Η απώλεια της Sophie Kinsella σκόρπισε θλίψη στον κόσμο του βιβλίου, που για δεκαετίες τροφοδότησε με το χιούμορ και τη ζεστασιά της. Για περισσότερα από 30 χρόνια, η Βρετανίδα συγγραφέας –κατά κόσμον Madeleine Wickham– είχε δημιουργήσει ένα σύμπαν όπου η ζωή, όσο και αν δεν ήταν ποτέ τέλεια, μπορούσε πάντα να ειδωθεί με μια δόση αισιοδοξίας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.Ως Sophie Kinsella δημοσίευσε δέκα μυθιστορήματα της σειράς «Shopaholic», τα οποία μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες και πούλησαν πάνω από 45 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Όμως δεν ξεκίνησε έτσι. Πολύ πριν δημιουργήσει την Μπέκι Μπλούμγουντ –την ηρωίδα που έγινε σχεδόν προέκταση του ονόματός της–, η νεαρή Maddy εργαζόταν ως οικονομική δημοσιογράφος, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι εκεί βρισκόταν το μέλλον της. Δεν ήταν έτσι.Σε ηλικία 24 ετών, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, «The Tennis Party», το οποίο κυκλοφόρησε με το συζυγικό της όνομα, Madeleine Wickham. «Αυτό που με απασχολούσε περισσότερο ήταν να μην είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό», είχε δηλώσει στον Guardian το 2012. «Ήμουν τόσο, μα τόσο αποφασισμένη να μη γράψω για μια 24χρονη δημοσιογράφο. Ήθελα να έχει χαρακτήρες άντρες και μεσήλικες ανθρώπους, ώστε να μπορώ να πω: κοιτάξτε, δεν γράφω μόνο για τη ζωή μου. Είμαι αληθινή συγγραφέας».Είχε το σπάνιο χάρισμα να δημιουργεί ήρωες που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη και ιστορίες που μιλούν στην καρδιά και ψυχαγωγούν, όπου κι αν βρίσκεται κανείς στον κόσμο και όποιες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίζει.https://www.instagram.com/p/CmL6loGM7gV/Πέντε χρόνια αργότερα, θα έκανε το βήμα που επρόκειτο ν' αλλάξει οριστικά τη ζωή –και την καριέρα– της. «Θυμάμαι να κοιτάζω γύρω μου και να σκέφτομαι… Όλοι ψωνίζουμε… Το συζητάμε. Το κάνουμε. Το χαιρόμαστε. Παίρνουμε κακές αποφάσεις. Γιατί δεν έχει γράψει κανείς γι’ αυτό;» είχε αποκαλύψει η ίδια στο podcast «The Sunday Salon with Alice-Azania Jarvis». Έτσι γεννήθηκε η Μπέκι Μπλούμγουντ και, μαζί της, το «Ψωνίζω, άρα υπάρχω».Όμως η συγγραφέας δεν τόλμησε να το υπογράψει με το πραγματικό της όνομα. Ήθελε ένα νέο ξεκίνημα ή, όπως είχε πει η ίδια με χιούμορ, «αν είναι πλήρης αποτυχία, τουλάχιστον δεν θα έχει καμία σχέση με μένα». Δημιούργησε, λοιπόν, το ψευδώνυμο «Sophie Kinsella», συνδυάζοντας το μεσαίο της όνομα με το πατρικό της μητέρας της. Η επιτυχία δεν ήταν απλώς άμεση, αλλά σαρωτική. Σύντομα, η ηρωίδα της έγινε φαινόμενο, σύμβολο μιας εποχής όπου η καταναλωτική μανία συνδυαζόταν με το κυνήγι της προσωπικής ταυτότητας.Η τεράστια αγάπη στον σύζυγό της, HenryΗ Madeleine Wickham γεννήθηκε στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, κόρη του David Townley, εκπαιδευτικού, και της Patricia (το γένος Kinsella), λέκτορα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές σε μια δεμένη και τρυφερή οικογένεια. Η μητέρα τους συνήθιζε, αντί να τους διαβάζει ιστορίες, να τους αφηγείται αυτοσχέδιες, μακροσκελείς περιπέτειες τα βράδια. Μια συνήθεια που, όπως έλεγε αργότερα η Maddy, «με έκανε να γελάω και μας έμαθε ότι το να επινοείς ιστορίες είναι το πιο φυσικό πράγμα».