article background image

Φαίνεται απίστευτο, αλλά τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους το 2008, για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, σήμερα είναι 30 χρονών.

Η εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από τον ειδικό  φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας, Επαμεινώνδα Κορκονέα, πυροδότησε κάτι που, έως τότε, δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: μία μαζικότατη, συγκρουσιακή και πολυήμερη εξέγερση στο κέντρο της Αθήνας – αλλά και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων. Το «τέλος του πάρτι» της πρώτης δεκαετίας του 2000 ήρθε με τον πιο βάναυσο -και σοκαριστικό- τρόπο, σαν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να μύριε μπαρούτι αλλά κανείς να μην το είχε ακριβώς αντιληφθεί.

Η βρετανική εφημερίδα Guardian χαρακτήρισε τις ταραχές ως «τις χειρότερες στην Ελλάδα από το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία».  Τα περισσότερα διεθνή Μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν εκτενή ρεπορτάζ στο γεγονός που πυροδότησε τα περιστατικά της βίας. Το BBC χαρακτήρισε τα γεγονότα ως εξέγερση. 

Τι συνέβη τη νύχτα της 6ης Δεκέμβρη 2008; Που έκρυβαν -ειδικά οι νέοι- όλη αυτή την οργή, τι ρόλο έπαιξε το κίνημα για το Άρθρο 16 και με ποιους τρόπους επιχείρησαν τα -παντοδύναμα τότε- ΜΜΕ να υποβαθμίσουν την κυρίαρχη αφήγηση; Μία συζήτηση με τον Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH), Διευθυντή του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, και μέλος της ΠΓ της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25.

«Μεταξύ άλλων, ο Δεκέμβρης ανέδειξε και τα πολιτικά όρια του “αυθόρμητου”»

Τι καινούργιο φέρνει ο Δεκέμβρης του 2008, τόσο στην πολιτική διεκδίκηση όσο και στο ρεπερτόριο / στα μέσα αυτής;

Ο Δεκέμβρης συμβολίζει (ή «φέρνει», όπως μου το ρωτάτε) αυτό που αποτελεί τον μόνιμο εφιάλτη των απανταχού φαύλων κυρίαρχων: το ενδεχόμενο της μαζικής, επιθετικής εισόδου των απλών ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι –ανθρώπων που, ενώ σε συνθήκες «κανονικότητας», υπομένουν σιωπηλά την εκμετάλλευση που υφίστανται, ξαφνικά (όπως «ξαφνικά», με έναν απλώς επιπλέον βαθμό θέρμανσης, μεταβάλλονται και τα υγρά σε αέρια) αναφωνούν «δεν πάει άλλο!», και αποφασίζουν να δράσουν. Την πραγματικότητα αυτή τη γνωρίζουν βέβαια πολύ καλά οι περί ου ο λόγος κυρίαρχοι –και γι’ αυτό δεν παύουν ποτέ, μαζί με τα ιδεολογικά φληναφήματα που εκπέμπουν, να ενισχύουν και την κατασταλτική τους πανοπλία. Ξέρουν, δηλαδή, ότι, κάτω από την ενδεχομένως «ήρεμη» επιφάνεια, το καζάνι της λαϊκής οργής βράζει, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί. Έχουν δίκιο βέβαια να ανησυχούν, και ας τους αφήσουμε στις εφιαλτικές τους περιδινήσεις. Διότι προΐστανται ενός συστήματος άκρως ανορθολογικού, και ας σκεφτούμε για μια στιγμή το μέγεθος αυτού του ανορθολογισμού. Σε μια εποχή που οι επιστήμες και η τεχνολογία μπορούν να εξαλείψουν τη φτώχεια και την ανθρώπινη ανασφάλεια, μόνο και μόνο για να διασφαλίζεται και αναπαράγεται η ληστρική κερδοφορία μιας ισχνής μειοψηφίας, οι ανισότητες (οι συνθήκες «κοινωνικού αποκλεισμού» που λέγαμε παλιά) είναι ιστορικά ανεπανάληπτες, η κλιματική καταστροφή απειλεί την επιβίωση του πλανήτη, και οι μαζικοί πόλεμοι έφτασαν ήδη να προκαλούν συνειρμούς πυρηνικού ολέθρου.

