παραμύθια σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό πλαίσιο της κάθε εποχής, καθώς μέσα από τις περιγραφές του αποκαλύπτονται στερεότυπα, δεισιδαιμονίες και κοινωνικές προκαταλήψεις που κυριαρχούν τη δεδομένη χρονική περίοδο. Ο Μάνος Κοντολέων, με μια μακρά και αξιόλογη πορεία στη λογοτεχνία από το 1969, έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του στα παραμύθια. Με περισσότερα από εβδομήντα βιβλία στο ενεργητικό του, που απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες, έχει διερευνήσει βαθιά τη σημασία των αντιθέσεων μέσα στην αφήγηση.

Ο συγγραφέας θεωρεί πως σε κανένα παραμύθι –όπως και σε κανένα λογοτεχνικό κείμενο γενικότερα– δεν υπάρχει ρόλος χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Ιδιαίτερα στα παραμύθια, ο χαρακτήρας που επωμίζεται τον ρόλο του κακού, ο οποίος είναι συχνά αντιπαθής ή και επικίνδυνος, δεν λειτουργεί μόνο ως αντίπαλος, αλλά και ως στοιχείο που ενδυναμώνει τις θετικές σκέψεις του αναγνώστη, ενώ παράλληλα στηρίζει τη δράση της ιστορίας. «Ας μην ξεχνάμε πως η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό υπάρχει σε κάθε μυθολογία και σε κάθε θρησκεία» τονίζει.

Το πιο πρόσφατο βιβλίο για παιδιά του Μάνου Κοντολέων είναι μια ιστορία για την ακλόνητη πίστη που λέει πως ταξίδι δε νοείται χωρίς επιστροφή στην αφετηρία της διαδρομής…

Η συγγραφέας Μαρίνα Γιώτη, η οποία,  επισημαίνει πως οι κακοί στα παραμύθια αντανακλούν συχνά φόβους ή προβλήματα της κοινωνίας και αναγνωρίζει πως σύγχρονα ζητήματα, όπως η αδιαλλαξία, ο ρατσισμός, ο φασισμός, η ανειλικρίνεια και ο εγωισμός, εξακολουθούν να καθρεφτίζονται στις σημερινές ιστορίες. Υποστηρίζει πως, δυστυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια και εκφράζει την αίσθηση ότι η κοινωνία έχει κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Παρατηρεί ότι έχει επιστρέψει στην αφετηρία, με τους ανθρώπους να παραμένουν στις αντίθετες πλευρές του ρινγκ, πιο κυνικοί και αμετακίνητοι στις αντιλήψεις τους από ποτέ.

Οι πηγές εμπνευσης για τους κακούς χαρακτήρες

Αναφορικά με τη δημιουργία των κακών χαρακτήρων στις δικές του ιστορίες, ο κ. Κοντολέων αναφέρει ότι αντλεί έμπνευση τόσο από ανθρώπινες αδυναμίες όσο και από αρχέτυπα. Εξηγεί πως έχει ως πρότυπο το δίδυμο Γιάννη Αγιάννη και Ιαβέρη, υπογραμμίζοντας πως ο Γιάννης Αγιάννης δεν θα είχε την ίδια μυθιστορηματική εξέλιξη αν δεν τον ακολουθούσε η σκιά του Ιαβέρη. Παράλληλα, επισημαίνει πως η τελική πράξη αυτοκτονίας του Ιαβέρη αποτελεί ένα ισχυρό συμβολικό στοιχείο. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δύο αυτοί χαρακτήρες είναι αρχετυπικοί εκπρόσωποι διαφορετικών κοινωνικών και ηθικών αρχών, αλλά ταυτόχρονα και δύο άνθρωποι με τις δικές τους εσωτερικές αδυναμίες.

Σχετικά με τη μετάβαση από τους δράκους, τους κακούς λύκους και τις μάγισσες σε πιο «ανθρώπινους» κακούς, όπως τοξικούς γονείς ή κοινωνικές δομές, ο συγγραφέας θεωρεί ότι και οι δύο εκφράσεις του κακού συνεχίζουν να συνυπάρχουν. Οι δράκοι και οι μάγισσες, όπως εξηγεί, συμβολίζουν τον διαχρονικό υποσυνείδητο φόβο που ο άνθρωπος χρειάζεται να εκτονώσει, ενώ οι κοινωνικές και οικογενειακές δομές αντανακλούν τις σύγχρονες μορφές καταπίεσης και συγκρούσεων. Με αυτή την έννοια, η κοινωνία και η λογοτεχνία προχωρούν παράλληλα.

