Ο Ροντ Στιούαρτ (Rod Stewart) γεννήθηκε στο Χάιγκειτ του βόρειου Λονδίνου, το 1945. Ο πατέρας του είχε σκωτσέζικη καταγωγή και εργαζόταν ως οικοδομικός εργολάβος στο Λιθ, ενώ η μητέρα του ήταν Αγγλίδα και είχε μεγαλώσει στο Άπερ Χόλοουεϊ. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1928 και απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες όσο ζούσε στη Σκωτία, προτού μετακομίσει στο Χάιγκειτ.
Ο τραγουδιστής γεννήθηκε οκτώ χρόνια μετά το νεότερο αδερφό του, μέσα στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως ο μικρότερος της οικογένειας πίστευε πως είχε τύχει ιδιαίτερης φροντίδας και έχει περιγράψει την παιδική του ηλικία ως «φανταστικά χαρούμενη». Η καθημερινότητα του μικρού Ρόντερικ, όπως τον φώναζαν τότε, απλωνόταν ανάμεσα σε ποδόσφαιρο, οικογενειακή ζεστασιά και μουσικές εικόνες που άρχιζαν να σχηματίζονται μέσα στο μυαλό του.
Η αγάπη για το ποδόσφαιρο
Με ενθάρρυνση από τον πατέρα του, ο Ροντ είχε ως εφηβικό στόχο να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Το καλοκαίρι του 1960 δοκιμάστηκε στην Μπρέντφορντ, ομάδα της Γ’ κατηγορίας τότε. Στην αυτοβιογραφία του, το 2012, ανέφερε πως δεν υπέγραψε ποτέ και πως η ομάδα δεν επικοινώνησε ξανά μαζί του. «Η ζωή ενός μουσικού είναι πολύ πιο εύκολη. Μπορώ να πιω και να φτιάξω μουσική, κάτι που δεν γίνεται στο ποδόσφαιρο. Προτίμησα τη μουσική. Αυτά τα δύο ξέρω να κάνω. Να παίζω ποδόσφαιρο και να τραγουδώ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Ροντ εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 15 ετών και εργάστηκε για λίγο ως τυπογράφος μεταξοτυπίας. Δούλεψε στο οικογενειακό κατάστημα, ως διανομέας εφημερίδων και αργότερα για σύντομο διάστημα ως εργάτης στο Κοιμητήριο του Χάιγκειτ. Εργάστηκε επίσης σε γραφείο τελετών στο Νορθ Φίντσλεϊ, καθώς και ως τοποθετητής περιφράξεων και ζωγράφος επιγραφών.
Οι πρώτες επιρροές προέρχονταν από καλλιτέχνες της soul και του rhythm and blues, είδη που κυριαρχούσαν στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του, τραχιά και γεμάτη συναίσθημα, φαινόταν ήδη από τις πρώτες προσπάθειες να μιμηθεί αγαπημένους τραγουδιστές. Το ποδόσφαιρο εξακολουθούσε να αποτελεί ισχυρό κομμάτι της προσωπικότητάς του, παρότι η μουσική άρχισε να τον κερδίζει με ταχύ ρυθμό.
Στις αρχές της ενήλικης ζωής του συμμετείχε σε διάφορα μικρά συγκροτήματα, αναζητώντας την ταυτότητά του. Η περίοδος εκείνη ήταν γεμάτη περιοδείες σε μικρά αγγλικά κλαμπ, παραγωγές χαμηλού κόστους και συναντήσεις με μουσικούς που αργότερα θα άφηναν δυναμικό στίγμα στη ροκ σκηνή. Η διάθεση για εξερεύνηση και η ανάγκη να βρεθεί στο επίκεντρο της δράσης τον οδήγησαν στη συνεργασία με τους The Jeff Beck Group, ένα σχήμα που έμελλε να εξελιχθεί σε σταθερό σημείο αναφοράς για την εποχή.