Οι περιστάσεις δεν ήταν τόσο δραματικές το Δεκέμβρη του 2008, όταν ο ασίκης ένστολος (και το είδος του έχει στις μέρες μας πολλαπλασιαστεί) δολοφόνησε τον 15χρονο μαθητή, όμως η νεολαία της εποχής –και όχι μόνο η νεολαία– είδε στην κατασταλτική αυτή συμπεριφορά να συμπυκνώνεται ο απατηλός και βίαιος χαρακτήρας της συστημικής λειτουργίας. Με την κραυγή που εξέπεμψε, ο Δεκέμβρης κατήγγειλε (και προφητικά προειδοποίησε) ότι ο «εκσυγχρονισμός», οι έωλες δοξασίες περί του «τέλους της ιστορίας» και των ιδεολογιών, καθώς και οι υποσχέσεις για «καλύτερες μέρες» εκείνης της εποχής, δεν ήταν παρά χρηματοπιστωτικές φούσκες που σύντομα θα έσκαγαν συμπαρασύροντας τις κοινωνίες σε νέες, ακόμα απεχθέστερες συνθήκες.

Είναι γεγονός ότι οι μορφές, τα ρεπερτόρια δράσης που τότε υιοθετήθηκαν εμπίπτουν, ως επί το πλείστον, στην κατηγορία της πολιτικής βίας. Έχει όμως σημασία να αναρωτηθεί κανείς γιατί; Όχι διότι η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα ρέπουν εγγενώς προς το βίαιο ?κάθε άλλο. Η μορφή δράσης που κάθε φορά υιοθετείται σε μια διεκδίκηση δεν απορρέει από κάποια γονιδιακού τύπου «ουσία» των δρώντων, αλλά είναι προϊόν διαλόγου με το κοινωνικό και, κυρίως, το πολιτικό περιβάλλον. Και αυτό που τότε ?όπως και σήμερα? δέσποζε στον τομέα αυτό ήταν, αφενός, το εκκωφαντικό έλλειμμα δημοκρατίας και αφετέρου, η ανεπάρκεια και η αφερεγγυότητα όσων συνδικαλιστικών ή/και πολιτικών φορέων είχαν σε προηγούμενο χρόνο επαγγελθεί την εκπροσώπηση των υποτελών, μόνο και μόνο για να βολευτούν σε κυβερνητικούς και παρα-κυβερνητικούς θώκους ?βαφτίζοντας το ψάρι κρέας, λέγοντας πως η νύχτα είναι μέρα. Η πρακτική της δόλιας, της ψευδούς εκπροσώπησης, η καταπάτηση αυτής της τόσο ζωτικής και καταστατικής αρχής στην πολιτική ζωή των απλών ανθρώπων, γεννά σε πρώτο χρόνο σοκ και απελπισία, γεννά όμως και προωθητική οργή, κι αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη.

Στο ίδιο πλαίσιο αναδύθηκαν όμως και άλλα πολλά, εξίσου σημαντικά στοιχεία. Φάνηκε, καταρχάς, πως για να επέλθει η διάχυση μιας μετασχηματιστικής δράσης απαιτείται ο σωστός χρονισμός, αυτό που είθισται πλέον να αποκαλείται «τάιμινγκ»: αν η διαμαρτυρία δεν εκδηλωνόταν τη στιγμή που εκδηλώθηκε, ούτε θα επεκτεινόταν ούτε και θα διαρκούσε όσο διήρκησε. Πρόκειται για συμπύκνωση-οδηγό για τις πολιτικές στάσεις όσων στρατεύονται στο συστημικό μετασχηματισμό: όπως εξηγούσε και ο Λένιν, η πρόκληση για όσους θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο συνίσταται στο ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα ?ή, αλλιώς, ούτε σεχταρισμός ούτε οπορτουνισμός. Αν αυτό επιτευχθεί, η κινηματική διάχυση –ας μην έχουμε καμιάν αμφιβολία– θα είναι ταχύτατη και γεωμετρική: το «αυτές οι νύχτες είναι του Αλέξη» γράφτηκε σε δεκάδες πόλεις ανά την υφήλιο (ποιος άραγε το περίμενε;), και σε δεκάδες γλώσσες. Πρόκειται για κομβικό συμπέρασμα-παρακαταθήκη: αν μια δράση δώσει πειστικά το στίγμα της γνήσιας ανατρεπτικής πρόθεσης και προοπτικής, το μήνυμά της είναι ικανό να διαδοθεί και να συγκλονίσει, άρδην μεταβάλλοντας φαινομενικά παγιωμένα κοινωνικά και πολιτικά ισοζύγια. Ο Δεκέμβρης αποκάλυψε την πραγματικά τεράστια εμβέλεια και ισχύ που ?σε περιστάσεις απότομης και πυκνής συνειδητοποίησης της συστημικού παραλογισμού? μπορούν να αποκτήσουν ρηξιακά μηνύματα που, σε συνθήκες υποταγμένης κανονικότητας, μπορεί να φαντάζουν απελπιστικά μειοψηφικά.