Φοίτησε στα σχολεία Putney High και Sherborne και, ως ιδιαίτερα ταλαντούχα μουσικός, ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική στο New College της Οξφόρδης, πριν αλλάξει, έναν χρόνο αργότερα, κατεύθυνση και στραφεί στη φιλοσοφία, την πολιτική και την οικονομία. Την πρώτη κιόλας μέρα στο πανεπιστήμιο, με τρόπο σχεδόν βγαλμένο από ρομαντική κομεντί, γνώρισε τον Henry Wickham, χορωδό υπότροφο.Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1991. Ήταν ένας αξιοσημείωτα ευτυχισμένος γάμος. Εκαναν τα πάντα μαζί, ακόμη και πολλές από τις περιοδείες της για την προώθηση των βιβλίων της. Και καθώς η οικογένεια μεγάλωσε φτάνοντας τα πέντε παιδιά, εκείνος εγκατέλειψε τελικά τη θέση του ως διευθυντής σχολείου για να γίνει ο μάνατζέρ της και να φροντίζει το σπίτι. Κάτι που της έδωσε την ελευθερία να γράφει απερίσπαστη. https://www.instagram.com/p/DKaAxHjs3jY/Ηταν η πρώτη που θα παραδεχόταν πως τα βιβλία της μπορούσαν να διαβαστούν σε μια παραλία, σ' ένα τρένο ή σε μια δύσκολη ημέρα που χρειαζόταν κάποιος να χαμογελάσει. Όσο ανάλαφρα κι αν έμοιαζαν, δεν ήταν ποτέ επιπόλαια. Αντιθέτως, κάτω από την επιφανειακή ελαφρότητα υπήρχαν πάντα πολύ καλά δομημένες πλοκές, με λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες και χιούμορ που δεν γινόταν ποτέ εύκολο ή φτηνό. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο της απέκτησε φανατικό κοινό σε πάνω από 60 χώρες.Σταδιακά διεύρυνε τη θεματολογία και το ύφος της, περνώντας και σε νεανική και παιδική λογοτεχνία. Το «Αναζητώντας την Όντρεϋ» (εκδ. Πατάκης), ένα μυθιστόρημα για την ψυχική υγεία των εφήβων, θεωρείται σήμερα πρωτοποριακό για τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της αγχώδους διαταραχής πολύ πριν αυτό βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.Η γυναίκα που δεν έχασε ποτέ την αισιοδοξία τηςΤο 2024, η Wickham ανακοίνωσε δημόσια ότι έπασχε από γλοιοβλάστωμα. Ύστερα από δικό της αίτημα, η είδηση έμεινε μυστική για έναν χρόνο, ώστε η οικογένεια —και κυρίως τα παιδιά της— να μπορέσει να προσαρμοστεί σε αυτό που η ίδια αποκαλούσε «τη νέα πραγματικότητα». Όταν τελικά μίλησε δημόσια για την ασθένειά της, ένιωσε σ' έναν βαθμό ανακούφιση που μπορούσε πια να είναι ανοιχτή γι’ αυτήν. Και καθώς συνήθιζε να επεξεργάζεται τα πάντα μέσα από τη γραφή, κατέγραψε τη θεραπεία της και τον αντίκτυπό της στην οικογένεια σε μια εξαιρετική ημι-αυτοβιογραφική νουβέλα για μια συγγραφέα που παθαίνει όγκο στον εγκέφαλο, με τίτλο «What Does It Feel Like?». Ένα μυθιστόρημα που έγινε μπεστ σέλερ των Sunday Times και συμπεριλήφθηκε στα 100 σημαντικότερα βιβλία του 2024 από τους New York Times.Σ' ένα από τα πιο σπαρακτικά σημεία του βιβλίου, περιγράφεται πώς ο Henry έπρεπε κάθε μέρα να της ανακοινώνει ξανά και ξανά τη διάγνωση και την πρόγνωσή της, καθώς η εγχείρηση στον εγκέφαλο είχε ως αποτέλεσμα να χάνει επανειλημμένα τη μνήμη της. Μια πράξη που εκείνη αργότερα χαρακτήρισε ως την απόλυτη έκφραση αγάπης.