article background image

Από το 2011 ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται, ενώ μέχρι το 2050 αναμένεται να είναι γύρω στα 9 εκατομμύρια. Η πτώση των γεννήσεων είναι μια πραγματικότητα εδώ και σαράντα χρόνια, ενώ στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, το 1/3 των πολιτών θα είναι άνω των 65 ετών. Εκ πρώτης όψεως, όλα αυτά μπορεί να είναι απλά νούμερα στο τούνελ των στατιστικών στοιχείων, με μια δεύτερη ωστόσο ανάγνωση, είναι ο λόγος που ο κόσμος μας θα πρέπει να επανεκτιμήσει -πόσω μάλλον ενόψει ευρωεκλογών- πολλά από τα δεδομένα που αφορούν στην οικονομία, τη ζωή, ολόκληρη την κοινωνία.

Το δημογραφικό πρόβλημα, για το οποίο πολλά λέγονται, αλλά λίγα επί της ουσίας γίνονται, αναδείχθηκε και στην πρόσφατη μελέτη τη διαΝΕΟσις. Με βάση τα στοιχεία, πρόκειται για το ζήτημα, το οποίο συγκεντρώνει τις δεύτερες περισσότερες αναφορές ως απειλή για το μέλλον της χώρας. Πέρα από το κομμάτι των γεννήσεων, που συνιστά βασικό παρακλάδι του δημογραφικού, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι απόψεις των πολιτών για το πότε… θα πάρουν σύνταξη. Είναι χαρακτηριστικό πως 9 στους 10 ερωτώμενους απαντούν ότι η ηλικία στην οποία κάποιος θα πρέπει να βγει στη σύνταξη θα πρέπει να είναι κάτω από 65, χαμηλότερα δηλαδή από το όριο των 67 ετών που ισχύει σήμερα. Αυτή η πολύ μεγάλη πλειοψηφία μοιράζεται σε εκείνους που δηλώνουν υπέρ της σύνταξης πριν από τα 60 (45,4%) και στους «πιο ρεαλιστές», δηλαδή εκείνους που τοποθετούν το όριο μεταξύ 61 και 65 ετών (46,1%).

Όλο και λιγότεροι

Το ethnos.gr προσπάθησε να προσεγγίσει το γιγαντιαίο αυτό πρόβλημα, με τη βοήθεια του Δρ. Δημογραφίας και Ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Παύλου Μπαλτά. Ο ίδιος παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία, μας βοήθησε να σκιαγραφήσουμε περιληπτικά την κατάσταση σήμερα. Ως εκ τούτου, παραθέτουμε συμπερασματικά ορισμένα δεδομένα. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε αντίθεση με τον παγκόσμιο πληθυσμό που θα συνεχίσει να αυξάνει (για λίγο ακόμα), ο πληθυσμός της χώρας μας από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά στην μεταπολεμική του ιστορία, μειώνεται, γεγονός που είναι το αποτέλεσμα των αρνητικών φυσικών και μεταναστευτικών ισοζυγίων που καταγράφει η Ελλάδα.

Με βάση τις πιο πρόσφατες πληθυσμιακές προβολές της Eurostat, το 2050, ο πληθυσμός της χώρας, αναμένεται να είναι γύρω στα 9 εκατομμύρια, με βασικό δομικό του χαρακτηριστικό την υψηλή δημογραφική γήρανση, καθώς το 1/3 των ατόμων αυτών θα είναι άνω των 65 ετών. Η μείωση των γεννήσεων έχει ήδη ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αναφέρεται ενδεικτικά πως από τις περίπου 140.000 γεννήσεις ανά έτος, την δεκαετία του 1970 μειώθηκαν σταδιακά στις 100.000 στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

άνθρωποι

Υπήρξε μια μικρή περίοδος αύξησης ανάμεσα στο διάστημα από το 2004 έως το 2008, που έφτασαν και τις 114.000, η οποία όμως ανακόπηκε χρονικά με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και την απομάκρυνση από την χώρα ενός μεγάλου αριθμού πληθυσμού -κατά βάση νέων αναπαραγωγικής ηλικίας. Με βάση τα τελευταία δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 οι γεννήσεις στην Ελλάδα ήταν 75.920. Σύμφωνα με τον κ. Μπαλτά, η δημογραφική αλλαγή που παρατηρούμε στην Ελλάδα αποτελεί μια παγκόσμια τάση, που καταγράφεται στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών και εκφράζεται με τον έλεγχο των γεννήσεων, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην γέννηση και την αύξηση των ατόμων άνω των 65 ετών στον γενικό πληθυσμό.