Από τους Faces σε σόλο καριέρα
Αργότερα εντάχθηκε στους Faces, μια μπάντα που έδωσε μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργικότητα και στο προσωπικό του ύφος. Η ενέργεια των Faces στη σκηνή ταυτίστηκε με το αυθόρμητο πνεύμα της εποχής, με συναυλίες που έμεναν αξέχαστες και με τραγούδια που συνδύαζαν ροκ, μπλουζ και ένα ιδιαίτερο χιούμορ.
Κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών τους, ο Στιούαρτ συχνά τραβούσε τα βλέμματα με τον μοναδικό τρόπο που χειριζόταν το κοινό. Ενισχυμένη από το χαρακτηριστικό «βραχνό» ύφος, η παρουσία του άρχισε να ξεπερνά τα όρια του συγκροτήματος και να προμηνύει μια προσωπική καριέρα που σύντομα θα απογειωνόταν.
Το άλμπουμ «Every Picture Tells a Story» αποτέλεσε κομβικό σημείο στην πορεία του. Με τραγούδια που απέκτησαν διαχρονική αξία, όπως το «Maggie May», ο Στιούαρτ κατάφερε να καθιερωθεί ως μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Η άνοδος έγινε με εντυπωσιακό ρυθμό, έτσι το κοινό της εποχής αγκάλιασε αμέσως τον καλλιτέχνη που συνδύαζε συναίσθημα, ενέργεια και εικόνα που αντανακλούσε την εποχή.
Η δεκαετία του ’70 αποτέλεσε περίοδο δημιουργικής υπεροχής. Με συνεχόμενα άλμπουμ και επιτυχίες, ο Στιούαρτ καθιερώθηκε σε στάδια παγκόσμιας εμβέλειας και απέκτησε κοινό που τον ακολουθούσε πιστά. Η ποικιλία των μουσικών ειδών στα οποία κινούνταν πρόσφερε συνεχή ανανέωση και καθιέρωσε έναν ήχο που εξελισσόταν με τρόπο φυσικό.
Η ποπ προσέγγιση και η εικόνα του σταρ
Τη δεκαετία του ’80, ο Στιούαρτ υιοθέτησε πιο σύγχρονη αισθητική, με έντονη επιρροή από την ποπ κουλτούρα της εποχής. Βίντεο κλιπ γεμάτα χρώμα, εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές και έντονη κινητικότητα σε διεθνή μέσα ενημέρωσης ενίσχυσαν την εικόνα του ως σταρ που κινούνταν με άνεση ανάμεσα στη ροκ παράδοση και στη μοντέρνα μουσική πραγματικότητα.
Η επιτυχία τραγουδιών όπως το «Young Turks» και το «Tonight’s The Night» ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ ενίσχυσε την παρουσία του στα διεθνή charts. Παράλληλα, οι περιοδείες συνέχισαν να γεμίζουν στάδια, επιβεβαιώνοντας την ακαταμάχητη δυναμική του.
Σχέσεις, οικογένεια και ο δημόσιος μύθος
Η προσωπική ζωή του Ροντ Στιούαρτ απασχόλησε συχνά τα πρωτοσέλιδα. Οι σχέσεις του, συχνά με γυναίκες που είχαν δική τους καλλιτεχνική πορεία ή μεγάλη δημοσιότητα, δημιουργούσαν συνεχές ενδιαφέρον. Γάμοι, χωρισμοί και νέες αρχές συνόδευαν την πορεία του, ενώ η οικογένειά του απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές φάσεις της ζωής του.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά την ηθοποιό και μοντέλο Αλάνα Χάμιλτον, πρώην σύζυγο του ηθοποιού Τζορτζ Χάμιλτον, με τον γάμο τους να διαρκεί από το 1979 έως το 1984. Ακολούθησε ο γάμος του με το μοντέλο Ρέιτσελ Χάντερ, ενώ χώρισαν το 1999. Μερικά χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε το μοντέλο Πένι Λάνκαστερ.