Την περίοδο πριν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου (το 2006 - 2007) με τις κινητοποιήσεις κατά του άρθρου 16, είχε αρχίσει μάλλον να διαμορφώνεται ένα κίνημα. Συνετέλεσαν τελικά, οι τότε κινητοποιήσεις στο να κατέβουν άνθρωποι στον δρόμο τον Δεκέμβρη;

Κανένα κίνημα και καμιά συλλογική δράση δεν προκύπτει από παρθενογένεση. Ούτε είναι όμως και απλή γραμμική απόρροια των όσων έχουν προηγηθεί. Οπότε απαντώ λέγοντας ναι και όχι: ναι –κατά το ότι η φαινομενική νηνεμία των αρχών του αιώνα όντως διαταράχθηκε από τις δράσεις του 2006-07 (που δημιούργησαν νέες αντιληπτικές κατηγορίες και διεκδικητικά δίκτυα), όχι –κατά το ότι η συνείδηση των δρώντων επηρεάστηκε από νέα δεδομένα και συνθήκες. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, είναι οι εξελίξεις που επακολούθησαν –και, σε μεγάλο βαθμό, εξηγούν και τις σημερινές μας συνθήκες.

Όταν, με την βίωση της κρίσης σε πραγματικό χρόνο (μετά το 2009), οι πρακτικές των ένοπλων φρουρών (της απώτερης ουσίας του κράτους) άρχισαν να γίνονται ευρύτερα κατανοητές στην ελληνική κοινωνία, όλοι οι σοφοί της –ούτω αποκαλούμενης– «θεωρίας των δυο άκρων» βρέθηκαν σε αμηχανία. Είχαμε πια μπροστά μας, με τον πιο αδιάψευστο τρόπο, τη συνασπισμένη βία χρυσοκάνθαρων καιροσκόπων και τοκογλύφων (εθνικών και διεθνικών) που, με προκάλυμμα ένα από καιρό αναξιόπιστο και απαξιωμένο πολιτικό σύστημα, επιχείρησαν να αποτελειώσουν ό,τι η προηγούμενη φούσκα της «ανάπτυξής» τους είχε αφήσει όρθιο. Οι κοινωνίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, επανασυσπειρώθηκαν και αντέδρασαν ?σε κατεύθυνση που, αντίθετα με το γνωστικά ράθυμο αφήγημα των ημερών, δεν ήταν προς το ρατσισμό, την ξενοφοβία και την ακροδεξιά αλλά –το ακριβώς αντίθετο– στο δρόμο της δημοκρατικής διεύρυνσης και εμβάθυνσης, της διεθνικής αλληλεγγύης και της προώθησης καταστατικών αρχών του ανθρωπισμού: μαζικές και μαχητικές γενικές απεργίες, πρωτοβουλίες και κινήματα βάσης που αξιοποιούσαν και ?ρητά ή υπόρρητα? έστελναν συντροφικούς χαιρετισμούς στο Δεκέμβρη και το διεκδικητικό του σθένος, και ?ίσως το κυριότερο? τεράστιες πολιτικές ανατροπές: στην Ελλάδα, ο παγιωμένος δικομματισμός της Μεταπολίτευσης, που το 2008 φάνταζε αμετάτρεπτος, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.