Τι αλλάζει στην παγκόσμια κοινότητα

Η πληθυσμιακή έκρηξη στις μέρες μας προέρχεται κυρίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες και αυτό θα συνεχιστεί, πράγμα που σημαίνει πως γεννιούνται περισσότεροι άνθρωποι με… λιγότερες ευκαιρίες. Στις χώρες από την άλλη του δυτικού κόσμου καταγράφεται μείωση του πληθυσμού σταθερά. Τι αντίκτυπο μπορεί να έχει ότι ο πληθυσμός του πλανήτη είναι άνισα κατανεμημένος σήμερα; Σύμφωνα με τον επιστήμονα, «η πληθυσμιακή έκρηξη που περιγράφεται δεν θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η μείωση της γονιμότητας και η σταδιακή απόκλιση του πληθυσμού σε βάθος 100 χρόνων θα επικρατήσουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήδη, από το 1950, η μέση προσδοκώμενη ζωή στην γέννηση έχει αυξηθεί κατά 28 χρόνια (από 45 σε 73 έτη το 2023). Αντίστοιχα ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα από 5,0 που ήταν το 1950 έχει μειωθεί σε 2,3 το 2021 και αναμένεται να πέσει στα 1,9 παιδια/γυναίκα μέχρι το 2100».

«Όλα αυτά, η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής και ο έλεγχος των γεννήσεων, είναι ενδείξεις της αύξησης του βιοτικού επιπέδου σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι αναμενόμενα, καθώς περιγράφονται από την θεωρία της δημογραφικής μετάβασης. Η μόνη ήπειρος που θα αυξάνει τον πληθυσμό της μέχρι και το τέλος του 21ου αιώνα είναι η Αφρική. Αντίθετα, ο πληθυσμός της Ασίας αναμένεται να ξεκινήσει να μειώνεται από το 2055 και μετά. Η μετανάστευση από αυτές τις δύο ηπείρους πρόκειται να είναι ο κύριος μοχλός της αύξησης ή σταθεροποίησης του πληθυσμού σε περιοχές όπως η Ευρώπη και η αμερικανική ήπειρος. Ο παγκόσμιος πληθυσμός από το 2100 και μετά θα ξεκινήσει να κινείται καθοδικά».

Σύμφωνα όμως με τον κ. Μπαλτά, το γεγονός αυτό δεν είναι απαραίτητα ένα απαισιόδοξο σενάριο για τον πλανήτη, καθώς η συνεχής αύξηση του πληθυσμού μέσα στα χρόνια έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην κλιματική αλλαγή. Για να αιτιολογήσει την άποψή του, φέρνει το παράδειγμα του γνωστού Αυστριακού δημογράφου, Wolfgang Lutz, ο οποίος είχε σημειώσει: «...σε βάθος χρόνου (μετά το 2200) οδηγούμαστε προς έναν κόσμο 2-6 δισεκατομμυρίων καλά μορφωμένων, υγιών και με οικονομική ευημερία ανθρώπων που θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις συνέπειες της ήδη αναπόφευκτης κλιματικής αλλαγής…».