Συνολικά, ο τραγουδιστής έχει αποκτήσει οκτώ παιδιά. Το «Forever Young» είναι γραμμένο ως μήνυμα αγάπης και προστασίας για τα παιδιά του, είναι από τα πιο ειλικρινή τραγούδια του. Ένα κομμάτι με ζεστασιά και βάθος, που παραμένει επίκαιρο μετά από δεκαετίες.
Παρά τη μεγάλη δημοσιότητα, ο καλλιτέχνης φροντίζει να διατηρεί στενούς δεσμούς με τα παιδιά του. Οι στιγμές αυτές αποτελούν για τον ίδιο πηγή ισορροπίας μέσα στη διαρκή κινητικότητα της καριέρας του.
Ένας καλλιτέχνης που συνεχίζει ακάθεκτος
Σήμερα, ο Ροντ Στιούαρτ παραμένει ενεργός, με περιοδείες, νέες κυκλοφορίες και συνεχή παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Η φωνή του εξακολουθεί να έχει τη δύναμη που τον καθιέρωσε, ενώ η ενέργειά του παραμένει εντυπωσιακή για κάποιον που βρίσκεται πάνω από έξι δεκαετίες στο προσκήνιο. Με πάνω από 120 εκατομμύρια πωλήσεις άλμπουμ στο ενεργητικό του, αποτελεί έναν από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες όλων των εποχών.
Η επιρροή του, στη μουσική βιομηχανία θεωρείται καθοριστική. Πολλοί νεότεροι καλλιτέχνες αναφέρουν τον Στιούαρτ ως πηγή έμπνευσης, τόσο για την ιδιαίτερη φωνή του όσο και για την ικανότητα να ενσωματώνει νέα στοιχεία χωρίς να χάνει την αυθεντικότητά του.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο ίδιος κατέχει και ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Το 1994, έδωσε στη Βραζιλία τη μεγαλύτερη δωρεάν ροκ συναυλία στην ιστορία, μπροστά σε περισσότερους από τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Όπως αναφέρει το Guinness World Records: «Η δωρεάν συναυλία του Ροντ Στιούαρτ στην παραλία Κοπακαμπάνα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1994, συγκέντρωσε περίπου 4,2 εκατομμύρια ανθρώπους, αν και στο πλήθος υπολογίζονται και όσοι είχαν πάει αποκλειστικά για το σόου των πυροτεχνημάτων τα μεσάνυχτα».
Η ζωή του Ροντ Στιούαρτ μοιάζει με συναρπαστικό μυθιστόρημα. Από τις εργατικές γειτονιές του Λονδίνου μέχρι τις σκηνές των μεγαλύτερων σταδίων του κόσμου, η πορεία του αντικατοπτρίζει την επιμονή, το πάθος και την ανάγκη για συνεχή δημιουργία. Η πολυτάραχη διαδρομή του αποτελεί πολύτιμο κεφάλαιο στη σύγχρονη μουσική ιστορία. Μια τιμή που ξεπερνά τα charts και τις πωλήσεις, ο Rod κατέχει το δικό του αστέρι στο Walk Of Fame εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική του αξία.
Το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου, ο θρυλικός Sir ανεβαίνει στη σκηνή του Telekom Center Athens για μια μοναδική εμφάνιση με όλες τις ανατριχιαστικές επιτυχίες που σημάδεψαν γενιές, από το «Maggie May» μέχρι το «Baby Jane» και το «Sailing». Την πολυαναμενόμενη βραδιά θα ανοίξει η μοναδική Angelika Dusk, με τη δική της χαρακτηριστική ποπ ενέργεια και 80s αισθητική.
Με καλλιτεχνική δύναμη που παραμένει αναλλοίωτη, με φωνή που εξακολουθεί να συγκινεί και με προσωπικότητα που δεν περνά απαρατήρητη, ο Ροντ Στιούαρτ εξακολουθεί ν' αποτελεί σύμβολο μιας εποχής που σημάδεψε ολόκληρες γενιές. Κάθε νέα του εμφάνιση υπενθυμίζει την αξία ενός καλλιτέχνη που έχει τη δύναμη να παραμένει πάντα επίκαιρος.