Η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ ?πολιτικού χώρου που μόνος αυτός μέσα στον πολιτικό ορυμαγδό του 2008 έδειξε διάθεση να ακούσει και να προβληματιστεί από τη Δεκεμβριανή εξεγερτική κραυγή? συμπύκνωνε δυο πραγματικότητες: αφενός το ότι Αριστερά έξω από τις κινηματικές διεργασίες δεν νοείται, και αφετέρου ότι συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα με γνήσιο μετασχηματιστικό δυναμικό θα τείνουν, αργά ή γρήγορα, να αναζητήσουν μια εύρωστη πολιτική εκπροσώπηση. Στην πρόκληση αυτής της πολιτικής εκπροσώπησης ανταποκρίθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ?επαγγελλόμενος μια δυνατότητα κάλυψης του δημοκρατικού ελλείμματος και του διεκδικητικού κενού που είχαν συνδυαστικά προκαλέσει τη Δεκεμβριανή έκρηξη, και προτείνοντας ένα σχεδιασμό για αντιμετώπιση της συστημικής κρίσης και των βάναυσων επιπτώσεών της. Όμως αμφότερες οι επικλήσεις ήταν ελλιπείς και, στην πορεία, καταλυτικά ανεπαρκείς. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά βέβαια άμεσα το Δεκέμβρη, όμως η πραγμάτευσή του διατηρεί ακέραια τη σημασία της κατά το ότι το ερώτημα που τέθηκε τότε εξακολουθεί να αναζητά και σήμερα απάντηση ?που μόνο φορείς που επαγγέλλονται τη ρήξη (όπως η Ενωτική Πρωτοβουλία ΜέΡΑ25) μπορούν να εισφέρουν.

Τα συμπεράσματα από το κραυγαλέο πολιτικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια φράση που μας αφορά ιδίως σήμερα: πως οι μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος είναι μόνο ρηχές και προσωρινές όταν το σύστημα βρίσκεται σε φάση επέκτασης, και απολύτως αδύνατες (ή μόνο κατ’ όνομα «μεταρρυθμίσεις») όταν αυτό περιέρχεται σε φάση συρρίκνωσης. Σε μια τέτοια φάση συρρίκνωσης βρισκόμαστε σήμερα. Όσο και αν επιχειρηματολογούν περί του αντιθέτου οι ?όχι πάντα ανιδιοτελείς? υποστηριχτές του συστημικού δρόμου, η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Στις τρέχουσες περιστάσεις, το «θέλω να ζήσω» του Δεκέμβρη γίνεται έτσι και πάλι απίστευτα επίκαιρο, γίνεται επιτακτικό.

Σε μεγάλο βαθμό, ο Δεκέμβρης λοιδορήθηκε ως εξεγερσιακή συνθήκη χωρίς αιτήματα. Την ίδια στιγμή, ένα από τα βασικά συνθήματα των όσων ακολούθησαν ήταν ότι «ο Δεκέμβρης δεν είναι απάντηση, είναι ερώτηση». Ποιο ήταν, τελικά, το πρόταγμα;

Καθώς ο «Δεκέμβρης» ήταν πράγματι «εξέγερση», δεν προκαλεί έκπληξη ότι λοιδορήθηκε από το συστημικό σκεπτικό και τις αντίστοιχες αφηγήσεις. Το ότι έθετε το ερώτημα (χωρίς παράλληλα να διατείνεται ότι κατείχε και μιαν ολοκληρωμένη απάντηση) αποτελεί τεκμήριο και όσων προηγουμένως λέγαμε: μια καταδίκη τόσο της κυρίαρχης ανορθολογικότητας όσο και της πολιτικής ανεπάρκειας της υποταγμένης, της κατ’ όνομα Αριστεράς. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι ο Δεκέμβρης εξέπεμψε και το πυκνό συμπεριληπτικό αίτημα στο οποίο μόλις αναφέρθηκα –το «Θέλω να ζήσω» (στις καταβολές του νεολαιίστικο όμως τοις πράγμασι πάνδημο)? που με το διάβα του χρόνου αποκτά όλο και πιο ξεκάθαρες, όλο και πιο οδυνηρά απτές εμπειρικές αναφορές. Στη βάση αυτή προκύπτουν διάφοροι περαιτέρω προβληματισμοί.