Η πολυδιάστατη φύση του κακού

Αναφερόμενη στην ψυχολογική εμβάθυνση των κακών χαρακτήρων, η Μαρίνα Γιώτη θεωρεί πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να αποδυναμωθεί η ιστορία. Η σύγχρονη αντίληψη, όπως εξηγεί, «δεν βασίζεται σε άσπρο - μαύρο όσων αφορά την ανθρώπινη φύση. Το κακό έχει και καλό μέσα του και το αντίστροφο. Η στοιχειοθέτησή του –γιατί δηλαδή ένας χαρακτήρας έχει διαμορφωθεί όπως έχει διαμορφωθεί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή– τον κάνει πιο πολύπλοκο και πολύ πιο ενδιαφέροντα. Οι αποχρώσεις είναι που δίνουν βάθος σ' έναν χαρακτήρα».

Ένα βιβλίο από τη Μαρίνα Γιώτη για την ψυχική ενδυνάμωση, τη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων που κλείνουν μέσα τους τα παιδιά, όπως το άγχος, η θλίψη, ο φόβος, αλλά και για τη δύναμη της φιλίας

Όταν οι κακοί των ιστοριών θεωρηθούν καθρέφτης των φόβων μας, η συγγραφέας συμπεραίνει πως αυτό αποκαλύπτει ότι και οι φόβοι μας έχουν γίνει πολυδιάστατοι και περίπλοκοι. Υποστηρίζει ότι «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Συχνά δεν ξέρουμε από πού μας έρχεται και δεν κατανοούμε τι πραγματικά είναι αυτό από το οποίο πρέπει να φυλαγόμαστε. Είναι κάτι σαν τους αντανακλαστικούς πόνους, που αλλού σε πονάει και αλλού είναι το πρόβλημα».

Η επίδραση της πολιτικής ορθότητας

Σχετικά με την επίδραση της πολιτικής ορθότητας στη λογοτεχνία και τον τρόπο απεικόνισης του «κακού», ο κ. Κοντολέων απορρίπτει την άποψη ότι η πολιτική ορθότητα έχει καταφέρει να αποδομήσει τα παραδοσιακά στερεότυπα. Υποστηρίζει πως οι βαθύτερες ανθρώπινες ανασφάλειες και οι ανεξέλεγκτες παρορμήσεις αναζητούν πάντοτε τρόπους εκτόνωσης και ότι η λογοτεχνία οφείλει να συμβάλλει στην κατανόηση αυτής της ανάγκης. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η άκριτη επιβολή της πολιτικής ορθότητας μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες, φέρνοντας ως παράδειγμα την καθημερινή πραγματικότητα, όπου «η βία όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά συνεχώς αυξάνεται, παρά τις προσπάθειες για πιο πολιτικά ορθές αναπαραστάσεις».

Από την άλλη, η Μαρίνα Γιώτη θεωρεί ότι η αυτολογοκρισία επηρεάζει περισσότερο τους «καλούς» χαρακτήρες παρά τους «κακούς». Εξηγεί ότι οι συγγραφείς, όταν δημιουργούν κακούς χαρακτήρες, νιώθουν μεγαλύτερη ελευθερία να τους αποδώσουν λόγια και σκέψεις που υπό άλλες συνθήκες θα δίσταζαν να εκφράσουν. Αντίθετα, οι θετικοί χαρακτήρες περιορίζονται από αυστηρά όρια, που δεν μπορούν να ξεπεράσουν χωρίς να αλλοιωθεί η εικόνα τους. Στην εποχή της cancel culture, όπως αναφέρει, ακόμα και μία φράση μπορεί ν' αλλάξει πλήρως την αντίληψη του αναγνώστη για έναν χαρακτήρα, μετακινώντας τον, στην αντίθετη πλευρά του ηθικού φάσματος.

Ολοι έχουμε μέσα μας τόσο το καλό όσο και το κακό

Όσον αφορά τις σύγχρονες αφηγήσεις που επικεντρώνονται στην πλευρά του «κακού», όπως το Maleficent, το Wicked και ο Joker, η κυρία Γιώτη αναγνωρίζει πως αυτές οι ιστορίες επιδιώκουν ν' αποκαλύψουν ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Συνδέει αυτή την τάση με τη σύγχρονη εποχή, όπου τα fake news κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα, και τονίζει ότι η ικανότητα να «διαβάζουμε πίσω από τις γραμμές» και να κατανοούμε τις αποχρώσεις της πληροφορίας είναι πλέον μία από τις πιο κρίσιμες δεξιότητες που πρέπει να διαθέτει ένας πολίτης. Επισημαίνει, επίσης, τη σημασία της προέλευσης των πληροφοριών, της κατανόησης των κινήτρων πίσω από αυτές και της ικανότητας να κρίνουμε όσα διαβάζουμε με κριτικό πνεύμα.