Σε παγκόσμιο επίσης επίπεδο, αξίζει να επισημανθεί πως συγκεκριμένα γεγονότα, όπως για παράδειγμα οι πόλεμοι που είναι σε εξέλιξη, μπορούν να έχουν μια μικρή χρονικά επίδραση στους συγχρονικούς δημογραφικούς δείκτες -η οποία όμως συνήθως δεν εγγράφεται μέσα στις γενεές. «Θα σας δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα το οποίο ζήσαμε με την πανδημία και ήταν η μείωση του προσδόκιμου ζωής στην γέννηση», τονίζει ο κ. Μπαλτάς κατά τη συζήτησή μας. Όπως λέει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια είδαμε το μέσο προσδόκιμο ζωής στην γέννηση να μειώνεται, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Με το πέρας της πανδημίας όμως το προσδόκιμο στις περισσότερες χώρες έχει επανέλθει στα προ-covid επίπεδα και σε ορισμένες έχει ξαναρχίσει να αυξάνει. Ο ερευνητής αναφέρει ταυτόχρονα ότι οι δημογραφικοί δείκτες αντιπροσωπεύουν συνέπειες, προσθέτοντας πως οι αιτίες είναι αυτές που θα πρέπει να διερευνηθούν επιστημονικά.

Και οι δύσπιστοι νέοι

Οι πτυχές όμως του δημογραφικού προβλήματος ποικίλλουν και μία από αυτές σχετίζεται και με την έννοια της ιδεολογίας για τους θεσμούς, όπως αυτή θα διαμορφωθεί στο μέλλον. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Open Society Foundation, οι νεότεροι Ευρωπαίοι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να υποστηρίξουν σταθερά τη δημοκρατία από τους γονείς και τους παππούδες τους, κάτι που ως εύρημα είναι πάρα πολύ ανησυχητικό. «Σίγουρα η μείωση της γονιμότητας έχει οδηγήσει οι πιο ηλικιωμένες γενιές να είναι πολυπληθέστερες από τις νεότερες. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 2023 οι άνω των 18 στην Ελλάδα ήταν περίπου 8,7 εκατομμύρια, εκ των οποίων οι άνω των 40 ετών ήταν 6,2 εκατ. δηλαδή το 70%.

Ίσως η ποσοτική αυτή διαφορά να ενισχύει το αίσθημα στις νέες γενεές ότι δεν ακούγονται οι φωνές τους, με την έννοια ότι η πολιτική δηλαδή ατζέντα επικεντρώνεται περισσότερο στις ανάγκες των μεγαλύτερων ηλικιακά ή των ηλικιωμένων, όπως οι συντάξεις και η υγειονομική περίθαλψη και λιγότερο στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι, όπως η κλιματική αλλαγή και η ανεργία. Θα πρέπει οι θεσμοί να προσαρμοστούν στην δημογραφική αλλαγή, ώστε να ενσωματώσουν νέες μορφές συμμετοχής των νέων και να εκφράζουν όχι μόνο τις αγωνίες και τα προβλήματα τους, αλλά και τις λύσεις που προτείνουν», σχολιάζει ο ερευνητής του ΕΚΚΕ.

ηλικιωμένοι άνθρωποι

Ναι, αλλά υπάρχουν και ευκαιρίες;

Δημογραφικό όμως σημαίνει και προοπτικές σε συγκεκριμένους κλάδους; Η γήρανση του πληθυσμού ίσως αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση της δημογραφικής αλλαγής. Επίσης είναι μια βεβαιότητα και μια πραγματικότητα την οποία οι κοινωνίες μας θα ζήσουν, καθώς τα άτομα που θα είναι άνω των 65 ετών το 2050, έχουν ήδη γεννηθεί. Οπότε μια ευκαιρία, υπό αυτή την έννοια, είναι οι υπηρεσίες φροντίδας ηλικιωμένων, εξηγεί ο κ. Μπαλτάς, επισημαίνοντας ωστόσο πως θα πρέπει να ληφθούν έγκαιρα μέτρα και δράσεις σε ό,τι αφορά τις νοσοκομειακές υποδομές και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. «Θα πρέπει επίσης να αναπτυχθεί περισσότερο η κουλτούρα της πρόληψης, ώστε ο γηράσκων πληθυσμός να φτάσει στην καλύτερη υγεία που μπορεί σε μεγαλύτερη ηλικία. Δεν είναι μόνο οι υπηρεσίες υγείας, ένα άλλο παράδειγμα είναι η ανάπτυξη κατάλληλων υποδομών, όπως είναι οι κατοικίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τις δυνατότητες κινητικότητας των ηλικιωμένων. Η κατασκευή και η διαχείριση αυτών των υποδομών μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα».