Ένας πρώτος είναι ότι οι ανατροπές δεν ήταν ποτέ ?και βέβαια ούτε και στις μέρες μας είναι? κάτι γραμμικό και αυστηρά εξελικτικό: οι συνειδήσεις προχωρούν με άλματα, ξεκινώντας πάντα από την επερώτηση και τον καυτηριασμό αυτού το οποίο απορρίπτουν. Μέσα από τέτοιου είδους αμφισβητήσεις προσδιορίζονται οι συντεταγμένες των στόχων. Όμως για να επέλθουν πρακτικά αποτελέσματα με υλική επίδραση στην καθημερινότητα των ανθρώπων απαιτείται προετοιμασία: στρατηγικός ορίζοντας και όραμα που να έχει καταστεί επιχειρησιακά ευκρινές και πραγματοποιήσιμο. Σε διαφορετική περίπτωση οι αγώνες, όσο ηρωικοί και αν είναι, δεν θα κάνουν άλλο παρά να δίνουν τροφή στην ποίηση των «αενάως ηττημένων» ή σε επιχειρήματα όσων, κρυφά ή φανερά, υποστηρίζουν το δόγμα ΤΙΝΑ.

Μεταξύ άλλων, λοιπόν, ο Δεκέμβρης ανέδειξε και τα πολιτικά όρια του «αυθόρμητου». Η Δεκεμβριανή εξέγερση διαχύθηκε σα χείμαρρος, όμως βρέθηκε ανέτοιμη να μετασχηματίσει την καταγγελτική της κραυγή σε πολιτικά ώριμο ?θετικό? αίτημα με προοπτική κλιμάκωσης και διεύρυνσης. Στην ελλειμματική αυτή συνθήκη πολλοί (άλλοι αφελώς καλοπροαίρετα, άλλοι καταχθόνια ιδιοτελώς) μας καλούν να εθιστούμε: στην άποψη που υποστηρίζει ότι «ας ξεκινήσουν οι δράσεις κι όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους» ή, αλλιώς, στον ισχυρισμό ότι πολιτικά εχέφρων στάση απέναντι στη συστημική βαρβαρότητα είναι να «μη δίνουμε απαντήσεις», αλλά μόνο να επερωτούμε. Όμως είναι φανερό πως δεν είναι έτσι ?και οποιαδήποτε αποτίμηση της ιστορίας των κοινωνικών κινημάτων περίτρανα το αποδεικνύει. Για να επιτύχουν στους στόχους τους οι συλλογικές δράσεις (προπάντων οι ριζικά μετασχηματιστικές) απαιτούν κατάλληλο μεταβατικό πρόγραμμα και σοβαρά επεξεργασμένη στρατηγική ?τίποτα δε θα τους χαριστεί και καμιά επιτυχία τους δεν θα έρθει τυχαία. Όσοι εμμονικά εξακολουθούν να διατείνονται το αντίθετο, ας αναλογιστούν πως την ίδια άποψη (έστω με παραλλαγές) υποστηρίζουν δι-ιστορικά και όλοι οι βολεμένοι των κοινωνικών αγώνων· εκείνοι που, ενώ τη στιγμή της διεξαγωγής τους είναι απόντες, είναι οι πρώτοι που σπεύδουν, όταν η κρίσιμη συγκυρία παρέλθει, να καρπωθούν τα επιμύθια και να διαστρέψουν το εξεγερτικό μήνυμα στο πλαίσιο ανέξοδων ?και απίστευτα φλύαρων? αφηγήσεων μουσειακού τύπου.

«Οι παρακαταθήκες του Δεκέμβρη μας εναπόκεινται»

Εκείνες τις ημέρες, ακόμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είχαν τη δυναμική που έχουν σήμερα. Με ποιους τρόπους επιχείρησαν τα ΜΜΕ να μειώσουν / υποβαθμίσουν την κυρίαρχη αφήγηση;

Τρία είναι τα μοτίβα υποβάθμισης που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται. Το πρώτο ?και πλέον ράθυμο? απλώς καταγγέλλει τη «βία». Από τις σχετικές αναφορές παραλείπεται βέβαια η συστημική και θεσμοθετημένη βία που είναι απόλυτη και ανελέητη ακριβώς διότι, βασιζόμενη στη συστηματική εκμετάλλευση των κοινωνιών, επιτυγχάνει την απόκρυψή της πίσω από δήθεν αμερόληπτους κώδικες. Οι απλοί άνθρωποι, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα νιώθουν βαθιά μέσα τους το δόλιο χαρακτήρα τέτοιων επικλήσεων και τις απορρίπτουν. Περισσότερο χώρο στη διαχείριση της μνήμης του Δεκέμβρη διεκδικούν, ως εκ τούτου, τα άλλα δυο μοτίβα, αμφότερα παραλλαγές μιας παραλυτικής οπτικής του «αδιεξόδου».