Αντιμετώπισε τη διάγνωσή της και τη θεραπεία με τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πάντα, με αξιοπρέπεια, χιούμορ και συναίσθηση της δικής της τύχης, παρά τη σκληρότητα της χειρουργικής επέμβασης και της χημειοθεραπείας. Τον Οκτώβριο εξακολουθούσε να υπογράφει βιβλία για ενθουσιασμένους αναγνώστες, παρά τη φανερή της εξασθένιση. Αφού αποφάσισε να μη συνεχίσει τις θεραπείες, έμεινε στο σπίτι μαζί με την οικογένειά της, δεχόμενη επισκέψεις από τον στενό κύκλο πιστών φίλων — και μέχρι το τέλος μπορούσε να ακούει τους ήχους του σπιτιού και, ως αθεράπευτα λάτρης των Χριστουγέννων, τους ύμνους που έπαιζαν.Στο «What Does It Feel Like?», σε ένα εξαιρετικά συγκινητικό σημείο, περιγράφεται μια συζήτηση ανάμεσα στην ηρωίδα και τον σύζυγό της. Εκείνος τη ρωτά αν υπάρχει κάτι που να θέλει ακόμη να κάνει, κάτι από τη «λίστα των επιθυμιών» της. Κι εκείνη απαντά πως δεν ονειρεύεται ταξίδια ή μεγάλες χειρονομίες, αλλά αυτό που αποκαλεί «το κανονικό, λίγο πιο όμορφο» — να βλέπει τηλεόραση με καλύτερα σνακ ή να απολαμβάνει μια εξαιρετική μαρμελάδα πορτοκάλι.Μετά την ανακοίνωση του θανάτου της, τα μηνύματα αγάπης κατέκλυσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Jodi Picoult, η Adele Parks, η Jenny Colgan και πολλοί ακόμη συγγραφείς μίλησαν για μια θερμή, γενναιόδωρη γυναίκα, η οποία «έφερνε χαρά όπου κι αν πήγαινε».Η ηθοποιός Isla Fisher, που ενσάρκωσε τη Μπέκι Μπλούμγουντ στη χολιγουντιανή μεταφορά του «Ψωνίζω, άρα υπάρχω», το 2009, δήλωσε «απολύτως συντετριμμένη» και την αποκάλεσε «ηρωίδα» της. «Το φως και η μαγεία σου ζουν στους χαρακτήρες σου», έγραψε.Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Madeleine Wickham άφησε πίσω της κάτι πολύ μεγαλύτερο από εμπορική επιτυχία. Όπως σημείωσαν οι εκδότες της, «όχι μόνο όρισε, αλλά και αναβάθμισε τη ρομαντική κωμωδία, γεμίζοντας τις ιστορίες της με αληθινούς καθημερινούς προβληματισμούς, χιούμορ και κοινωνική παρατήρηση». Συντετριμμένη η οικογένειά τηςΗ οικογένεια της Madeleine Wickham αποχαιρέτισε τη σύζυγο, μητέρα, κόρη και αδελφή με λόγια γεμάτα τρυφερότητα: «Δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα είναι η ζωή χωρίς τη λάμψη της και την αγάπη της για τη ζωή… Θα μας λείψει τόσο πολύ, οι καρδιές μας ραγίζουν».https://www.instagram.com/p/DSFUBmeDKW7/Και αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Η Madeleine Wickham δεν ήταν μόνο μια συγγραφέας που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα. Ήταν μια γυναίκα που δίδαξε ότι η ζωή, όσο δύσκολη κι αν γίνει, έχει πάντα χώρο για γέλιο, αισιοδοξία και απλότητα. Ότι η χαρά δεν βρίσκεται στις μεγάλες φανφάρες αλλά στις μικρές, ήσυχες στιγμές. Δεν είναι λίγο αυτό...Και για αυτό ακριβώς θα λείψει. Αλλά –και εδώ δεν χωρούν υπερβολές– οι ηρωίδες της και οι ιστορίες της θα συνεχίσουν να ζουν, να χαρίζουν χαμόγελα και να θυμίζουν σε όλους μας πως ακόμη και μια μέρα που δεν ξεκινά καλά μπορεί να τελειώσει αλλιώς.