«Επιπλέον θα ήθελα να επισημάνω ότι η δημογραφική αλλαγή μας δίνει την δυνατότητα να εστιάσουμε στην καλύτερη μόρφωση των νέων γενεών. Το γεγονός ότι οι γενεές αυτές είναι μικρότερες σε μέγεθος μας δίνει την δυνατότητα να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο σε κάθε ένα από αυτά τα παιδιά. Γνωρίζουμε από την βιβλιογραφία ότι η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου οδηγεί σε καλύτερη υγεία, μειώνει την φτώχεια και αυξάνει την ανθεκτικότητα των ατόμων, ιδιαίτερα των γυναικών. Η δημογραφική αλλαγή είναι μια ευκαιρία για να μειώσουμε ακόμη περισσότερο τις μορφωτικές και έμφυλες ανισότητες».

Το κίνημα «child free» και ο ρόλος που έπαιξε

Συμπερασματικά και βάζοντας μια άνω τελεία στο κεφάλαιο του δημογραφικού, αναρωτιέμαι και θέτω στον κ. Μπαλτά το ερώτημα για το κατά πόσο κινήματα όπως το «child-free» (χωρίς παιδιά) που έλαβε διαστάσεις παγκοσμίως -για συγκεκριμένους λόγους- έχει παίξει κάποιο ρόλο σε όλη αυτή την τάση που καταγράφεται σε δεκάδες περιοχές του πλανήτη. Ας μην ξεχνάμε πως η περίοδος μετά τη δεκαετία του 1970, ανέδειξε ένα νέο δημογραφικό πρότυπο που χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο των γεννήσεων και αναδεικνύει τη σημαντικότητα των ατομικών προτιμήσεων και αποφάσεων. Πολλά ζευγάρια επιλέγουν την ελεύθερη συμβίωση χωρίς την απόκτηση παιδιών.

Στις ΗΠΑ, μελέτη του Pew Research Center έδειξε ότι περίπου το 44% των ζευγαριών ηλικίας 18 έως 49 ετών δεν επιθυμούν αποκτήσουν παιδιά. Το 2018 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 37%. Στην Βρετανία, μελέτη της YouGov έδειξε ότι περισσότεροι από τους μισούς Βρετανούς 35-44 ετών που δεν έχουν κάνει παιδιά, δεν σκοπεύουν να αποκτήσουν ούτε στο μέλλον. «Πλέον όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ότι μπορούν να ολοκληρωθούν σαν προσωπικότητες-άτομα και να αξιοποιήσουν καλύτερα τον χρόνο τους, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Η εθελοντική ατεκνία σίγουρα υπάρχει σαν τάση, αλλά δεν γνωρίζω την πραγματική της ένταση και επίδραση στην μείωση της γονιμότητας», θα μου απαντήσει. «Οι δείκτες επιβεβαιώνουν ότι η τελική ατεκνία εντός των γενεών αυξάνει συνεχώς. Παράδειγμα από τις γυναίκες που ζουν στην Ελλάδα και γεννήθηκαν το 1955, μόλις ένα 10% δεν απέκτησε κανένα παιδί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1975 είναι σχεδόν το διπλάσιο. Όμως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε ποιο ποσοστό της αύξησης του δείκτη τελικής ατεκνίας οφείλεται στην εθελούσια ατεκνία και ποιο στο ότι δεν υπήρξαν οι συνθήκες ώστε μια γυναίκα να αποκτήσει ένα παιδί στην διάρκεια του αναπαραγωγικού της κύκλου (στην δημογραφία θεωρούμε το όριο τα 49 έτη). Σίγουρα αποτελεί ένα καλό ερευνητικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντήσουμε τα επόμενα χρόνια μέσα από εξειδικευμένες έρευνες», θα πει ο κ. Μπαλτάς κλείνοντας.