Παράλληλα, λέει ότι κανένας κακός δεν πιστεύει πραγματικά ότι είναι ο κακός της ιστορίας. Κάθε χαρακτήρας, υποστηρίζει, έχει βρει έναν τρόπο να δικαιολογήσει τις πράξεις του στο δικό του μυαλό. Αυτές οι αφηγήσεις, σύμφωνα με την ίδια, δεν επιδιώκουν να δικαιολογήσουν τις πράξεις του κακού, αλλά να υπενθυμίσουν ότι όλοι έχουμε μέσα μας τόσο το καλό όσο και το κακό. Οι επιλογές που κάνουμε καθορίζουν τον δρόμο που ακολουθούμε και, όπως αναφέρει, ένας χαρακτήρας μπορεί να εξελιχθεί στη διάρκεια της ζωής του—ένας κακός να κάνει το σωστό και ένας καλός να διαπράξει το λάθος.

Από την πλευρά του, ο κ. Κοντολέων προσεγγίζει τη σύγχρονη τάση που επιχειρεί να δώσει βάθος στον κακό χαρακτήρα ή ακόμα και να τον κάνει συμπαθή. Διευκρινίζει ότι ο στόχος δεν είναι η εξιδανίκευση του κακού, αλλά η κατανόηση των αιτιών που τον οδήγησαν σε αντικοινωνική ή επικίνδυνη συμπεριφορά. «Στην ουσία μόνο αν καταλάβω το λόγο που κάποιος γίνεται αντικοινωνικός και επικίνδυνος θα μπορέσω και να προφυλάξω τον εαυτό μου, αλλά και τον ίδιο να τον βοηθήσω να επανέλθει σε μια μη βίαιη συμπεριφορά. Μα από την άλλη ομολογώ πως πολύ συχνά μ' έχει ενοχλήσει -αυτό κυρίως σε κινηματογραφικές ιστορίες- η τόσο θετική προσέγγιση του ρόλου του κακού. Και μετατρέπεται έτσι ο κακός σε θετικό ήρωα. Καθώς γράφω αυτή την πρόταση μου έρχονται στο νου ρόλοι κακού που έχουν ερμηνευτεί με μοναδικό τρόπο από ηθοποιούς μεγίστου ταλέντου (π.χ. Ντε Νίρο ή Αλ Πατσίνο) και που τελικά ο θεατής ταυτίζεται και συμπάσχει μαζί τους χωρίς να κρίνει τις πράξεις τους».

Οι δύο κόσμοι των παιδιών

Τα παιδιά ζουν σε δύο κόσμους, έχουν μια εξωτερική και μια εσωτερική πραγματικότητα. Ο εξωτερικός κόσμος αποτελείται από τις καθημερινές τους δραστηριότητες, τα παιχνίδια, τις φιλίες και το σχολείο, ενώ ο εσωτερικός σχετίζεται με τις ψυχικές τους ανάγκες, τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Σε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο, το παραμύθι διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς λειτουργεί ως μέσο ενίσχυσης και στήριξης του παιδιού.

Όσο περισσότερο ένα παιδί γνωρίζει τον κόσμο και τις προκλήσεις που θα χρειαστεί ν' αντιμετωπίσει, τόσο πιο έντονα μπορεί να νιώσει μικρό και αδύναμο. Το παραμύθι έρχεται να καλύψει αυτήν την ανάγκη, βοηθώντας το ν' αντιμετωπίσει τους φόβους του και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του. Μέσα από τους ήρωες και τις δοκιμασίες που αυτοί περνούν, το παιδί ταυτίζεται, αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και αποκτά ελπίδα και δύναμη για να ξεπεράσει τις δικές του δυσκολίες.