Η πρώτη επαναλαμβάνει τα περί των αενάως αρνητικών συσχετισμών, κατά περίπτωση υπαινισσόμενη στατικές αποτιμήσεις περί της δήθεν οργανικής «συντηρητικοποίησης» και εκφασισμού των κοινωνιών, πάντοτε ερήμην της πολιτικής διαμεσολάβησης των κοινωνικών αιτημάτων. Το συμπέρασμα από τέτοιου τύπου αναλύσεις είναι διάφορες εκδοχές της ΤΙΝΑ: δε γίνεται τίποτα, ας απολαύσουμε αυτό που έχουμε και…λίγα τα λόγια (άλλωστε οι φορείς της οπτικής αυτής ?κατ’ εξοχήν βολεμένοι οι ίδιοι? πράγματι έχουν το κατιτίς τους να απολαύσουν). Η τελευταία παραλλαγή στέκεται ευλαβικά στο επετειακό στοιχείο με τρόπο αντιδραστικά μουσειακό: διαλύοντας αναλυτικές κατηγορίες, επιβάλλοντας διάχυση του ειδικού στο γενικό (και το αντίστροφο) και προβαίνοντας σε επιθετικές εισηγήσεις περί του ότι δεν υπάρχουν ?και δεν μπορούν να υπάρξουν? πραγματικά συμπεράσματα από το Δεκέμβρη, πως στα εγκόσμια δεν υπάρχει μείζον και έλασσον, πρωτογενές και δευτερογενές, πως κάθε κοινωνικό φαινόμενο έχει «πολλές αιτίες» και… (πολύ απλά) τρέχα-γύρευε. Για τις «αναλύσεις» αυτές, η απάντηση στο ερώτημα «Τι μας λέει ο Δεκέμβρης για το μέλλον μας;» είναι απλή: είναι το απολύτως τίποτα! Πρόκειται για περίτεχνη ανοησία – κάτι που κάθε εχέφρων άνθρωπος οφείλει να αντισταθεί.

Όμως για τους υποτελείς (και σε αντίθεση με τα ως άνω τρία μοτίβα), η μνήμη του Δεκέμβρη έχει πολλά ?πάρα πολλά? να δώσει. Σταχυολογώντας, ας κρατήσουμε τα εξής: Καθώς η ανάπτυξη που το σύστημα επαγγέλλεται είναι ό,τι η κρίση του δεν μπόρεσε να γκρεμίσει (μια πραγματική κόλαση), αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν αγώνες που, αν είναι γνήσια μετασχηματιστικοί, θα έχουν τεράστια διεθνή απήχηση. Συναφώς, η φαινομενική ισχύς των ισχυρών δεν πρέπει διόλου να μας αποθαρρύνει: ο βασιλιάς είναι γυμνός (εκτός από απόλυτα αντιδραστικός). Στους αγώνες που έρχονται πρέπει όμως να καταστούν σαφή και τα συμπεράσματα όλης της προηγούμενης περιόδου ?σε πείσμα όλων όσων είτε δεν ξέρουν είτε δεν θέλουν να τα εξαγάγουν. Καθώς σοβαρές μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος δεν είναι εφικτές, οι μετασχηματιστικές στοχεύσεις πρέπει να διατείνονται και μεταβατικά να υλοποιούν ένα όραμα εύρωστα εναλλακτικό: με έλεγχο στα βασικά μέσα παραγωγής με τρόπο που ο πλούτος που οι κοινωνίες παράγουν να μη βρίσκεται καθηλωμένος στο λογισμικό της ατομικής αποθησαύρισης, αλλά να υπηρετούν τις συλλογικές ανάγκες. Αυτό απαιτεί έλλογες ρήξεις ή, αλλιώς, ρήξεις που να είναι στρατηγικά έλλογες. Όλα αυτά απαιτούν μια νέα Αριστερά που να ξέρει τι ακριβώς σημαίνει και πώς μπορεί να διεκδικηθεί το όραμα του σοσιαλισμού. Ας μην αφήσουμε το Δεκέμβρη να μετεξελιχθεί σε ένα ακόμη ανούσιο μουσείο του θλιβερά αδιέξοδου. Οι παρακαταθήκες του μας εναπόκεινται.

Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, το καλοκαίρι του 2008, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, «σκάει» η χρεοκοπία της Lehmann Brothers. Ωστόσο, μέχρι και την 6η Δεκέμβρη, στην ελληνική κοινωνία φαινόταν να κυριαρχούν συνθήκες «νηνεμίας». Υπήρχαν υποβόσκουσες συνθήκες που ήρθαν στην επιφάνεια;

Με τον τρόπο μου νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει: ότι η «νηνεμία» του τότε –όπως, πολύ περισσότερο, και του σήμερα– ήταν/είναι μια συνθήκη απολύτως απατηλή. Αυτό που τότε ήρθε επιτακτικά στην επιφάνεια ήταν τα ίδια τα χαρακτηριστικά της «εκσυγχρονιστικής ανάπτυξης» της περιόδου: ελαστικές μορφές εργασίας και επισφάλεια (δηλαδή συγκαλυμμένη ανεργία), μια δημόσια σφαίρα σε φάση σταθερής υποβάθμισης, επιθετική ανάδειξη του ανελέητα ανταγωνιστικού ατομισμού ως πρότυπου αριστείας. Στις μέρες μας –που «ο μήνας δεν βγαίνει»– η κατάσταση είναι απείρως χειρότερη, και οι κυβερνητικές επαγγελίες όχι μόνο δεν πείθουν, είναι –εκτός από ανόητες– και απόλυτα εξοργιστικές. Και προκαλεί πράγματι εντύπωση τόσο η έπαρση όσο και –τολμώ να πω– η αφροσύνη των κρατούντων (και των εκμαυλισμένων «διανοούμενων» που έχουν στο περιβάλλον τους). Νομίζουν οι φορείς αυτοί ότι είναι πραγματικά πανίσχυροι –και κομπάζουν αντιαισθητικά, διαρκώς επιχαίροντας και προσβάλλοντας όχι μόνο τους ανθρώπους της καθημερινότητας, αλλά και την ίδια τη λογική. Ας πω λοιπόν κάτι που οι πιο ευφυείς ανάμεσά τους είναι σίγουρο ότι καταλαβαίνουν: δεν είναι ισχυροί επειδή αξιοποιούν την ανεπάρκεια του θεσμικού ΣΥΡΙΖΑ και όσων –θλιβερά αρκετών είναι αλήθεια– εμφανίστηκαν να διεκδικούν την επαίσχυντη κληρονομιά του. Όπως θα έλεγε και ο Κούντερα, η Ζωή είναι αλλού, και σύντομα θα το διαπιστώσουν. Το περί ου ο λόγος προσωπικό (της κυριαρχίας ή της de facto υποταγής που προνομιακά προβάλλουν τα μίντια) δεν είναι λοιπόν ισχυρό, είναι –αντίθετα– ισχνό, είναι φαύλα υποχείριο ολιγαρχών (με όλη τη σημασία της λέξης), και είναι –με ιστορικούς όρους– απίστευτα αντιδραστικό. Καθώς οι διακανονισμοί του κυοφορούν εκρήξεις, ας είναι λοιπόν όλοι αυτοί που το συναποτελούν λίγο πιο προσεκτικοί, ας προσπαθήσουν να είναι λιγότερο προκλητικοί.

Όμως το ερώτημά σας μου φέρνει στο νου τους στίχους του Μπρεχτ (στο Ihr Krieg totet, was ihr Friede stehen lie?), που νομίζω γλαφυρά περιγράφει τις περιστάσεις μας: «Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους» –έγραφε– «καθώς ο γιος από τη μάνα. Έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά. Ο πόλεμός τους σκοτώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους». Σε μια εποχή δραματικής πολιτικής και ηθικής κατάπτωσης που κανονικοποιεί όχι μόνο την ακραία εκμετάλλευση και τους μαζικούς πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, αλλά και τις γενοκτονίες, όσες και όσοι εμφορούμαστε από ανθρωπιστικές αξίες, πρέπει –καταρχάς– να τις αναδείξουμε και, αξιοποιώντας τις κινηματικές εμπειρίες του παρελθόντος, να επιδιώξουμε τη δικαίωσή τους. Ο Δεκέμβρης μας δίνει ουκ ολίγα ερεθίσματα…