Η επιλογή του κατάλληλου παραμυθιού

Για την εκπαιδευτική αξιοποίηση ενός παραμυθιού, είναι σημαντικό να επιλέγεται μια ιστορία που όχι μόνο θα τραβήξει το ενδιαφέρον των παιδιών, αλλά και θα διεγείρει τη φαντασία τους. Ένα παραμύθι που κεντρίζει τη σκέψη και προκαλεί το ενδιαφέρον των μαθητών, τους κρατά αφοσιωμένους στην αφήγηση και διευκολύνει τον εκπαιδευτικό να το χρησιμοποιήσει ως εργαλείο διδασκαλίας. Επιπλέον, το παραμύθι δεν αποτελεί απλώς ένα μέσο αγωγής, αλλά και έναν τρόπο ν' αναπτυχθεί η διαπολιτισμική εκπαίδευση. Μέσα από ιστορίες διαφορετικών πολιτισμών και παραδόσεων, τα παιδιά εξοικειώνονται με τη διαφορετικότητα, αναπτύσσουν την ενσυναίσθησή τους και διαμορφώνουν μια ανοιχτή και συμπεριληπτική στάση απέναντι στον κόσμο.

Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Βαγγέλης Ηλιόπουλος επισημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί συχνά επιλέγουν κλασικά παραμύθια λόγω της διαχρονικής τους αξίας και της εξοικείωσης που υπάρχει μ’ αυτά. Τα παραμύθια αυτά, όπως έχει αναφέρει ο Bruno Bettelheim, στηρίζονται στην αέναη αντιπαράθεση καλού και κακού, κάτι που διατηρεί την προσοχή των παιδιών. Παρόλα αυτά, οι σύγχρονες αφηγήσεις κερδίζουν έδαφος, καθώς θίγουν επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα, όπως η διαφορετικότητα, η ενσωμάτωση και ο εκφοβισμός, προσφέροντας στους εκπαιδευτικούς νέους τρόπους προσέγγισης αυτών των θεμάτων.

Οι ιστορίες μ' έντονους κακούς χαρακτήρες εξακολουθούν να έχουν σημαντική εκπαιδευτική αξία. Διευκολύνουν τη συζήτηση για ευαίσθητα ζητήματα που απασχολούν τα παιδιά, δίνοντάς τους την ευκαιρία να εκφράσουν απορίες και σκέψεις. Όπως σημειώνει ο κ. Ηλιόπουλος, «οι απαντήσεις που δίνονται πρέπει να γεννούν νέες ερωτήσεις, ώστε να διευρυνθεί η συζήτηση». Ταυτόχρονα, η κοινωνική ευαισθησία και οι σύγχρονες τάσεις επηρεάζουν την επιλογή των παραμυθιών που παρουσιάζονται στα σχολεία. Ο εκπαιδευτικός, σε πολλές περιπτώσεις, καλείται ν' αποφύγει επιλογές που μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να χρειάζεται υποστήριξη από ειδικούς, όπως κριτικούς, βιβλιοθηκονόμους και πανεπιστημιακούς, για την τεκμηρίωση των επιλογών του.

Η αντικατάσταση των φανταστικών κακών, όπως οι δράκοι και οι μάγισσες, από πραγματικά κοινωνικά προβλήματα αποτελεί φυσική εξέλιξη στη δημιουργία παραμυθιών. Όπως οι κλασικές ιστορίες αντανακλούσαν τις ανησυχίες της εποχής τους – για παράδειγμα, το θέμα της εγκατάλειψης στον «Κοντορεβυθούλη» ή η σκληρότητα της μητριάς στη «Σταχτοπούτα» – έτσι και τα σύγχρονα παραμύθια αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές δυσκολίες του σήμερα. Έτσι, στις σύγχρονες ιστορίες, αντί για έναν τρομακτικό δράκο, ο ρόλος του κακού μπορεί να αποδοθεί στην καταστροφή του περιβάλλοντος, ενώ η θέση μιας μάγισσας μπορεί να καταλαμβάνεται από το φαινόμενο του ρατσισμού.

Κλείνοντας, ο κ. Ηλιόπουλος επισημαίνει ότι τα παραμύθια δεν είναι μόνο καθρέφτης του κόσμου μας, αλλά και ένα εργαλείο που βοηθά τα παιδιά να κατανοήσουν τις κοινωνικές προκλήσεις και να προετοιμαστούν για τη διαμόρφωση ενός καλύτερου μέλλοντος. Μέσα από τη φαντασία και τη διδαχή, ανοίγουν δρόμους για διάλογο, ενσυναίσθηση και κοινωνική αλλαγή, προσφέροντας στα παιδιά τα εφόδια που χρειάζονται για να γίνουν ενεργοί και συνειδητοποιημένοι πολίτες.